Πλήρη τα δεδουλευμένα τους δικαιούνται οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα με κάθε μορφής σύμβαση εργασίας (έργου, ορισμένου χρόνου, stage, κ.λπ.) ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες που οι συμβάσεις τους είναι άκυρες.
Την απόφαση έλαβε η Πλήρης Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, που επιλήφθηκε του θέματος, λόγω των αντιθέτων αποφάσεων που είχαν εκδοθεί από τα δικαστήρια της χώρας, αλλά και από τα δύο Εργατικά Τμήματα του Αρείου Πάγου.
Με την απόφαση αυτή, ανοίγει ένας κύκλος νέων αγωγών εργαζομένων που μπορούν να διεκδικήσουν τις αποδοχές που δεν τους καταβλήθηκαν, δηλαδή τα δεδουλευμένα τους.
Και ο πλουτισμός αυτός υπάρχει, σύμφωνα με τους αρεοπαγίτες, ανεξαρτήτως του αν η σύμβαση είναι έγκυρη ή άκυρη: Εφόσον η σύμβαση είναι έγκυρη, ο εργαζόμενος θα λάβει ό,τι προβλέπει η σύμβασή του, αρκεί ο μισθός του να μην υπολείπεται του νομίμου. Αν όμως η σύμβαση είναι άκυρη, αυτό δεν σημαίνει ότι ο εργοδότης επιτρέπεται να πλουτίσει αδικαιολόγητα σε βάρος του εργαζομένου. Ο εργαζόμενος στην περίπτωση αυτή, θα λάβει την αμοιβή την οποία θα κατέβαλλε αναγκαστικά ο εργοδότης για την ίδια εργασία σε άλλο πρόσωπο με τις ίδιες ικανότητες και τα ίδια προσόντα του απασχοληθέντος, με έγκυρη σύμβαση εργασίας.
Και η αμοιβή αυτή δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τις αποδοχές που προβλέπουν οι ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας και διαιτητικές αποφάσεις ή, αν δεν υπάρχουν τέτοιες, η αμοιβή που στη συγκεκριμένη περίπτωση αποδεικνύεται ότι ο εργοδότης καταβάλλει σε άλλον εργαζόμενο με έγκυρη σύμβαση εργασίας.
Το αν θα απασχολούσε ή θα μπορούσε νομίμως να απασχολήσει άλλον εργαζόμενο ή όχι δεν ενδιαφέρει κανέναν, αφού ο εργοδότης έλαβε την εργασία, η οποία έχει περιουσιακή αξία και εντάχθηκε στην περιουσία του. Τον πλουτισμό αυτόν ο εργοδότης –ακόμη και αν εργοδότης είναι το Δημόσιο ή άλλος φορέας του Δημόσιου τομέα– οφείλει να τον επιστρέψει στον εργαζόμενο.
Όπως υπογραμμίζει η Ολομέλεια, οι περιορισμοί και οι απαγορεύσεις που προβλέπει το Σύνταγμα και ο νόμος για τις προσλήψεις στο Δημόσιο (άρθρο 103 Συντάγματος και ο Ν. 2190/1994) δεν αποκλείουν το γεγονός ότι ο εργοδότης ωφελήθηκε από την εργασία, αλλά ούτε αποτελούν δικαιολογία για να διατηρήσει το Δημόσιο την ωφέλεια που απέκτησε από την παρασχεθείσα εργασία του εργαζομένου. Αντίθετα, το γεγονός ότι η πρόσληψη δεν συμμορφώθηκε με τις απαιτήσεις των επίμαχων αυτών νομοθετικών διατάξεων αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή των κανόνων για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.
Τι συνέβη στο Γενικό Νοσοκομείο Βόλου
Η υπόθεση που κρίθηκε από την Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (Πρόεδρος η Αγγελική Αλειφεροπούλου και εισηγήτρια η Αρεοπαγίτης Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη) αφορούσε εργαζομένους στο Γενικό Νοσοκομείο Βόλου, οι οποίοι εμφανίζονταν προσχηματικά ως μαθητευόμενοι (stagiers) ενώ στην πραγματικότητα –όπως είχε κρίνει εξάλλου και το Εφετείο Λάρισας– παρείχαν επί πολλά χρόνια κανονικά την εργασία τους όπως και υπόλοιποι συνάδελφοί τους που απασχολούνταν με (έγκυρη) σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Την υπόθεση αυτή από την πλευρά των εργαζομένων χειρίσθηκαν ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Δημήτριος Βερβεσός και οι Δικηγόροι Διονύσης Καλαματιανός και Δημήτριος Βασιλείου. Επί του επίμαχου θέματος είχε γνωμοδοτήσει θετικά υπέρ των εργαζομένων ο Καθηγητής Εργατικού Δικαίου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Δημήτρης Ζερδελής.
«Ορθά η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου επισήμανε στην απόφασή της ότι το να πληρώνονται οι εργαζόμενοι κανονικά για όσο χρόνο εργάσθηκαν αποτελεί στοιχειώδη κανόνα που απορρέει από τις θεμελιώδεις κοινωνικές αντιλήψεις περί ισότητας και επιείκειας. Το να αρνείται ο εργοδότης, με διάφορα προσχήματα, να καταβάλλει ό,τι θα κατέβαλλε κανονικά σε οποιονδήποτε άλλον εργαζόμενο για την εκτέλεση μιας εργασίαςαποτελεί μία από τις χειρότερες μορφές εκμετάλλευσης. Δυστυχώς τέτοιες πρακτικές δεν ήσαν άγνωστες μέχρι σήμερα ούτε στον δημόσιο τομέα. Σήμερα ο Άρειος Πάγος έθεσε φραγμό σε παρόμοιες πρακτικές. Βεβαίως, η ανάγκη τήρησης της νομιμότητας είναι αυτονόητη. Η ανάγκη όμως αυτή δεν μπορείνα χρησιμεύει ως πρόσχημα για να πλουτίζει ο εργοδότης αδικαιολόγητα σε βάρος του εργαζομένου, ακόμη και όταν εργοδότης είναι το Δημόσιο» τονίζει σε δήλωση του ο Δημ. Βερβεσός.