Χθες με την ανακοίνωση της κατάθεσης της τροπολογίας της βουλευτή του Νομού Κεφαλονιάς και Ιθάκης, για το καθεστώς των δασών στα Επτάνησα, ο κόσμος των νησιών μας πήρε μια μεγάλη ανάσα καθώς χιλιάδες στρέμματα «δασικών» εκτάσεων δεινοπαθούν σε αίθουσες δικαστηρίων για χρόνια.
Η δικηγόρος κα Ευτυχία Αναστασιάδη, καταθέτει τις απόψεις και την εμπειρία της για το πρόβλημα με ΑΠΑΙΤΗΣΗ να γίνει δεχτή από τον Υπουργό Περιβάλλοντος η τροπολογία Θεοπεφτάτου και να λυθεί ένα μεγάλο θέμα στα Ιόνια νησιά.
Οι πολίτες που αντιμετωπίζουν πρόβλημα «δασικού» με ιδιοκτησίες τους πρέπει να απευθυνθούν στο γραφείο του Υπουργού Περιβάλλοντος ΑΠΑΙΤΩΝΤΑΣ την κατάθεση και ψήφιση της τροπολογίας.
Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ , ΥΠΟΥΡΓΟς
Μεσογείων 119 – 11526 ΑΘΗΝΑ
Τηλ. Κέντρο: 213-1513000, 213-1515000
Φαξ : 213-1515771
Διαβάστε το εμπεριστατωμένο άρθρο της κας Δικηγόρου Ευτυχίας Αναστασιάδη:
Πληροφορήθηκα την τροπολογία που επιχειρεί η Βουλευτής κα Θεοπεφτάτου περί «Μη προβολής δικαιωμάτων κυριότητας από το Δημόσιο σε δάση και δασικές εκτάσεις κείμενες στα Επτάνησα, για τις οποίες δεν ισχύει το τεκμήριο κυριότητας που θεσπίστηκε από το από 16-11-1836 Β.Δ. περί ιδιωτικών δασών».
Το θέμα αυτό είναι ΤΟ ΠΟΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ, ΤΟ ΠΟΙΟ ΣΟΒΑΡΟ από όλα τα άλλα θέματα που αφορούν το νησί και άπτεται της οικονομικής ζωής του τόπου στο ΣΥΝΟΛΟ της. Επί 30 ολόκληρα χρόνια παρακολουθούμε ειδικά οι Δικηγόροι, που διαχειριζόμαστε το πρόβλημα, εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας να προσπαθούν να απαλλάξουν τις περιουσίες τους από την λαίλαπα του Δημοσίου, που προελαύνει δικαστικά εις βάρος των ιδιοκτησιών προβάλλοντας ΑΝΥΠΑΡΚΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ σε «φερόμενα» δάση και δασικές εκτάσεις των ιδιωτών, αναγκάζοντας όλον αυτόν τον κόσμο να προσφεύγει στα δικαστήρια τα οποία ΕΧΟΥΝ ΕΠΙΛΥΣΕΙ ΤΟ ΘΕΜΑ ΑΠΟ ΕΤΩΝ αναγνωρίζοντας ότι στην Κεφαλονιά ΔΕΝ ΥΦΙΣΤΑΝΤΑΙ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ πλήν ελάχιστων εξαιρέσεων.
Παραθέτω την ποιό πρόσφατη με Aριθμό 6/2018 απόφαση του ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ σε υπό κρίση από 4-12-2012 και με αριθ. εκθ. καταθ. 104/4-12-2012 έφεση του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’ αριθ. 86/2010 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας (ΗΔΗ 10 ΧΡΟΝΙΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΔΙΕΝΕΞΗΣ), προκειμένου να γίνει κατανοητό το νομικό θέμα.
Η υπό κρίση από …..2012 και με αριθ. εκθ. καταθ. 104/4-12-2012 έφεση του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’ αριθ. 86/2010 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας.
Η αιτούσα και ήδη εφεσίβλητη, με την από ………… αίτησή της προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας, ζήτησε να διορθωθούν οι αρχικές εγγραφές στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Αργοστολίου, των περιγραφόμενων λεπτομερώς στην αίτηση ακινήτων, ήτοι: α) ενός αγροτεμαχίου εμβαδού 3.702,12 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση …………. του Δ.Δ. Διλινάτων του Δήμου Αργοστολίου Νομού Κεφαλληνίας, που αποτελεί τμήμα του με ΚΑΕΚ … ακινήτου, το οποίο φέρεται ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», κλπ ακίνητα, των οποίων η αιτούσα είναι αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος ισχυριζόμενη ότι τα ανωτέρω ακίνητα έχουν περιέλθει στην κυριότητά της με πρωτότυπο τρόπο κτήσης και συγκεκριμένα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού τα νέμεται ασκώντας επ’ αυτών τις αναφερόμενες στην αίτηση προσιδιάζουσες πράξεις νομής κατόπιν άτυπης δωρεάς εκ μέρους του πατέρα της, που έλαβε χώρα το έτος 1980, ήτοι για χρονικό διάστημα πλέον της εικοσαετίας, διότι κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης από παραδρομή αυτά εμφαίνονται στα οικεία κτηματολογικά βιβλία ως “αγνώστου ιδιοκτήτη”, γεγονός που καθιστά ανακριβή τη σχετική κτηματολογική εγγραφή στα αντίστοιχα για τα ακίνητα αυτά κτηματολογικά φύλλα του οικείου κτηματολογικού βιβλίου.
