Ευάλωτοι σε ενδεχόμενο ξέπλυμα βρώμικου χρήματος θεωρούνται οι κλάδοι δικηγόρων, συμβολαιογράφων και μεσιτών ακινήτων, σύμφωνα με έκθεση η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα από το υπουργείο Οικονομικών.
Πρόκειται για την πρώτη «Έκθεση Εκτίμησης Εθνικού Κινδύνου για τη Νομιμοποίηση Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και τη Χρηματοδότηση της Τρομοκρατίας» (“National Risk Assessment”), η οποία εκπονήθηκε στο πλαίσιο ενίσχυσης της δράσης και της αποτελεσματικότητας του εθνικού μηχανισμού ενάντια στα συναφή αδικήματα, από ομάδα εξειδικευμένων στελεχών των αρμόδιων φορέων του δημοσίου τομέα. Η εκπόνηση της μελέτης έγινε με τη συμμετοχή και εκπροσώπων του ιδιωτικού τομέα και εγκρίθηκε από την Επιτροπή Στρατηγικής για την Αντιμετώπιση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και της Χρηματοδότησης της Διάδοσης Όπλων Μαζικής Καταστροφής.
Η Έκθεση – η οποία εκπονείται για πρώτη φορά στην Ελλάδα- σε συνδυασμό με την τεχνική συμμόρφωση της χώρας με τις Συστάσεις της Ομάδας Χρηματοπιστωτικής Δράσης (Financial Action Task Force – FATF), καθώς και το Στρατηγικό Σχέδιο Δράσης ενάντια στο Ξέπλυμα Χρήματος και τη Χρηματοδότηση της Τρομοκρατίας, αποτελούν τον κορμό της αξιολόγησης της χώρας μας στο πλαίσιο του τέταρτου γύρου αμοιβαίων αξιολογήσεων της FATF, η οποία θα ολοκληρωθεί τον Ιούνιο του 2019.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έκθεσης ο μη χρηματοπιστωτικός τομέας και ειδικότερα ορισμένα από τα επαγγέλματα που εντάσσονται σε αυτόν, συμμετέχουν σε δραστηριότητες που σχετίζονται με υψηλή απειλή για ξέπλυμα χρήματος και ως εκ τούτου, είναι ευάλωτα στον κίνδυνο ξεπλύματος χρήματος. Για παράδειγμα όπως αναφέρεται στην έκθεση:
– Οι συμβολαιογράφοι, οι δικηγόροι και οι μεσίτες ακινήτων που μεσολαβούν στις αγοραπωλησίες ακινήτων, δύναται να συμμετέχουν στη φοροδιαφυγή, η οποία αποτελεί βασικό αδίκημα του ξεπλύματος χρήματος και χρησιμοποιούνται συχνά ως διαμεσολαβητές για τη νομιμοποίηση εσόδων, προερχόμενων από διαφθορά και παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, πολλές φορές και εν αγνοία τους. Τα στοιχεία από τους φορολογικούς ελέγχους έδειξαν, ότι οι πραγματικές τιμές πώλησης των ακινήτων ήταν συνήθως και για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιαίτερα πριν από την οικονομική κρίση, κατά πολύ μεγαλύτερες σε σχέση με την αναγραφόμενη στο συμβόλαιο τιμή, που συνέπιπτε με την αντικειμενική αξία του ακινήτου. Κατά συνέπεια οι αγοραστές κατέβαλαν φόρο κατά πολύ μικρότερο του αναλογούντος.
– Όσον αφορά στους δικηγόρους, συμβολαιογράφους και λογιστές-φοροτεχνικούς, η απειλή για ξέπλυμα χρήματος σχετίζεται με τη συμμετοχή τους στη δημιουργία, τη λειτουργία ή τη διαχείριση εταιρειών, δεδομένου ότι ορισμένες φορές επιχειρείται νομιμοποίηση εσόδων από τα βασικά εγκλήματα (π.χ. διακίνηση ναρκωτικών) μέσω νέων ή υφιστάμενων επιχειρήσεων.
– Οι έμποροι αγαθών υψηλής αξίας χρησιμοποιούνται από εγκληματικές ομάδες, για να νομιμοποιήσουν τα έσοδα από παράνομη δραστηριότητα, η οποία αφορά κυρίως σε λαθρεμπόριο ή αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας. Το επίπεδο απειλής για τον κλάδο χαρακτηρίζεται ως «Μέσο», τα δε προϊόντα του εγκλήματος, τα οποία προέρχονται κυρίως από εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας νομιμοποιούνται και μέσω των ενεχυροδανειστών. Το επίπεδο απειλής για τον κλάδο χαρακτηρίζεται ως «Μέσο».
– Αναφορικά με τα τυχερά παίγνια, γίνεται διάκριση μεταξύ των τυχερών παιγνίων που διοργανώνονται και διεξάγονται επίγεια και μέσω διαδικτύου.
