322 ευρώ κάθε μήνα στοίχισε στον κάθε Έλληνα η οικονομική κρίση. Αυτό δείχνει η έρευνα του Οργανισμού Έρευνας και Ανάλυσης «διαΝΕΟσις».
Ωστόσο, το νούμερο αυτό, είναι η μέση απώλεια για το σύνολο του πληθυσμού. Κάτι που σημαίνει ότι για όσους είχαν μικρό εισόδημα, οι απώλειες είναι πολύ μεγαλύτερες ενώ για τα μεγάλα εισοδήματα το κόστος δεν ήταν τόσο δυσβάσταχτο. Μάλιστα, σε απόλυτα μεγέθη, η μέση μηνιαία απώλεια του φτωχότερου 10% υπήρξε διπλάσια της απώλειας του πλουσιότερου 10% (€404 έναντι €205).
Eτσι, δυστυχώς, στο ερώτημα αν οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης ήταν ίδιες για όλους, η απάντηση είναι «όχι» αφού, όπως διαπιστώνει η έρευνα, οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι, ενώ οι πλούσιοι υπέστησαν τις μικρότερες απώλειες.
Επιπλέον, παρά την περί του αντιθέτου γενική πεποίθηση, οι συνταξιούχοι είχαν μικρότερες απώλειες από τους εργαζόμενους. Παρά τις περικοπές των συντάξεων οι συνταξιούχοι συνέχισαν να λαμβάνουν τις συντάξεις τους, μια σταθερότητα και ένα εισόδημα που οι μισθωτοί και κυρίως οι χαμηλόμισθοι ήταν πολύ πιο δύσκολο να βρουν. Με αυτόν τον τρόπο οι συνταξιούχοι, κάποιοι από τους οποίους ήταν μέρος των φτωχότερων το 2009, βελτίωσαν τη σχετική θέση τους.
Αυτό οδηγεί στο εξής φαινόμενο: οι φτωχότεροι προ κρίσης είδαν τα εισοδήματά τους να αυξάνονται ενώ οι «νέοι φτωχοί», δηλαδή αυτοί που δημιουργήθηκαν την περίοδο της κρίσης προέρχονταν κυρίως από άλλες εισοδηματικές κατηγορίες, φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από άλλες έρευνες, ακόμα και σε αντίστοιχες έρευνες εκτός Ελλάδος.
Oπως δείχνει η έρευνα:
- Η κρίση έπληξε περισσότερο τους εργαζόμενους από ό,τι τους συνταξιούχους.
- Αυξήθηκε σημαντικά ο σχετικός κίνδυνος φτώχειας των παιδιών.
- Το φτωχότερο δεκατημόριο του πληθυσμού το 2014 ήταν κατά 56% φτωχότερο από το αντίστοιχο δεκατημόριο το 2009.
- Το πλουσιότερο δεκατημόριο το 2014 ήταν κατά 42% φτωχότερο από το αντίστοιχο δεκατημόριο το 2009.
- Οι απώλειες ήταν μεγαλύτερες για τις οικογένειες με ένα ή δύο παιδιά από ό,τι για τις οικογένειες χωρίς παιδιά, ή με τρία παιδιά και άνω.
Σοβαρές ήταν οι επιπτώσεις στους εργαζόμενους και την αγορά εργασίας. Οι εργαζόμενοι με μεγαλύτερη κατάρτιση «χτυπήθηκαν» περισσότερο. Ενώ και οι μικρότερες ηλικίες ήταν τα κύρια «θύματα» της μάστιγας της ανεργίας.
Αναλυτικότερα:
- Η μείωση της απασχόλησης ήταν μεγαλύτερη για τους άνδρες και για τους κλάδους της οικοδομής (-63%), της βιομηχανίας, του ηλεκτρισμού και της ύδρευσης (-38%).
- Μικρότερη στους τομείς της δημόσιας διοίκησης (-2%) και στον πρωτογενή τομέα (-9%).
- Ο αριθμός εργαζομένων μειώθηκε περισσότερο στις μικρότερες ηλικίες, με τους εργαζόμενους έως 29 ετών να μειώνονται στο μισό. Οι εργαζόμενοι ηλικίας 45-64 μειώθηκαν μόνο κατά 9%.
- Η μείωση της απασχόλησης ήταν αντιστρόφως ανάλογη με το μορφωτικό επίπεδο των εργαζομένων.
- Οι εργαζόμενοι απόφοιτοι δημοτικού, γυμνασίου λυκείου ή κάποιας μεταλυκειακής εκπαίδευσης μειώθηκαν σημαντικά (από 53% έως 20%).
- Οι εργαζόμενοι με μεταπτυχιακό ή διδακτορικό αυξήθηκαν κατά 57%.