Στη δίκη ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που διεξήχθη κατά την εκουσία δικαιοδοσία, το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, άσκησε την από 29-10-2009 κύρια παρέμβασή του, με την οποία, ισχυριζόμενο ότι το ανωτέρω αναφερόμενο με στοιχείο β ακίνητο, που αποτελείται από τα γεωτεμάχια με ΚΑΕΚ …, εμβαδού 9.086,91 τ.μ., …, εμβαδού 4.491,28 τ.μ. και …, εμβαδού …… τ.μ., αποτελεί δασική έκταση και ότι κατά το χρόνο της ένωσης των Επτανήσων με την Ελλάδα (1864) υπήρξε εξ υπαρχής αδέσποτο ως μην ανήκον στην κυριότητα κανενός και επομένως περιήλθε στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου σύμφωνα με το άρθρο 972 του ΑΚ, ζήτησε να απορριφθεί η αίτηση της αιτούσας και να διορθωθούν οι προαναφερθείσες πρώτες εγγραφές των ανωτέρω επιμέρους επιδίκων γεωτεμαχίων που απαρτίζουν το υπό στοιχείο β’ ακίνητο, ως αγνώστου ιδιοκτήτη, ώστε να αναγραφεί το Ελληνικό Δημόσιο ως κύριος των γεωτεμαχίων αυτών.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συνεκδίκασε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, την αίτηση και την κύρια παρέμβαση, δέχθηκε εν μέρει την αίτηση, απορρίπτοντας αυτήν ως μη νόμιμη ως προς το με ΚΑΕΚ … επιμέρους γεωτεμάχιο που περιλαμβάνεται στο ανωτέρω αναφερόμενο με στοιχείο β μείζων ακίνητο με την αιτιολογία ότι ως προς αυτό απαραδέκτως σωρεύεται η αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 η οποία δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την κύρια παρέμβαση ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε έφεση το κυρίως παρεμβαίνον, με την οποία ζητεί για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη προκειμένου να απορριφθεί η αίτηση και να γίνει δεκτή η κύρια παρέμβαση. Ως προς το με ΚΑΕΚ … επιμέρους γεωτεμάχιο που περιλαμβάνεται στο ανωτέρω αναφερόμενο με στοιχείο β μείζων ακίνητο, για το οποίο η ένδικη αίτηση έχει απορριφθεί, η έφεση που άσκησε το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο είναι απαράδεκτη, λόγω ελλείψεως για την άσκηση αυτής ως προς το ανωτέρω ακίνητο εννόμου συμφέροντός του.
Από τα άρθρα 1 παρ. 1α και 3, 6 παρ. 1-3, και 7, 9, 13, 15 του ν. 2664/1998, όπως ισχύουν μετά τους ν. 3127/2003, 3481/2006, 3559/2007 και Ν. 3983/2011, προκύπτει ότι όταν πρόκειται για ακίνητο το οποίο στα κτηματολογικά βιβλία και συγκεκριμένα στις πρώτες εγγραφές φέρεται ως “αγνώστου ιδιοκτήτη”, ο ισχυριζόμενος ότι είναι κύριος του ακινήτου αυτού ή δικαιούχος οποιουδήποτε άλλου εγγραπτέου στο Κτηματολόγιο δικαιώματος επί του ακινήτου, και επιπλέον, κατ αναλογική εφαρμογή της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου (6 του ν. 2664/1998), και όποιος έχει έννομο συμφέρον (π.χ. δανειστής του πραγματικού κυρίου), μπορεί, προκειμένου να διορθώσει την ανακριβή αυτή εγγραφή, να υποβάλει αίτηση ενώπιον του Κτηματολογικού Δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου, δικάζοντος κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, με την οποία θα ζητεί τη διόρθωση του οικείου κτηματολογικού φύλλου, ώστε αντί “άγνωστος” να αναγράφεται ο πραγματικός κύριος.