Πιο συγκεκριμένα :
α) Τα τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται επίγεια, πλην των καζίνο, ευνοούν την ανωνυμία του παίκτη και κατά το παρελθόν συνδέθηκαν με αυξημένη απειλή για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Κατά τα έτη 2011-2014, η ανωνυμία του παίκτη κατά τη διεξαγωγή του παιγνίου, η απουσία κανονιστικού πλαισίου, η ύπαρξη εκτεταμένου δικτύου συνεργατών του παρόχου (Φυσικό Δίκτυο), καθώς και η απουσία κανονισμών, εγκυκλίων και εσωτερικού ελέγχου του τελευταίου, συνετέλεσαν στη σύνδεση του τομέα με υποθέσεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με βασικότερη τη διακίνηση ναρκωτικών.
Ωστόσο, στα τέλη του 2014 καταρτίστηκε από την εποπτική αρχή και εγκρίθηκε Κανονισμός που εισήγαγε συγκεκριμένες υποχρεώσεις για τους Παρόχους (εκπόνηση και εφαρμογή πολιτικών για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, λήψη οργανωτικών μέτρων, υποβολή αναφορών στην Αρχή, τήρηση αρχείων κ.α.). Αποτέλεσμα των ανωτέρω ήταν να μειωθεί η απειλή για τον κλάδο.
Αναφορικά με τα καζίνο, η σύνδεσή τους με την απειλή για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, δεν αφορά την δυνατότητα της τοποθέτησης ή ενσωμάτωσης χρηματικών ποσών στην πραγματική οικονομία, δεδομένου ότι ο τομέας αυτός αν και είναι αποκλειστικά εντάσεως μετρητών, τόσο κατά τη συμμετοχή στο παίγνιο όσο και κατά την είσπραξη κερδών, δεν προβλέπεται κανονιστικά η χορήγηση βεβαίωσης κέρδους και παράλληλα δεν ευνοεί την ανωνυμία καθώς η δέουσα επιμέλεια πραγματοποιείται κατά την είσοδο στον χώρο του καζίνο και πριν την διεξαγωγή του παιγνίου. Βάσει των ανωτέρω, το επίπεδο απειλής για τα τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται επίγεια, καθορίζεται ως «Μέσο».
β) Αναφορικά με τα τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται μέσω διαδικτύου η απειλή για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αφορά στη διασύνδεσή τους με τα εγκλήματα της απάτης, διαφθοράς, δωροδοκίας και του οργανωμένου εγκλήματος (π.χ. μέσω της χειραγώγησης αθλητικών γεγονότων και προσφοράς στοιχηματισμού επ’ αυτών) σε συνδυασμό με τον εξ αποστάσεως έλεγχο της εποπτικής αρχής, λόγω εγκατάστασης των παρόχων στην αλλοδαπή. Αφετέρου, η διοργάνωση και διεξαγωγή τυχερών παιγνίων μέσω διαδικτύου, συνδέεται και με την παράνομη διοργάνωση και διεξαγωγή τυχερών παιγνίων μέσω internet cafe ή άλλων χώρων εστίασης (παράνομο επίγειο δίκτυο), μέσω ειδικών κωδικών συμμετοχής στο όνομα μελών της οργάνωσης (όχι ατομικών ανά παίκτη ) και χρήσης συγκεκριμένων μέσων πληρωμής που είτε ευνοούν την ανωνυμία του κατόχου τους, είτε αποτελούν μέρος του παράνομου δικτύου.
Τα ως άνω φαινόμενα, εκφεύγουν του πεδίου αρμοδιότητας της εποπτικής αρχής (Ε.Ε.Ε.Π.) η οποία περιορίζεται στην παροχή συνδρομής στις αρμόδιες διωκτικές και εισαγγελικές αρχές (οικονομική αστυνομία, ηλεκτρονικό έγκλημα, Αρχή, εισαγγελείς, ανακριτές κλπ). Επιπρόσθετα, αναφορικά με το νόμιμο δίκτυο διεξαγωγής τυχερών παιγνίων μέσω διαδικτύου, αυτό ρυθμίζεται με τη με αριθμό 129/2/7.11.14 (Β 3162) απόφαση της Ε.Ε.Ε.Π η οποία εισήγαγε συγκεκριμένες υποχρεώσεις για τους Παρόχους (εκπόνηση και εφαρμογή πολιτικών για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες,λήψη οργανωτικών μέτρων,υποβολή αναφορών στην Αρχή, τήρηση αρχείων κ.α.).
Σημειώνεται ότι η συμμετοχή στα ως άνω παίγνια πραγματοποιείται αποκλειστικά και μόνο μέσω ιδρυμάτων του χρηματοπιστωτικού τομέα και έως σήμερα, δεν έχουν καταγραφεί υποθέσεις νομιμοποίησης εσόδων από τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται μέσω διαδικτύου. Βάσει των ανωτέρω, το επίπεδο απειλής για τα τυχερά παίγνια που διοργανώνονται και διεξάγονται μέσω διαδικτύου χαρακτηρίζεται ως «Μέσο-Χαμηλό».
