Του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου
Με τα μέτρα που απαιτούνται για την επαναλειτουργία των ξενοδοχειακών μονάδων, είναι αμφίβολο πόσοι τελικά θα ανταποκριθούν.
Δυστυχώς η νέα πραγματικότητα απέχει έτη φωτός από το να ονομαστεί επιστροφή στην κανονικότητα. Και ο ελληνικός τουρισμός θα λαβωθεί φέτος σε πολύ μεγάλο βαθμό. Ευθύνη της πολιτείας αλλά και των επιχειρηματιών του τουρισμού είναι αυτές οι λαβωματιές να μην αποβούν μοιραίες. Η φετινή σεζόν σε γενικές γραμμές μπορεί να θεωρηθεί χαμένη. Και θα χρειαστούν -φοβάμαι- πολύ μεγαλύτερες παρεμβάσεις από εκείνες που έχουν ήδη προαναγγελθεί για να στηριχθεί ο κλάδος. Βεβαίως, οι δυνατότητες του κρατικού προϋπολογισμού δεν είναι ανεξάντλητες, κάθε άλλο αφού υπάρχουν και άλλοι πολλοί που πρέπει να συνδράμει το κράτος, όμως δεν είναι διόλου βέβαιο -αντιθέτως- ότι τα πολεμοφόδια που μέχρι σήμερα έχουν βγει από το οπλοστάσιο, θα αποδειχθούν αποτελεσματικά. Και ο κλάδος θα χρειαστεί στήριξη όχι μόνο φέτος αλλά και του χρόνου για να αποκτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Προφανώς το βάρος δεν πέφτει μόνο στην Πολιτεία αλλά και στους επιχειρηματίες που θα κληθούν να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη όχι τόσο για να σώσουν ό,τι μπορούν φέτος, αλλά κυρίως για να προετοιμαστούν κατάλληλα για την επόμενη χρονιά. Γιατί εκείνη θα είναι που θα κρίνει το μέλλον και τη συνέχιση της άνθισης που είχε αρχίσει να γνωρίζει η συγκεκριμένη “βιομηχανία”. Μία επόμενη χρονιά που όλες οι τουριστικές αγορές θα “τα δώσουν όλα” για να πάρουν τα μερίδια που θα διεκδικήσουν. Βεβαίως όμως, το “σήμερα” αποτελεί το πολύ μεγάλο άγχος για όλον τον κλάδο. Ένα “σήμερα” που συνοδεύεται από πολλές ανασφάλειες και ανησυχίες για το αν και πώς θα μπορέσει να λειτουργήσει η τουριστική αγορά έστω και για μισή ή και κάτι λιγότερο σεζόν.
Από τη μια πλευρά υπάρχει η αβεβαιότητα για το πώς θα συμπεριφερθούν οι πελάτες. Θα κάνουν διακοπές φέτος; Θα έρθουν ξένοι τουρίστες και πόσοι; Πόσο θα μετρήσει η ανασφάλεια που εύλογα συνοδεύει ένα ταξίδι σε περίοδο που ναι μεν η πανδημία είναι σε γενική ύφεση αλλά ο ιός δεν έχει εξαφανιστεί ούτε έχει παραχθεί αποτελεσματικό φάρμακο; Ένα ταξίδι που από την πρώτη στιγμή του θα επιφέρει μία πρόσθετη ταλαιπωρία υγειονομικών εξετάσεων και περιορισμών. Πόσοι θα πάρουν το ρίσκο; Αλλά και ποιο θα είναι το ρίσκο για κάθε τουριστική επιχείρηση από το ενδεχόμενο να εμφανιστεί στη μονάδα κρούσμα ή κρούσματα; Κάτι που αν συμβεί θα αποβεί καταστροφικό για τη λειτουργία της επιχείρησης…
Όμως τεράστιο πρόβλημα από πλευράς κόστους και διαχείρισης για κάθε ξενοδόχο αποτελεί η εφαρμογή των απαιτούμενων μέτρων. Οι κανόνες που αναγκαστικά θα πρέπει να εφαρμοστούν θα αυξήσουν τα κόστη χωρίς να υπάρχει αυτή την ώρα καμία διασφάλιση για το επίπεδο της πληρότητας που θα επιτευχθεί. Τα μέτρα είναι προφανώς απαραίτητα για υγειονομικούς λόγους και για να εμπεδωθεί και ένα αίσθημα ασφάλειας που είναι απαραίτητο για να ανταποκριθούν οι πελάτες, όμως είναι και λειτουργικά δαπανηρά και διαχειριστικά δύσκολα στην καθημερινότητα. Ίσως να είναι πιο εύκολα τα πράγματα για τις μικρότερες και τις οικογενειακού τύπου μονάδες που απευθύνονται κυρίως στον εσωτερικό τουρισμό σε σχέση με τα resorts όπου τα κόστη σε σχέση με τα προσδοκώμενα έσοδα μπορεί να αποδειχθούν αποτρεπτικά.
Μία έρευνα που είχε δημοσιευτεί προέβλεπε ότι για να κάνει break even μία μονάδα ετήσιας λειτουργίας, θα έπρεπε να έχει μία μέση ετήσια πληρότητα της τάξης του 50 ή 60% αν θυμάμαι καλά. Μπορεί λίγο παραπάνω ή λίγο παρακάτω αλλά κάπου εκεί ήταν. Πώς λοιπόν να αντέξει μία μεγάλη εποχιακή ξενοδοχειακή μονάδα που θα λειτουργήσει ούτε τη μισή σεζόν με αντίστοιχη ή και μικρότερη πληρότητα; Μπορεί να αντέξει το κόστος; Θα ανοίξει λοιπόν; Αλλά και σε σχέση με τον εσωτερικό τουρισμό από τον οποίο υπάρχει η ελπίδα ότι θα καλυφθεί ένα μέρος από τη χαμένη χρονιά, μήπως είναι πολύ αισιόδοξη αυτή η προσδοκία; Πιο πιθανό μου φαίνεται να “δουλέψει” φέτος το… σύστημα “χωριό και εξοχικό” παρά η διαμονή σε ξενοδοχείο. Δεν είναι και στα καλύτερά τους τα οικονομικά της κοινωνίας… Εκτός και αν υπάρξουν… υπερπροσφορές. Αλλά πώς να γίνει αυτό όταν τα κόστη μεγαλώνουν;
Από την άλλη πλευρά οι υποχρεώσεις τρέχουν, ο τουριστικός τομέας είναι ήδη υπερδανεισμένος και δυσκολεύεται να ανταποκριθεί και χρειάζεται κάθε έσοδο… Αλλά από την άλλη αν αναγκαστεί και φορτωθεί και άλλα δάνεια υπάρχει ο κίνδυνος να έχουμε μία νέα στρατιά κόκκινων δανείων. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα για φέτος. Και δεν είναι περίεργο που περίπου οι μισοί -και ίσως περισσότεροι- το σκέφτονται σοβαρά αν πρέπει να ανοίξουν. Δύσκολα… Αλήθεια, πόσο εύκολη θα ήταν η απόφαση για τον καθένα από εμάς αν βρισκόταν σε αυτό το δίλημμα;
dimitris.papakonstantinou@capital.gr