Σύμφωνα δε με την παράγραφο 3 του άρθρου 6 του ίδιου νόμου, η ρυθμιστέα έννομη σχέση που επιτρέπει ο νομοθέτης να εξεταστεί κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας είναι η ορθότητα ή μη της πρώτης εγγραφής στις σχετικές κτηματολογικές εγγραφές οι οποίες αφορούν εγγραφή που έχει καταχωρηθεί σε “άγνωστο ιδιοκτήτη” και εξετάζεται υπό την προϋπόθεση ότι ο αιτών έχει εγγραπτέο στο κτηματολόγιο δικαίωμα, το οποίο ελέγχεται παρεμπιπτόντως, αφού αποτελεί προϋπόθεση για τη ζητούμενη διόρθωση, χωρίς όμως το ζήτημα αυτό, δηλαδή η ύπαρξη ή μη του εν λόγω δικαιώματος, να καλύπτεται από την απόφαση που εκδίδεται επί της εν λόγω αίτησης με ισχύ δεδικασμένου. Τα αυτά ισχύουν και για την κύρια παρέμβαση και, συνεπώς, όποιος έχει έννομο συμφέρον για την άσκηση παρέμβασης οφείλει αφενός μεν να εκθέτει ότι έχει εγγραπτέο στο κτηματολόγιο δικαίωμα και αφετέρου να ζητεί την εγγραφή αυτού του δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία. Σύμφωνα με τα παραπάνω, δηλαδή, αντικείμενο της δίκης αυτής είναι η διαπίστωση της ύπαρξης εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος και η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, σύμφωνα με αυτή την διαπίστωση, χωρίς τη διάγνωση κανενός αμφισβητουμένου δικαιώματος, αφού η εγγραφή “αγνώστου ιδιοκτήτη” δεν ενέχει τέτοια αμφισβήτηση αλλά ακριβώς την έλλειψη διαπίστωσης του υπάρχοντος δικαιώματος.
Συνέπεια των προαναφερθέντων είναι: α) το ότι ο νόμος δεν προβλέπει την απεύθυνση της αίτησης εναντίον οποιουδήποτε, όπως του Ελληνικού Δημοσίου, του Ο.Κ.Χ.Ε. ή του Προϊσταμένου του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου ή άλλου, εάν δε τυχόν η αίτηση απευθυνθεί εναντίον τρίτου, δεν καθίσταται ο τελευταίος διάδικος από το γεγονός και μόνο τούτο, και β) το ότι δεν απαιτείται να ζητηθεί με την εν λόγω αίτηση η αναγνώριση δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή πρώτη εγγραφή στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, ούτε να περιληφθεί αντίστοιχη διάταξη στην απόφαση που θα εκδοθεί, καθώς αντικείμενο της δίκης που ανοίγεται δεν είναι η αυθεντική διάγνωση δικαιώματος που αμφισβητείται, ανεξαρτήτως του ότι ελέγχεται ως προϋπόθεση η ύπαρξη συγκεκριμένου δικαιώματος για την ζητούμενη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής, χωρίς όμως να καλύπτεται με ισχύ δεδικασμένου. Γι΄ αυτό άλλωστε η διάταξη του άρθρου 6 παρ.3 του ν. 2664/1998, όπως αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του ν. 3481/2006, αναφέρεται μόνο στη διόρθωση της πρώτης εγγραφής και όχι και στην αναγνώριση του δικαιώματος που προσβάλλεται με την εγγραφή αυτή όπως προβλέπει η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998 στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. (ΑΠ 74/2015, ΑΠ 1364/2014, ΑΠ 1500/2013, ΑΠ 632/2013, ΑΠ 414/2013, ΑΠ 309/2012, ΕΦ ΑΘ 798/2012, Νόμος, ΕΦ ΑΘ 1374/2012 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕΦ ΑΘ 731/2011 ΕλΔνη 2012.232, ΕΦ ΑΘ 813/2010 ΕΦΑΔ 2011.64, ΕΦ ΑΘ 4959/2010 ΕλΔνη 2011.576, ΕΦ ΑΘ 1543/2010 ΕΔΠΟΛ 2011.41, ΕΦ ΠΕΙΡ 199/2014 Νόμος).
Κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη εμπραγμάτου δικαιώματος, που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές, είναι αυτός της έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή όπως καθορίσθηκε με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ εάν δε ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης είναι η χρησικτησία, τότε η επικαλούμενη χρησιδεσπόζουσα νομή θα πρέπει να έχει συμπληρωθεί πριν την έναρξη ισχύος του Εθνικού Κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή (Δ. Παπαστερίου ο.π. σελ. 762, Γ. Διαμαντόπουλος – Κων. Εμμανουηλίδου Ζητήματα Κτηματολογικού Δικονομικού Δικαίου εκδ. 2014 σελ. 10, ΕΦ ΑΘ 618/2015, ΕφΛαρ 179/2012, ΕΦ ΘΡΑΚ 96/2015 Νόμος).
