Η πρόβλεψη της πορείας του ΑΕΠ στην Ελλάδα – αναφέρει μελέτη της Eurobank– είναι αδύνατη λόγω της έλλειψης ορατότητας σε τρεις κρίσιμους παράγοντες: (α) τη διάρκεια των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης, (β) τη φύση και το μέγεθος των μέτρων δημοσιονομικής και νομισματικής στήριξης και (γ) τις πιο μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη συμπεριφορά των καταναλωτών και των επενδυτών μετά την κρίση.
Αυτό που μπορεί να εκτιμηθεί – σύμφωνα με την μελέτη – είναι η ευαισθησία της μακροοικονομίας σε διαφορετικές συνθήκες. Συνολικά, η Ελλάδα αναμένεται να είναι πιο ευάλωτη από τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ στην διαταραχή ζήτησης και προσφοράς που συνιστά η κρίση του Covid19 λόγω ορισμένων διαρθρωτικών παραμέτρων, συμπεριλαμβανομένης της μεγαλύτερης έκθεσης του ΑΕΠ στον τουρισμό και τις μεταφορές, το μεγαλύτερο μερίδιο πολύ μικρών επιχειρήσεων και αυτο-απασχολούμενων στο εργατικό δυναμικό και τη χαμηλότερη διείσδυση των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών, αν και τις τελευταίες βδομάδες έγιναν άλματα. Τα κανάλια μετάδοσης περιλαμβάνουν επίσης πιθανές διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού της μεταποίησης, σοκ στην εμπιστοσύνη των καταναλωτών και των επενδυτών, και ύφεση στους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους της χώρας.
Δυο σενάρια
Δύο σενάρια βαθμονομούνται: (α) ένα ήπιο σενάριο υποθέτει την άρση των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης τον Μάιο (τόσο στην Ελλάδα όσο και στους μεγάλους εμπορικούς εταίρους της), χωρίς επανάληψή τους αργότερα μέσα στο έτος, χωρίς δομική αλλαγή στη συμπεριφορά των καταναλωτών και των επενδυτών μετά την κρίση, και δημοσιονομικά μέτρα στήριξης 6,8 δισ. ευρώ. Στην περίπτωση αυτή, η συρρίκνωση του πραγματικού ΑΕΠ υπολογίζεται σε -6,7%. Σταδιακή ανάκαμψη αναμένεται από το 2021 και μετά.
(β) Ένα πιο δυσμενές σενάριο υποθέτει πιο εκτεταμένη εφαρμογή των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης (ή επανάκαμψη της επιδημίας από το φθινόπωρο και μετά και σποραδική επανενεργοποίηση των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης), αλλαγή στη συμπεριφορά των καταναλωτών και των επενδυτών μετά την κρίση και μέτρα δημοσιονομικής στήριξης ύψους 10 δισ. ευρώ. Στην περίπτωση αυτή, η πραγματική συρρίκνωση του ΑΕΠ υπολογίζεται σε -10,6%. Και τα δύο σενάρια συνεπάγονται απότομη μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, εξαγωγών και επενδύσεων, σημαντική αύξηση της ανεργίας (20,9% στο ήπιο σενάριο, 22,8% στο δυσμενές, από 17,3% το 2019) και αποπληθωριστικές πιέσεις, πιέσεις στην κτηματαγορά και στα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια.
Στο δημοσιονομικό πεδίο, το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2019 εκτιμάται στο 4,0% του ΑΕΠ σε όρους ενισχυμένης εποπτείας παρά τα μέτρα επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια του έτους. Σε ό,τι αφορά το 2020, το πρωτογενές ισοζύγιο αναμένεται να διαμορφωθεί σε έλλειμμα για πρώτη φορά από το 2013 εξαιτίας της πανδημίας του ιού COVID19.
