Σύμφωνα με τις νέες εργασιακές αλλαγές που πλέον έχουν τεθεί σε ισχύ ο εργαζόμενος με αίτηση του προς τον εργοδότη μπορεί να ζητήσει να του χορηγηθεί άδεια άνευ αποδοχών με χρονική διάρκεια ενός έτους, στο μέγιστο βαθμό. Η σχετική συμφωνία που θα προκύψει θα πρέπει να αναρτάται από τον εργοδότη στο σύστημα «ΕΡΓΑΝΗ». Το μέτρο αυτό αφορά τόσο εργαζόμενους με πλήρη, όσο και εργαζόμενους με μερική απασχόληση. Να σημειωθεί ότι εάν υπάρξει νεότερη συμφωνία των δύο μερών, μπορεί να παραταθεί και άλλο, η συγκεκριμένη άδεια.
Το εν λόγω χρονικό διάστημα, η σύμβαση εργασίας του εργαζόμενου τίθεται σε αναστολή. Για την ίδια περίοδο, δεν οφείλεται η καταβολή ασφαλιστικών εισφορών. Αφού ολοκληρωθεί η συγκεκριμένη άδεια άνευ αποδοχών, συνεχίζουν να υφίστανται όλα τα δικαιώματα, αλλά και οι υποχρεώσεις των δύο μερών, όπως αυτά έχουν καταγραφεί στη σύμβαση εργασίας, η οποία ενεργοποιείται εκ νέου. Πάντως, για να λάβει στη συνέχεια ο εργαζόμενος κανονική άδεια, μετά τη λήξη της περιόδου χορήγησης της άδειας άνευ αποδοχών, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ο αιτών τελούσε υπό αυτή την ειδική συνθήκη.
Παράλληλα παρέχεται η δυνατότητα εξάντλησης της ετήσιας κανονικής άδειας έως και το α’ τρίμηνο του επόμενου ημερολογιακού έτους. Στο εξής παρέχεται η δυνατότητα εξάντλησής της, για κάθε έτος χωριστά, έως την ολοκλήρωση του α’ τριμήνου του επόμενου ημερολογιακού έτους. Διατηρείται όμως η προστατευτική διάταξη που ίσχυε που αφορά την προκαθορισμένη ημέρα χορήγηση του συνόλου της άδειας. Μόνο που πια, ως τέτοια δεν είναι η 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους, αλλά η 31η Μαρτίου του επόμενου.
Την ίδια στιγμή, διατηρούνται σε ισχύ, μια σειρά από ξεχωριστές παράμετροι, όπως:
– Είναι απαραίτητο να υπάρχει συμφωνία ανάμεσα στον εργαζόμενο και στον εργοδότη για να χορηγηθεί η ετήσια κανονική άδεια.
– Αφού υποβληθεί το σχετικό αίτημα από τον εργαζόμενο, πρέπει να χορηγείται εντός διμήνου η άδεια. Όμως, η υποβολή αιτήματος δεν αποτελεί τυπική προϋπόθεση για τη λήψη της άδειας.
– Το 50% των εργαζομένων μιας επιχείρησης, υποχρεωτικά πρέπει να λαμβάνει άδεια εντός του θέρους, δηλαδή από την 1η Μαΐου έως και την 30η Σεπτεμβρίου κάθε χρονιάς.
Η ετήσια κανονική άδεια χορηγείται με αποδοχές σε όλους τους μισθωτούς που συνδέονται με τον εργοδότη με σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου ή ορισμένου χρόνου. Δηλαδή η ετήσια κανονική άδεια οφείλεται τόσο σε έγκυρες, όσο και σε άκυρες συμβάσεις εργασίας.
Κανονική άδεια δικαιούνται επίσης και οι μισθωτοί που απασχολούνται καθημερινά λιγότερες ώρες από το συνηθισμένο ή το νόμιμο ωράριο της ημερήσιας εργασίας τους. Δηλαδή οι μισθωτοί δικαιούνται να λάβουν κανονική άδεια όχι μόνο όταν έχουν πλήρη απασχόληση, αλλά και όταν η εργασία τους διαρκεί για μικρό χρονικό διάστημα ημερησίως (μερική απασχόληση).
Περαιτέρω, κανονική άδεια δικαιούνται και όσοι εργαζόμενοι εργάζονται σε πολλούς εργοδότες με μειωμένο ωράριο ημερήσιας εργασίας.
Άδεια επίσης χορηγείται και στην περίπτωση της διαθεσιμότητας και της ετοιμότητας εργασίας.
Δεν δικαιούνται κανονική άδεια τα εξής πρόσωπα:
α) οι εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις ή εργασίες στις οποίες απασχολούνται μόνο μέλη της οικογένειας του εργοδότη
β) οι εργαζόμενοι σε γεωργικές, κτηνοτροφικές, δασικές, ναυτιλιακές και αλιευτικές εργασίες
γ) δημόσιοι υπάλληλοι, που εργάζονται επιπρόσθετα τα απογεύματα σε μία άλλη επιχείρηση, τότε από την επιχείρηση αυτή δεν δικαιούνται κανονική άδεια.
δ) οι μισθωτοί που κατέχουν θέση εποπτείας, διεύθυνσης ή εμπιστευτική (διευθύνοντες υπάλληλοι)
ε) οι μισθωτοί που απουσίασαν από την εργασία τους λόγω ασθένειας για μεγάλο χρονικό διάστημα (πέρα από τα καθοριζόμενα από το νόμο χρονικά όρια της βραχείας διάρκειας ασθένειας).