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των ορισμών του από 13/29 Δεκεμβρίου 1817 «Συντάγματος του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων» (Κεφ. Α άρθρο 2 Κεφ. Δ Τμήμα α΄ άρθρο 1,2,4 και 6 και Τμήμα β’ άρθρο 6) την από 6 Ιουνίου και 7 Ιουνίου 1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, της από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, του ν. ΡΝ/1866 «περί εισαγωγής εν Επτανήσω της εν τω λοιπώ Βασιλείω ισχυούσης νομοθεσίας» (άρθρο 10.11.13 και 14) του ν. ΣΟΕ/1868 και του ΝΑΦΙ/1887, συνάγεται ότι επί των στην Επτάνησο δασών το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει δικαιώματα κυριότητας, αφού κατά την ένωση αυτής με την Ελλάδα, ουδέν έλαβε, ούτε σαν διάδοχο του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων, το οποίο δεν είχε δημόσια κτήματα και μάλιστα δάση στην ιδιοκτησία του, ούτε στη συνέχεια από την επιχώρια (ή εγχώρια ή κοινή) καθεμιάς Νήσου περιουσία δεδομένου ότι αυτή διανεμήθηκε μεταξύ των δήμων καθεμιάς Νήσου. Πράγματι δε, περί της, διανομής των εγχωρίων περιουσιών του ν. ΡΝ/1866 μερίμνησαν ακολούθως ο ν. ΥΙΓ/1871 για την Ζάκυνθο, ο ν. ΨΙ/1878 για την Κεφαλληνία, ο ν. ΨΞΣΤ/1879 για την Λευκάδα, ο ν. ΑΦΙ/1887 για την Κέρκυρα (η διαχείριση της εγχωρίου περιουσίας της οποίας είχε ρυθμισθεί ειδικότερα με το ν. ΣΟΕ71868 «περί της διαχειριστικής επιτροπής της κοινής της νήσου Κερκύρας περιουσίας»), και ο ν. 2355/1920 για τα Κύθηρα.
Συνεπώς, επί των στην Επτάνησο Δασών, δεν μπορεί να έχει εφαρμογή του υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας, που θεσπίστηκε από το β.δ. της 16-11-1836 «περί ιδιωτικών δασών», με το άρθρο 1 σε συνδυασμό προς τα άρθρα 2 και 3 του οποίου αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των αποτελουσών δάση εκτάσεων, από την έναρξη της ισχύος του, με εξαίρεση τα δάση, τα οποία προ της ενάρξεως του απελευθερωτικού αγώνα ανήκουν σε ιδιώτες βάση εγγράφου αποδείξεως της Τουρκικής Αρχής, ή σε ιδιωτικά χωριά, των οποίων οι τίτλοι ιδιοκτησίας θα αναγνωρίζονταν από την επί των Οικονομικών Γραμματεία, στην οποία έπρεπε να υποβληθούν εντός του έτους από τη δημοσίευση του β.δ. αυτού. Τούτο άλλωστε καθιερώθηκε νομοθετικώς με το άρθρο 62 παρ.1 εδαφ. β’ του Ν. 998/1979 «Περί προστασίας των δασών ….», στο οποίο ορίζεται ότι: «Κατ’ εξαίρεσιν η διάταξις της παρ. 1 εδαφ. α’ του ίδιου άρθρου (καθιερούσα τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου επί των δασών και των εν γένει δασικών εκτάσεων) δεν ισχύει εις τας περιφερείας των Πρωτοδικείων των Ιονίων νήσων…».
Συνεπώς, προκειμένου περί δασών στην Επτάνησο μόνη η υπό του Δημοσίου επίκληση και σε περίπτωση αμφισβήτησης, απόδειξη της δασικής μορφής της διεκδικούμενης έκτασης, δεν αρκεί προς θεμελίωση δικαιώματος κυριότητας επ’ αυτής, αλλά απαιτείται προς παραδοχή τέτοιας κυριότητας του Δημοσίου η επίκληση και σε περίπτωση αμφισβήτησης, απόδειξη της κτήσεως κατά ένα από τους προβλεπόμενους από τον Ιόνιο Αστικό Κώδικα, ή από τις 23-2-1946, του Αστικού Κώδικα, ή ενδεχομένως κάποιου ειδικού νόμου, τρόπου κτήσεως κυριότητας (ΑΠ 984/2017, ΑΠ 2243/2012, Δημοσίευση στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 340/1985 ΝοΒ 34,76, ΕΦ ΠΑΤΡ 11/2008 ΑΧΑΝΟΜ 2009.278, ΕΦΠΑΤΡ 42/2005 ΑΧΑΝΟΜ 2006.156, ΕΦ ΠΑΤΡ 766/2004 ΑΧΑΝΟΜ 2005,162, ΕΦ ΠΑΤΡ 1037/2002 ΑΧΑΝΟΜ 2003.121, ΕΦ ΠΑΤΡ 1005/2001 ΑΧΑΝΟΜ 2002.55, ΕΦ ΠΑΤΡ 98/2001 ΑΧΑΝΟΜ 2002.23, ΕΦΚΕΡΚ 3/2001 ΙΟΝΕΠΙΘΔ.2001,80, ΕΦΚΕΡΚ 22/1985 ΕλΔνη 26.902).
Περαιτέρω κατά τα άρθρα 2, 13, 14 και 16 του περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων του νόμου της 21.6.1837, που ίσχυε στα Ιόνια Νησιά μετά την έκδοση του ν. ΡΝ/1866, με το άρθρο 2 του οποίου καταργήθηκαν τα έχοντα το ίδιο αντικείμενο άρθρα 402-409 του Ιόνιου Πολιτικού Κώδικα, δημόσια κτήματα είναι όσα ανήκουν στην Επικράτεια, όλα τα από ιδιώτες ή Κοινότητες μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα και τα κτήματα των αποθανόντων ακλήρων ή εγκαταλελειμμένα από τους κληρονόμους κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμένες απαιτήσεις και συνεπώς και τα αδέσποτα δάση και εν γένει δασικές εκτάσεις ανήκουν στο Δημόσιο (σχετ. ΑΠ 1478/2000 ΕλΔνη 2001.675).
Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι τα κατά την εισαγωγή του νόμου αυτού υπάρχοντα αδέσποτα περιήλθαν ex lege στο Δημόσιο, στο οποίο περιέρχονται και τα εκάστοτε καθιστάμενα αδέσποτα ακίνητα (εγκαταλελειμμένα από τους ιδιοκτήτες) καθώς και εκείνα των αποβιωσάντων χωρίς διαθήκη και κληρονόμους.
[ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΗ που αφορά ειδικά την Κεφαλονιά:]
Έπεται ότι τα αδέσποτα ακίνητα πρέπει να διακρίνονται από τα εγκαταλελειμμένα, τα οποία εξακολουθούν να ανήκουν στην κυριότητα κάποιου προσώπου αλλά ο κύριος αυτών εγκατέλειψε τη νομή ή κατοχή τους (δεδομένου ότι η κυριότητα ως απεριόριστο δικαίωμα περιλαμβάνει ακόμα και την ευχέρεια του κυρίου να μην κάνει καμία χρήση του ακινήτου) και είτε ουδείς τα κατέχει είτε κάποιος τρίτος τα κατέλαβε και τα κατέχει, χωρίς όμως ο κύριος να ασκήσει αγωγή κατά του κατόχου αυτού καθώς αυτά είναι δυνατόν να επανέλθουν στην ενεργό κυριότητα των εγκαίρως εμφανιζομένων ιδιοκτητών, είτε περιέρχονται στην κυριότητα των αληθώς και νομίμως χρησιδεσποσάντων αυτά, είτε τέλος καταλαμβάνονται από το δημόσιο προς δεκαετή διαχείριση, κατά τους όρους του σχετικού άρθρου 334 του α.ν. 1539/1938.
Με το άρθρο 49 του ΕΙΣΝΑΚ ο εν λόγω νόμος «περί διακρίσεως κτημάτων» καταργήθηκε, αντ’ αυτού δε ισχύει η αποδίδουσα όμοιο δίκαιο διάταξη του άρθρου 972 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι τα αδέσποτα ακίνητα καθώς και οι περιουσίες όσων πεθαίνουν χωρίς κληρονόμους ανήκουν στο Δημόσιο. Τέλος κατά το σύστημα του προαναφερόμενου νόμου «περί διακρίσεως κτημάτων» καθώς και εκείνο του Αστικού Κώδικα, τα αδέσποτα ακίνητα διακρίνονται:
α) σε εκείνα τα οποία δεν υπήρξαν ποτέ στην κυριότητα κανενός, δηλ. τα εξ’ αρχής αδέσποτα και
β) σε εκείνα τα οποία έγιναν μεταγενέστερα αδέσποτα με εγκατάλειψη του προηγουμένου κυρίου, οπότε, για το νομότυπο της εγκατάλειψης αυτής απαιτείται μονομερής δήλωση του κυρίου με συμβολαιογραφικό έγγραφο ότι παραιτείται από την κυριότητα επί ορισμένου ακινήτου και μεταγραφή αυτής, δοθέντος ότι υπόκειται δικαιοπραξία που περιέχει κατάργηση της κυριότητας. Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 966-968, 972, 1033, 1134, 1169, 1192 εδ. α και 1319 Α.Κ. συνάγεται ότι απώλεια της κυριότητας ακινήτου επέρχεται και με παραίτηση (εγκατάλειψη) προς το σκοπό να καταστεί αυτό αδέσποτο ή κοινόχρηστο ή και με αναγνώριση της ιδιότητας του ακινήτου ως αδέσποτου ή κοινοχρήστου, για την παραίτηση δε αυτή, όπως και για την παραίτηση από κάθε άλλο εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου, απαιτείται μονομερής δήλωση του κυρίου με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή της δικαιοπραξίας, που περιέχει κατάργηση του εμπράγματου δικαιώματος της κυριότητας. Από και με τη μεταγραφή της σχετικής συμβολαιογραφικής πράξης αφενός απόλλυται η κυριότητα του μέχρι τούδε κυρίου και αφετέρου καθίσταται κύριος του πράγματος το Δημόσιο (ΑΠ 1335/2010 Νόμος, ΕΦΠΑΤΡ 42/2005 ο.π, ΕΦΚΕΡΚ 3/2001 ο.π).
…. Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 593, 2092 και 2063 του Ιονίου Αστικού Κώδικα, που εφαρμόζονται σύμφωνα με τα άρθρα 64 και 65 του ΕισΝΑΚ στην έκτακτη χρησικτησία, όταν αυτή συμπληρώνεται πριν την εισαγωγή του ΑΚ ή μετά την εισαγωγή του ΑΚ, πριν όμως συμπληρωθεί εικοσαετία, προς κτήση κυριότητας ακινήτου με παραγραφή (έκτακτη χρησικτησία), απαιτείται διακατοχή συνεχής, αδιάκοπος, ειρηνική, δημοσία, αναμφίβολος και επί λόγω κυριότητας για μια τριακονταετία. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1095 του Ιονίου Α.Κ, ο αποκτών με καλή πίστη και «δικαίω λόγω» ακίνητο, παραγράφει την κυριότητα αυτού διά της παρελεύσεως δεκαετίας, αν ο αληθής κύριος κατοικεί στη νήσο ή τα εξαρτήματα αυτής, όπου κείται το ακίνητο, διά παρελεύσεως δε είκοσι ετών αν κατοικεί εκτός της ως άνω νήσου ή των εξαρτημάτων αυτής.
Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι προς κτήση της κυριότητας ακινήτου στα νησιά του Ιονίου δια τριακονταετούς παραγραφής, αφενός μεν η καλή πίστη του διακατέχοντος είναι αδιάφορη, διότι διαφορετικά θα περιλαμβάνονταν και στο άρθρο 2063 του Ιονίου ΑΚ οι όροι καλή πίστη, οι οποίοι περιέχονται στο άρθρο 2095 αυτού, αφετέρου δε απαιτείται διακατοχή συνεχής και αδιάκοπος, ειρηνική, ήτοι ήσυχη και απαλλαγμένη βίας, δημόσια, ήτοι φανερώς ασκούμενη έναντι εκείνων, οι οποίοι έχουν συμφέρον να γνωρίζουν (για να αντιλέξουν) την ενέργεια των πράξεων διακατοχής, αναμφίβολος, ήτοι ασκούμενη όχι με πράξεις, που επιδέχονται διπλή ερμηνεία ως προς το χαρακτήρα τους και επί λόγω κυριότητας, ήτοι ασκούμενη με διάνοια κυρίου (ΑΠ 390/2012, ΑΠ 567/2012 Νόμος).
Τα στοιχεία αυτά, προκειμένου για κτήση κυριότητας σε ακίνητο υπό την ισχύ του Ιονίου ΑΚ με παραγραφή (έκτακτη χρησικτησία) πρέπει να αναφέρονται, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, στην αγωγή, διαφορετικά αυτή είναι αόριστη (ΑΠ 384/2010, ΑΠ 1346/2010 Νόμος, ΕΦ ΠΑΤΡ 11/2008 ΑΧΑΝΟΜ 2009.278). Στην κρινόμενη υπόθεση κατά τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, προβάλλει με τις προτάσεις του νέους συμπληρωματικούς πραγματικούς ισχυρισμούς, ως προς την κτήση κυριότητάς του επί των επιδίκων επιμέρους γεωτεμαχίων, επικαλούμενο ότι απέκτησε αυτή με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, καθόσον νεμόταν αυτό διανοία κυρίου με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο συνεχώς από την προσάρτηση των Ιονίων νήσων (1864) και εντεύθεν μέχρι την έναρξη του κτηματολογίου. Η αναφορά αυτή στις προτάσεις ως νέος συμπληρωματικός πραγματικός ισχυρισμός προς θεραπεία της νομικής αοριστίας των πρωτοδίκως υποβληθέντων ισχυρισμών του δεν λαμβάνεται υπόψη λόγο) της αοριστίας του, κατά τον πιο πάνω ισχυρισμό του περί κτήσης κυριότητας με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας και για το χρονικό διάστημα από το έτος 1864 έως τις 23-2-1946 και από την εισαγωγή του αστικού κώδικα και εφεξής, διότι δεν εκτίθεται σ’ αυτή σαφώς ότι συντρέχει το αναγκαίο για την εφαρμογή των άρθρων 1095 του Ιονίου Α.Κ και 1041 του Α.