Η απασχόληση υποχώρησε περισσότερο στις μικρές επιχειρήσεις με 10 ή λιγότερους εργαζόμενους (-34%) παρά στις μεσαίες (-21%). Η μείωση των εργαζομένων στις μεγάλες επιχειρήσεις, με άνω των 50 εργαζόμενους, ήταν αισθητά μικρότερη (-10%) από όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες επιχειρήσεων.
Μεγάλο ήταν το πλήγμα και στην εξέλιξη των αμοιβών αλλά και την κοινωνική κινητικότητα:
- Η μέση αμοιβή μειώθηκε κατά περισσότερο από ένα πέμπτο (-21,8%) ανά εργαζόμενο.
- Η μέση μείωση αμοιβών ήταν 30% (σε αποπληθωρισμένα μεγέθη).
- Στην Ελλάδα είναι 2,2 φορές πιθανότερο κάποιος που έχει μεγαλώσει σε οικογένεια που τα “βγάζει πέρα δύσκολα” να τα βγάζει πέρα δύσκολα και σήμερα ως ενήλικας. Η σχετική πιθανότητα στην ΕΕ είναι ακόμη μεγαλύτερη (2,8).
Το «αγκάθι» του brain drain που μπορεί να γίνει χιονοστιβάδα
Στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης υπήρξε ένα είδος «νέας μετανάστευσης». Η «διαρροή εγκεφάλων» (brain drain), όπως κάπως εκκεντρικά έχει ονομαστεί, έχει συμβεί μαζικά και έχει επηρεάσει και αυτή το τοπίο στη σημερινή Ελλάδα. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, μεταξύ 2008 και 2016 εκτιμάται ότι μετανάστευσαν 427.000 άτομα και οι ετήσιες ροές εκτινάχθηκαν από 40.000 το 2010 σε 100.000 το 2016.
Όμως το πιο ανησυχητικό σε σχέση με το πρόβλημα αυτής της «νέας μετανάστευσης» είναι τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που έφυγαν από τη χώρα. «Οι τωρινοί μετανάστες είναι κυρίως νέοι, ανύπαντροι, κάτοικοι των πόλεων και υψηλής μόρφωσης. Τα τρία τέταρτα είναι πτυχιούχοι πανεπιστημίων και το ένα τρίτο από αυτούς είναι είτε κάτοχοι μεταπτυχιακού διπλώματος είτε πτυχιούχοι ιατρικής ή πολυτεχνικών σχολών», σημειώνει η έκθεση του ΟΟΣΑ για τη τη μετανάστευση.
Σύμφωνα με τους ερευνητές της διαΝΕΟσις, το κρίσιμο ερώτημα σχετικά με τη «διαρροή εγκεφάλων» είναι η διάρκεια της παραμονής τους στο εξωτερικό. Εάν δεν επιστρέψουν ποτέ ή εάν το κάνουν μόνο ως συνταξιούχοι, η χώρα θα έχει χάσει πολύ περισσότερα από τους διαφυγόντες φόρους ή τη δαπάνη εκπαίδευσής τους. Εάν όμως επιστρέψουν -π.χ. σε 5 ή 10 χρόνια από σήμερα θα είναι κατά τεκμήριο φορείς πολύτιμων γνώσεων και εμπειριών που θα αυξήσουν την παραγωγικότητα όσων θα εργάζονται μαζί τους και θα επιταχύνουν την οικονομική ανάκαμψη.
Όσο για το τι θα μπορούσε να γίνει ώστε να αναστραφεί αυτή η κατάσταση…
Η μελέτη καταλήγει σε κάποιες προτάσεις πολιτικής που η εφαρμογή τους θα μπορούσε να βελτιώσει την υφιστάμενη κατάσταση και αυτές είναι:
- Γενναίος αναπροσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας και τη δημιουργία βιώσιμων θέσεων εργασίας με καλύτερες αμοιβές.
- Αναβάθμιση της στάθμης των δεξιοτήτων των εργαζομένων με βελτίωση της ποιότητας όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης από την προσχολική αγωγή μέχρι τη διά βίου μάθηση και εξασφάλιση ίσης πρόσβασης σε όλους.
Συστηματικότερη στήριξη του εισοδήματος των φτωχών και των ανέργων μέσα από:
• επέκταση των επιδομάτων ανεργίας ώστε να καλύπτουν περισσότερους ανέργους
• βελτίωση του σχεδιασμού του ενιαίου επιδόματος στήριξης τέκνων
• θεσμοθέτηση επιδόματος ενοικίου
• καλύτερη εφαρμογή του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης (ΚΕΑ)
Ανάπτυξη των κοινωνικών υπηρεσιών με:
• γεύματα στα σχολεία για όλους τους μαθητές δημοτικού
• επέκταση της παιδικής φροντίδας σε όλες τις οικογένειες με παιδιά ηλικίας 2-5 ετών.
• αποκατάσταση του προγράμματος “Βοήθεια στο Σπίτι” για την εξυπηρέτηση των ηλικιωμένων
• αποσύνδεση της περίθαλψης από την ασφάλιση