Σύμφωνα με τις αποφάσεις του Eurogroup της 4ης Μαρτίου 2020, μια προσωρινή απόκλιση από τους δημοσιονομικούς στόχους εξαιτίας εξωγενών παραγόντων όπως η πανδημία δεν θα επηρεάσει αρνητικά την πορεία δημοσιονομικής σύγκλισης της χώρας. Με την υπόθεση ότι η δημοσιονομική στήριξη θα παραμείνει στα 6.8 δισ. και ότι η οικονομία θα αρχίσει να επανέρχεται σε ρυθμούς κανονικότητας από τα μέσα Μαΐου 2020, καταγράφουμε τρία σενάρια εξέλιξης του πρωτογενούς ισοζυγίου με βάση την απόκλιση των εσόδων από τον στόχο του Προϋπολογισμού 2020.
Το πρωτογενές ισοζύγιο (έλλειμμα) για το 2020 αναμένεται στο -0,3% του ΑΕΠ με την υπόθεση της μηδενικής επίπτωσης στα έσοδα ενώ αυξάνεται στο -2,9% και στο -7,5% του ΑΕΠ αν η υπόθεση για τα έσοδα οριστεί στο -10% και στο -25% αντίστοιχα.
Το δημόσιο χρέος για το 2019 εκτιμάται στο 176,6% του ΑΕΠ, το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης
Ωστόσο, η μέση ληκτότητά του ανέρχεται στα 21 έτη, η υψηλότερη μεταξύ των χωρών της περιφέρειας της Ευρωζώνης. Οι δαπάνες για την εξυπηρέτηση των τόκων του χρέους ως ποσοστό των συνολικών εσόδων της γενικής κυβέρνησης έχουν μειωθεί από 11.02% το 2012 σε 6.2% το 2019, στο ίδιο επίπεδο με την περιφέρεια της ευρωζώνης. Σύμφωνα με την ανάλυση βιωσιμότητας που παραθέτουμε στην μελέτη, πριν από την εκδήλωση της πανδημίας το δημόσιο χρέος αναμενόταν να μειωθεί στο 169,3% του ΑΕΠ το 2020, κάτω του 100% το 2043 και στο 74,1% το 2070.
Οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους αναμένονταν στο 7,0% του ΑΕΠ το 2020 και κάτω του ορίου βιωσιμότητας του 15% του ΑΕΠ για όλη την περίοδο μέχρι το 2070, με μέσο όρο στο 9,8% του ΑΕΠ. Η εκδήλωση της πανδημίας ακυρώνει την παραπάνω πορεία του χρέους. Με τις υποθέσεις: α) της επίτευξης πρωτογενούς ελλείμματος στο -7,5% του ΑΕΠτο 2020, β) της δημοσιονομικής στήριξης Euro6,8 δις, και γ) της μη χρήσης του ταμειακού αποθέματος της γενικής κυβέρνησης, το δημόσιο χρέος αναμένεται να αυξηθεί στο 195,3% του ΑΕΠ το 2020 και οι δαπάνες εξυπηρέτησης χρέους στο 19,4% του ΑΕΠ. Το 2070 το χρέος αναμένεται να μειωθεί στο 85,8% του ΑΕΠ. Οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους αναμένονται στο 11,8% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο για την περίοδο 2020-2070. Η χρήση του ταμειακού αποθέματος για την χρηματοδότηση της δημοσιονομικής στήριξης θα βελτιώσει την πορεία του χρέους βραχυπρόθεσμα αλλά θα έχει επίπτωση στην μακροχρόνια βιωσιμότητά του.
Τέλος, η βιωσιμότητα του χρέους απαιτεί και τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων τα επόμενα χρόνια και την αποφυγή αναστροφής των μεταρρυθμίσεων που έχουν ήδη εφαρμοστεί μεταξύ 2010-2019.