Κ στοιχείο της ύπαρξης συγκεκριμένου νόμιμου τίτλου για τη θεμελίωσή της. ….. Εξάλλου, η ως άνω αναφορά ως προς τον πιο πάνω ισχυρισμό περί έκτακτης χρησικτησίας και για το χρονικό διάστημα από το έτος 1864 έως τις 23-2-1946, ομοίως δεν λαμβάνεται υπόψη λόγω της αοριστίας της, διότι δεν εκτίθενται σαφώς ότι συντρέχουν τα αναγκαία για την εφαρμογή του άρθρου 2063 του Ιονίου ΑΚ στοιχεία, αφού δεν μνημονεύονται τα ως άνω στοιχεία και ειδικώς η ειρηνική, δημόσια και αναμφίβολος διακατοχή, υπό την προεκτεθείσα έννοια κάθε όρου. Βέβαια, γίνεται μνεία για διακατοχή με καλή πίστη, η οποία όμως, εν προκειμένω, είναι αδιάφορος, όπως προαναφέρθηκε και σε κάθε περίπτωση δεν καλύπτει τα ελλείποντα ως άνω στοιχεία. Όσον αφορά όμως την επικαλούμενη κτήση κυριότητάς του με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας κατά το χρονικό διάστημα από την εισαγωγή του αστικού κώδικα και εφεξής (από 23.2.1946) οι εν λόγω νέοι συμπληρωματικοί ισχυρισμοί του ισχυρισμού του, προβαλλόμενοι παραδεκτά, θα εξετασθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
………………. Από πλευράς του το Ελληνικό Δημόσιο, επικαλείται ότι τα επιμέρους αγροτεμάχια του μείζονος ως άνω ακινήτου με ΚΑΕΚ … και με ΚΑΕΚ … που φέρονται ως αγνώστου ιδιοκτήτη, στα προσωρινά κτηματολογικά διαγράμματα της Β΄ ανάρτησης για τον ΟΤΑ Διλινάτων, εμφανίζονται ως:
α) το μεν πρώτο ως (ΑΑ) άλλης μορφής έκταση μη δασική και (ΑΔ)-(ΔΔ) σε τμήμα (δηλαδή άλλης μορφής χρήσης έκταση στις Α/Φ παλαιότερης λήψης και αυτοψίες και δάση και δασικές εκτάσεις στις Α/Φ πρόσφατης λήψης και αυτοψίες καθώς και δάση και δασικές εκτάσεις στο παρελθόν και σήμερα),
β) το δε δεύτερο ως (ΑΑ) και (ΑΔ) σε τμήμα (δηλαδή άλλης μορφής χρήση έκταση μη δασική έκταση και σε τμήμα του άλλης μορφής χρήσης έκταση στις Α/Φ παλαιότερης λήψης και δάση και δασικές εκτάσεις στις Α/Φ πρόσφατης λήψης και αυτοψίες).
Ισχυρίζεται επίσης, ότι αμφότερα τα ανωτέρω ακίνητα εμπεριέχονται, σύμφωνα με το υπ’ αριθ. πρωτ. …/21-10-2009 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Κεφαλληνίας προς την Κτηματική Υπηρεσία Κεφαλληνίας και το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, στην ένσταση που έχει υποβάλει, σύμφωνα με το Ν. 2308/95 για τις δασικές και χορτολιβαδικές εκτάσεις, που δεν έχουν αναγνωρισθεί αναμφισβήτητα ως ιδιωτικές με έναν από τους νόμιμους τρόπους και θεωρούνται δημόσιες, σύμφωνα με τα στοιχεία των προσωρινών δασικών χαρτών της μελέτης Μ1-18, που παραδόθηκαν για έλεγχο από την Κτηματολόγιο Α.Ε. και ελέγχθηκαν από την παραπάνω υπηρεσία της Δ/νσης δασών Ν. Κεφαλληνίας, χωρίς να έχουν θεωρηθεί από το Γ.Γ. Περιφέρειας Ιονίων Νησιών, κυρωθεί και αναρτηθεί σύμφωνα με το Ν. 2664/98 μέχρι και σήμερα. Ωστόσο, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 27 του Ν. 2664/1998, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με την παρ. 1 άρθρου 26 Ν. 3889/2010 (ΦΕΚ Α 182/14.30.2010) μόνο από την ανάρτηση και την κύρωση των δασικών χαρτών, αυτοί έχουν πλήρη αποδεικτική ισχύ για τη δικαστική αρχή για το χαρακτήρα μιας έκτασης ως δασικής και κατά την εφαρμοζόμενη μετά την κατάργησή της, διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 17 του Ν. 3889/2010 από την ημερομηνία δημοσίευσής τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Εξάλλου αναφορικά με την γεωργική καλλιέργεια στο ακίνητο, καταθέτει ο εξετασθείς στο ακροατήριο μάρτυρας της αιτούσας, ο οποίος ανέφερε ότι στην έκταση του μείζονος ακινήτου στο οποίο περιλαμβάνονται και τα επίδικα αγροτεμάχια, χωρίς να προσδιορίσει ειδικότερα, υπάρχουν διάσπαρτες 3-4 ελιές και πουρνάρια, ότι η περιοχή είναι κτηνοτροφική και αμφισβήτησε τον χαρακτήρα του ως δασικής εκτάσεως καταθέτοντας «ότι είναι και δεν είναι δασική η βλάστηση».
