Έμμεσο “κούρεμα” της δόσης του στεγαστικού δανείου –χωρίς μάλιστα καμία συνέπεια όσον αφορά στο ύψος της μελλοντικής δόσης- ή αναστολή της πληρωμής της με “αντάλλαγμα” τη μηνιαία αύξηση του ποσού που θα πρέπει να αποδίδεται στην τράπεζα έως την οριστική αποπληρωμή του δανείου περίπου κατά 2,5%. Αυτές είναι οι δύο εναλλακτικές που διαφαίνονται στον ορίζοντα για όσους δανειολήπτες δυσκολεύονται να πληρώσουν τα στεγαστικά τους δάνεια.
Στην πραγματικότητα, δεν θα έχουν όλοι δικαίωμα στην επιλογή. Το πρόγραμμα επιδότησης των δόσεων των στεγαστικών δανείων που θα “τρέξει” με κονδύλια του κρατικού προϋπολογισμού σε μια προσπάθεια να αποτραπεί η δημιουργία νέας γενιάς κόκκινων δανείων, δεν θα εντάσσει τους πάντες αλλά μόνο όσους πληρούν συγκεκριμένα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια. Όσοι δεν πληρούν τα κριτήρια αυτά, το μόνο που θα μπορούν να κάνουν είναι να ζητήσουν από την τράπεζα αναστολή στην υποχρέωση καταβολής δόσεων μέχρι και τον Σεπτέμβριο.
Το ποσό που δεν θα πληρωθεί μέχρι τότε (τόκοι και χρέος) θα “σπάσει” σε τόσες μηνιαίες δόσεις όση είναι και η υπολειπόμενη διάρκεια αποπληρωμής του δανείου με αποτέλεσμα να υπάρξει προσαύξηση της μηνιαίας δόσης. Αντίθετα με το κυβερνητικό πρόγραμμα στήριξης, ο δανειολήπτης ναι μεν θα πληρώνει ένα μέρος της δόσης υποχρεωτικά –θα περιορίζεται ακόμη και στο 20-30% ειδικά για τους πρώτους μήνες επιδότησης- αλλά το δάνειό του θα εμφανίζεται ότι αποπληρώνεται κανονικά καθώς τη διαφορά θα την καταβάλλει ο κρατικός προϋπολογισμός.
Τι περιλαμβάνει το πρόγραμμα “γέφυρα”
Το “πρόγραμμα γέφυρα” όπως το έχει βαφτίσει ο πρωθυπουργός θα πρέπει να είναι έτοιμο το αργότερο μέσα στον Ιούνιο. Θα προβλέπει την επιδότηση δανειοληπτών που θα πληρούν συγκεκριμένα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια σε μια προσπάθεια να αποφευχθεί το μαζικό “κοκκίνισμα” δανείων. Πρακτικά, οι δανειολήπτες που θα ενταχθούν στο πρόγραμμα, θα εισπράττουν από το κράτος ένα πολύ μεγάλο ποσοστό της δόσης του δανείου που πρέπει να πληρώνουν στην τράπεζα.
Το ποσοστό αυτό θα “κινείται αρκετά πάνω από το 50% ειδικά για τους πρώτους μήνες του προγράμματος” όπως έχει δηλώσει ο υπουργός Οικονομικών. Πρακτικά, ο συντελεστής υπολογισμού της επιδότησης θα είναι αντίστροφα προοδευτικός και θα επαναπροσδιορίζεται ανά τρίμηνο. Δηλαδή για το 3ο τρίμηνο του 2020 θα μπορεί να κινείται ακόμη και πάνω από το 70-80%, στο τέταρτο τρίμηνο θα είναι ακόμη μικρότερο και στο πρώτο τρίμηνο του 2021, ακόμη μικρότερο. Προϋπόθεση είσπραξης της επιδότησης θα είναι ο δανειολήπτης να καταβάλλει τη διαφορά έτσι ώστε το δάνειο να εμφανίζεται ως εξυπηρετούμενο για όλο το χρονικό διάστημα μέχρι και το τέλος της περιόδου επιδότησης.
Στον κατάλογο των δικαιούχων θα εμπίπτουν όχι μόνο όσοι είχαν κόκκινο δάνειο ήδη από το τέλος του 2018 αλλά και δανειολήπτες τα δάνεια των οποίων έχουν “κοκκινίσει” μέσα στο τελευταίο 17μηνο (σ.σ δηλαδή από 1/1/2019 έως και σήμερα) ή ακόμη και δανειολήπτες με “πράσινα δάνεια” (σ.σ είναι η πρώτη φορά που το δημόσιο μπαίνει στη διαδικασία επιδότησης “πράσινων δανειοληπτών” καθώς μέχρι τώρα σχετικά προγράμματα και μάλιστα περιορισμένου οικονομικού οφέλους, εφαρμόζονταν μόνο από τις ίδιες τις τράπεζες με τη λογική της επιβράβευσης συνέπειας).
Η αναστολή των δόσεων
Όλοι όσοι θεωρείται ότι έχουν πληγεί από τον κορωνοίό, μπορούν να διεκδικήσουν αναστολή πληρωμής της δόσης τους για χρονικό διάστημα που μπορεί να επεκταθεί έως και τον Σεπτέμβριο. Προσοχή όμως, η δόση με την οποία θα έρθουν αντιμέτωποι από τον Σεπτέμβριο και μετά θα είναι αυξημένη καθώς τα προγράμματα των τραπεζών δεν προβλέπουν και επέκταση στη συνολική διάρκεια αποπληρωμής του δανείου. Το παράδειγμα είναι κατατοπιστικό. Αν υποτεθεί ότι αποπληρώνετε ένα δάνειο ύψους 100.000 ευρώ με επιτόκιο 4,1% και υπόλοιπη διάρκεια αποπληρωμής 180 μηνών, (15 έτη), η δόση διαμορφώνεται σήμερα στα 765 ευρώ. Αν παγώσετε τη δόση, ουσιαστικά θα πρέπει να αποπληρώσετε το ίδιο κεφάλαιο σε 174 μήνες. Σε αυτή την περίπτωση, η δόση θα αναπροσαρμοστεί λίγο πάνω από τα 780 ευρώ αν συνυπολογιστούν και οι τόκοι κάτι που σημαίνει ότι θα έχετε μια μηνιαία επιβάρυνση στο ποσό που θα πρέπει να δίνετε στην τράπεζα της τάξεως του 2-2,5%.