Όσον αφορά την πορεία μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων, η μεταρρυθμιστική προσπάθεια που είχε ξεκινήσει στο πλαίσιο του 3ου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής συνεχίζεται στο πλαίσιο της Ενισχυμένης Εποπτείας. Ορισμένες μεταρρυθμίσεις εξελίσσονται ομαλά, άλλες λιγότερο ενώ η κρίση από την πανδημία του κορονοϊού έχει επιφέρει αναπόφευκτα καθυστερήσεις, τόσο στο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων,όσο και στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων.
Όμως, συνολικά, η δέσμευση της παρούσας κυβέρνησης -εκτιμά η μελέτη- σε μεταρρυθμίσεις παραμένει. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι η ανάγκη αντιμετώπισης κρίσιμων ζητημάτων από το κράτος λόγω του κορονοϊού είχε και μία θετική πτυχή, ήτοι την ταχεία υιοθέτηση ψηφιακών μέσων από κράτος και επιχειρήσεις και την άμεση εξοικείωση των πολιτών με αυτά.
Συνοπτικά, στον τομέα των μεταρρυθμίσεων, μεταξύ των θετικών βημάτων συγκαταλέγονται η πρόοδος στον Ενιαίο Λογαριασμό (Single Treasury Account) και στο Ενοποιημένο Λογιστικό Σχέδιο (Unified Chart of Accounts), η δρομολόγηση του e-ΕΦΚΑ και η νομοθέτηση της υποχρεωτικής διαμεσολάβησης. Στο επόμενο διάστημα, ιδιαίτερη σημασία θα έχουν, μεταξύ άλλων, η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων και των αντίστοιχων συντελεστών φορολογίας ακινήτων, η απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ για τα αναδρομικά, το πρόγραμμα «Ηρακλής» και ο νέος νόμος περί πτωχεύσεων.
Όσον αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις, έως την έναρξη της κρίσης του κορονοϊού, παρατηρείτο αυξημένη κινητικότητα, ιδίως στον ενεργειακό τομέα, ενώ είχε σημειωθεί πρόοδος και σε έργα όπως ο ΔΑΑ, η ΔΕΠΑ Εμπορίας, η ΔΕΠΑ Υποδομών, το Ελληνικό και οι 10 περιφερειακοί λιμένες. Βραδύτερη πρόοδος είχε σημειωθεί στην Εγνατία Οδό, την ΕΥΑΘ και την ΕΥΔΑΠ. Σε κάθε περίπτωση, η κρίση του κορωνοϊού συνεπάγεται καθολική καθυστέρηση εφαρμογής του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και σημαντική μείωση των αναμενόμενων εσόδων το 2020.
Ο δείκτης οικονομικού κλίματος τον Φεβρουάριο 2020 έλαβε την υψηλότερη τιμή από τον Ιανουάριο 2001 (καταναλωτική εμπιστοσύνη η μεγαλύτερη από τον Αύγουστο 2000). Η μείωση του κόστους δανεισμού της ελληνικής κυβέρνησης, οι θετικές αξιολογήσεις (και αναβαθμίσεις) από τους διεθνείς οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, οι προοπτικές για επιτάχυνση του ρυθμού μεγέθυνσης το 2020 (2,4% σύμφωνα με τις χειμερινές προβλέψεις της ΕΕ) και η δέσμευση των ασκούντων την οικονομική πολιτική για εφαρμογή μέτρων φιλικών προς τη μεσομακροπρόθεσμη ανάπτυξη με εστίαση στη μείωση των φόρων και στη βελτίωση του θεσμικού πλαισίου, αποτέλεσαν σημαντικούς παράγοντες για την ανάκαμψη του οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα. Παρέμεναν ασφαλώς σημαντικοί κίνδυνοι για τον μακροπρόθεσμο δυνητικό ρυθμό μεγέθυνσης εξαιτίας των αρνητικών καθαρών επενδύσεων για 9ο έτος στη σειρά (σωρευτικές απώλειες πάγιου κεφαλαίου -84,2 δισ. ευρώ σε τρέχουσες τιμές) και των δημογραφικών τάσεων.