Επομένως, το κυρίως παρεμβαίνον, ως προς το οποίο η δασική μορφή ακινήτου δεν αποτελεί απόδειξη ή τεκμήριο για τη θεμελίωση δικαιώματος κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, αφού, στα δάση των Ιονίων Νήσων δεν ευρίσκει έδαφος εφαρμογής το τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, που θεσπίσθηκε με το β.δ της 16.11.1836 «περί ιδιωτικών δασών», ουδέποτε διαχειρίστηκε τα επίδικα αγροτεμάχια, ως δασική έκταση, από το έτος 1960 και εφεξής, ώστε να καταστεί κύριο με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι το Ελληνικό Δημόσιο νεμήθηκε τα επίδικα διάνοια κυρίου. Περαιτέρω το Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίσθηκε ότι από το χρόνο της ένωσης της Επτανήσου με την Ελλάδα (1864) τα επίδικα ακίνητα-γεωτεμάχια υπήρξαν εξ υπαρχής αδέσποτα ως μη ανήκοντα στην κυριότητα κανενός και επομένως περιήλθαν στην κυριότητα του ιδίου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16 του ν. της 21.6/10.7.1837 «περί διακρίσεως κτημάτων» και 972 ΑΚ, ως κτήματα μη δεσποζόμενα από τρίτον ιδιώτη ή κτήματα ακλήρων αποθανόντων ή ως εγκαταλελειμμένα από τυχόν κληρονόμους κτήματα, επί των οποίων δεν υπήρξαν κατά τον κρίσιμο χρόνο αποδεδειγμένες απαιτήσεις τρίτων, και έτσι δεν ήταν αναγκαία η κατάληψή τους, προκειμένου να περιέλθουν στην κυριότητά του.
Σε κάθε όμως περίπτωση, και αν δηλαδή ήθελε γίνει δεκτό ότι τα επίδικα τμήματα σήμερα αποτελούν δασική έκταση λόγω της βλαστήσεως σε αυτά αγρίων ξυλωδών φυτών, δεν απέδειξε τούτο (Δημόσιο) με την προσαγωγή οποιουδήποτε αποδεικτικού μέσου ότι τα ανώτερα εδαφικά τμήματα κατά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα σε ουδενός την κυριότητα ανήκαν ως εξ υπαρχής αδέσποτα.
Παρά την νομολογία που πιστά ακολουθεί την ίδια γραμμή σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, το Δημόσιο ακολουθεί ΤΗΝ ΓΡΑΜΜΗ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ αδιαφορώντας για την νομολογία και προσπαθώντας να αποδείξει ότι του ανήκουν ακίνητα ΑΔΕΣΠΟΤΑ ! προκειμένου να παρακάμψει την πάγια νομολογία. Ανεξάρτητα του ότι ΔΕΝ επιτυγχάνει ΠΟΤΕ την ανατροπή της νομολογίας , εν τούτοις ο πολίτης ΤΙΜΩΡΕΙΤΑΙ και μαζί του και το νησί ολόκληρο αφού
-ΟΔΗΓΕΊΤΑΙ στα Δικαστήρια τουλάχιστον επί 3ετία-5ετία με μεγάλη οικονομική επιβάρυνση
-ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ σημαντικότατα ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΩΝ ΕΥΡΩ που δεν «πέφτουν» στην πραγματική οικονομία του τόπου και δεν δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας
-ΑΠΩΘΕΙ ΝΕΟΥΣ ΕΠΕΝΔΥΤΕΣ, διότι ήδη έχει δημιουργηθεί αρνητικό κλίμα αφού πάμπολλοι έχουν αποκαρδιωθεί και μετέφεραν αλλού τα χρήματά τους
-ΚΑΘΗΛΩΝΕΙ όλο το νησί σε οπισθοδρόμηση και μη ανταγωνιστικότητα έναντι των άλλων προορισμών.
Πλέον τούτων το θέμα αυτό ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΠΡΩΤΟ ΣΤΗΝ ΑΝΤΖΕΝΤΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ ΑΠΟ ΕΤΩΝ ΚΑΙ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΝΑ ΠΙΕΖΟΥΝ ΤΗΝ ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΑ, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΜΕ ΦΟΡΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΘΕ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΝΑ ΤΟ ΛΥΣΕΙ.
ΕΛΠΙΖΩ Ο ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ, ΟΙ ΦΟΡΕΙΣ, ΟΙ ΕΝΩΣΕΙΣ ΞΕΝΟΔΟΧΩΝ και λοιπών καταλυμάτων και ΟΛΟΙ ανεξαιρέτως, να αντιληφθούν ότι χωρίς την επίλυση αυτού του θέματος που είναι η ΒΑΣΗ για όλη την εξέλιξη του νησιού ΑΠΌ ΆΚΡΗ ΣΕ ΆΚΡΗ θα είναι πολύ δύσκολο να δρομολογηθούν διαφορετικές και σημαντικές εξελίξεις στην οικονομική ζωή του τόπου.
ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ
—–
Η τροπολογία : 2019-06-04 Θεοπεφτάτου -Δικαιώματα κυριότητας σε δασικές εκτάσεις Επτανήσων