– Αναφορικά με τους ορκωτούς ελεγκτές οι κίνδυνοι για ξέπλυμα χρήματος εντοπίζονται στα εξής σημεία:
1. Πλημμελής άσκηση των καθηκόντων του ορκωτού ελεγκτή λογιστή (ακούσια ή εκούσια), κατά την οποία εάν ο ελεγκτής δεν επιδεικνύει τη δέουσα επιμέλεια και τον απαιτούμενο επαγγελματικό σκεπτικισμό για τη διερεύνηση ενδείξεων που τυχόν υποκρύπτουν έκνομες ενέργειες.
2. Ενδεχόμενη μη κάλυψη από την εσωτερική οργανωτική δομή των ελεγκτικών εταιρειών, των απαιτήσεων του Διεθνούς Προτύπου Δικλείδων Ποιότητας, σκοπός του οποίου είναι η θέσπιση και διατήρηση ενός συστήματος δικλείδων ποιότητας το οποίο θα παρέχει λελογισμένη διασφάλιση ότι η ελεγκτική εταιρεία και το προσωπικό της συμμορφώνονται με τα επαγγελματικά πρότυπα και τις εφαρμοστέες νομικές και κανονιστικές απαιτήσεις. Το επίπεδο απειλής για τον κλάδο χαρακτηρίζεται «Μέσο».
Τα Capital Controls συνέβαλαν στη μείωση της φοροδιαφυγής
Μετά την εφαρμογή των Capital Controls oι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές προσαρμόστηκαν σε μεγάλο βαθμό στην πραγματοποίηση πληρωμών χωρίς μετρητά, μετά την εφαρμογή των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, όπως προκύπτει από τα κατωτέρω δεδομένα (αφορούν το τέλος του 2017):
• Ο αριθμός τερματικών ΡΟS σε σημεία πώλησης αυξήθηκε σημαντικά κατά 312.459 (87%).
• Οι συναλλαγές με κάρτες πληρωμών αυξήθηκαν κατά 245,2 εκατομμύρια (79%) και οι ηλεκτρονικές μεταφορές πιστώσεων κατά 24%.
• Η αξία συναλλαγών με κάρτες πληρωμών αυξήθηκε κατά Euro7,1 δις (45%).
• Η αξία των τραπεζικών συναλλαγών μέσω διαδικτύου (internetbanking) και κινητής τηλεφωνίας (mobile banking) αυξήθηκε κατά 29% (Euro11,2 δις) και 82% +Euro359 εκατομμύρια) αντίστοιχα.
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, εκτός από τις αρνητικές οικονομικές τους επιπτώσεις, προήγαγαν την χρήση καρτών και ηλεκτρονικών συναλλαγών για τη διενέργεια πληρωμών με αποτέλεσμα τον μετριασμό του κινδύνου ξεπλύματος χρήματος και ειδικότερα εκείνου που προκύπτει από τον κίνδυνο φοροδιαφυγής».
Σε ειδική ενότητα αναφορικά με τον κλάδο των συμβολαιογράφων σημειώνεται ότι κίνδυνος για ξέπλυμα χρήματος αυξάνεται εξαιτίας της μη απαγόρευση της χρήσης μετρητών στις αγοραπωλησίες ακινήτων. Όπως αναφέρεται αποτέλεσμα της χρήσης μετρητών είναι η ύπαρξη αυξημένου κινδύνου φοροδιαφυγής και κατ’ επέκταση νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι για τις περιπτώσεις αγοροπωλησίας ακινήτου ή μίσθωσης ξενοδοχειακών καταλυμάτων ή τουριστικών κατοικιών άνω των 250.000 ευρώ για τις οποίες χορηγείται σε πολίτη τρίτης χώρας άδεια διαμονής το τίμημα καταβάλλεται με δίγραμμη τραπεζική επιταγή ή με άλλη τραπεζική συναλλαγή, τα ειδικότερα στοιχεία της οποίας πρέπει να δηλώνονται υπευθύνως από τους συμβαλλόμενους ενώπιον του συμβολαιογράφου που συντάσσει το συμβόλαιο και τα αναγράφει σε αυτό. Επίσης, η χρήση μετρητών έχει περιοριστεί από το 2015 και μετά λόγω των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.
Παρά τα ανωτέρω, οι συμβολαιογράφοι σε σχετική ερώτηση στο ερωτηματολόγιο δήλωσαν σε ποσοστό 88% ότι στις συναλλαγές στις οποίες εμπλέκονται γίνεται χρήση μετρητών και συνεπώς το ύψος των δραστηριοτήτων του κλάδου σε μετρητά κρίνεται υψηλό.
Τέλος σύμφωνα με την έκθεση σήμερα η παράνομη οικονομική δραστηριότητα εκτιμάται σε λίγο περισσότερο από το 20% του εθνικού εισοδήματος. Παρά τη μείωση που υπήρξε τα τελευταία χρόνια, το ποσοστό αυτό τοποθετεί την Ελλάδα σε υψηλή θέση σε επίπεδο παραοικονομίας μεταξύ των 27 κρατών μελών της ΕΕ, και πάντως σημαντικά υψηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ.