Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, λόγω της ουκρανικής κρίσης θα υπάρξουν επιπτώσεις κυρίως στην ενεργεία, αλλά και αντίκτυπος στον πληθωρισμό, στο κόστος δανεισμού και στις χρηματοπιστωτικές αγορές, τόνισε ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, τη Δευτέρα.
Μιλώντας στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ, εκτίμησε, παράλληλα, ότι ενδεχομένως θα δούμε αρνητικές επιπτώσεις και στον τουρισμό, κυρίως στην Βόρεια Ελλάδα αλλά και μείωση των ταξιδιωτικών εισπράξεων έως 5%. Ενώ, οι πληθωριστικές συνέπειες θα αφορούν και στις εισαγωγές από σιτηρά και δημητριακά.
Τα κράτη- μέλη της ΕΕ θα έχουν τη δυνατότητα λήψης χαμηλότοκων δανείων για τη χρηματοδότηση μέτρων αντιστάθμισης των επιπτώσεων από τις υψηλές τιμές ενέργειας, ενώ τα δάνεια δεν θα υπολογίζονται στο έλλειμμα και το δημόσιο χρέος. Σε αυτό αφορά η ελληνική πρόταση που θα συζητηθεί εκτάκτως στο Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας τη Δευτέρα, δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών, επισημαίνοντας ότι η κυβέρνηση έχει ζητήσει, δια του αρμόδιου υπουργού Κώστα Σκρέκα, να δημιουργηθεί ένας ευρωπαϊκός μηχανισμός αλληλεγγύης για την ενεργειακή κρίση που εντείνεται από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με τον υπουργό, η Ευρώπη ενήργησε έγκαιρα, γρήγορα και ενωτικά και σε αυτήν την κρίση στην Ουκρανία, εκτιμώντας ότι οι επιπλέον κυρώσεις, όπως το swift, θα έχουν επιπτώσεις και στις ευρωπαϊκές οικονομίες. Επίσης, έκανε γνωστό ότι η Ελλάδα έχει ζητήσει γραπτώς από τα ευρωπαϊκά φόρα την εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους όποιους δημοσιονομικούς στόχους στο μέλλον.
Τέλος, είπε ότι τις επόμενες εβδομάδες θα νομοθετηθεί ο νέος ΕΝΦΙΑ.
Αύξηση τιμολογίων ενέργειας άνω του 90%
Με την δίνη της εκτόξευσης του ενεργειακού κόστους βρίσκονται αντιμέτωπες οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, λαμβάνοντας κάθε μήνα υψηλότερους λογαριασμούς, για την χρήση ρεύματος και φυσικού αερίου.
Σύμφωνα με νέα έρευνα του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας με την συμμετοχή επιχειρήσεων μελών του, για το 66% των επιχειρήσεων αυτών η λειτουργία τους επηρεάζεται πολύ από την αύξηση της ενέργειας και για το 28% αρκετά, με αποτέλεσμα, ένας στους τρεις επιχειρηματίες να μην γνωρίζει ή να μην μπορεί να υπολογίσει με ακρίβεια, το ποσοστό αύξησης των τιμολογίων ενέργειας για την επιχείρησή του.
Από τα συμπεράσματα της ίδιας έρευνας, προκύπτει ότι το κόστος ενέργειας για τις επιχειρήσεις, αυξήθηκε κατά μέσο όρο τον τελευταίο χρόνο κατά 85%, με τις μισές επιχειρήσεις που συμμετείχαν να βλέπουν αύξηση στα τιμολόγιά τους πάνω από 90% και το 40% να εκτιμά την αύξηση μεταξύ 21 – 50%.
Ως κύρια πηγή ενέργειας, η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρηματιών (87%) δήλωσε την ηλεκτρική, 7% το φυσικό αέριο, 3% το πετρέλαιο, 1% τα βιο-καύσιμα και 1% τις ανανεώσιμες πηγές.
Συμπεριλαμβανομένων των μέχρι σήμερα αυξήσεων, η έρευνα του Β.Ε.Α καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι το κόστος ενέργειας ως προς το συνολικό τζίρο της επιχείρησης, αντιπροσωπεύει πλέον κατά μέσο όρο το 36%.
Περίπου ένας στους τρεις επιχειρηματίες (36%) έχει ήδη προχωρήσει σε αύξηση των τιμών των προϊόντων του λόγω της εκτόξευσης του κόστους της ενέργειας, ενώ πολλοί επιχειρηματίες (23%) απέφυγαν να απαντήσουν σε αυτή την ερώτηση.
Άλλα ενδιαφέροντα συμπεράσματα τις έρευνας, αναδεικνύουν ότι:
- Το 80% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα έχουν ήδη εφαρμόσει αυξήσεις στα προϊόντα τους και αναμένεται να κάνουν και νέα αύξηση τιμών το προσεχές διάστημα.
- Το 19% που έχει ήδη κάνει αύξηση, δεν σκοπεύει να προχωρήσει σε νέα, το προσεχές διάστημα.
- Ο μέσος όρος αύξησης των τιμών το προσεχές διάστημα, θα διαμορφωθεί κοντά στο 14% ως απόρροια της αύξησης του ενεργειακού κόστους.
- Ένας στους τρεις επιχειρηματίες (33%), πιστεύει ότι τα μέτρα στήριξης και ενίσχυσης που έχουν ήδη ληφθεί ή ανακοινωθεί μέχρι σήμερα από την κυβέρνηση, είναι στη λάθος κατεύθυνση, ενώ και σχεδόν ο ίδιος αριθμός (28%) ότι είναι στη σωστή κατεύθυνση, αλλά δεν επαρκούν. Μόλις το 1% θεωρεί ότι είναι στη σωστή κατεύθυνση και επαρκούν.
- Το 78% όσων απάντησαν ότι τα μέτρα είναι προς τη λάθος κατεύθυνση, αύξησαν τις τιμές τους, όπως επίσης και το 76% που δήλωσε ότι είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά δεν επαρκούν.
Σημειώνεται ότι το 57% των συμμετεχόντων στην έρευνα είναι επιχειρηματίες με προσωπικό έως 10 εργαζόμενους, το 2% με προσωπικό από 11 έως 20 εργαζόμενους, το 5% με προσωπικό από 21 έως 40 εργαζόμενους, το 1% με προσωπικό από 40 έως 60 και το 1% με περισσότερους από 61 εργαζόμενους.
(με πληροφορίες από ΑΠΕ)