Συνηθίζουμε να λέμε ότι ο τουρισμός αποτελεί τη «βαριά βιομηχανία» της χώρας, οι ανακοινώσεις περί ρεκόρ αφίξεων δημιουργούν θετικό κλίμα για την οικονομία και οι προσδοκίες αυξάνονται σε… ετήσια βάση. Πράγμα λογικό, βέβαια, εάν αναλογιστούμε ότι το 2019 είχε εκτιμηθεί ότι ο τουρισμός συμβάλλει άμεσα και έμμεσα σε πάνω από 20% του ΑΕΠ της χώρας και στο 21% της απασχόλησης.
Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος που δόθηκαν στη δημοσιότητα δείχνουν ότι αυξήθηκε κατά 90,3% η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση την περίοδο Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2022 και διαμορφώθηκε σε 27.255.400 ταξιδιώτες έναντι 14.324.400 ταξιδιωτών την αντίστοιχη περίοδο του 2021 (χρονιά ταξιδιωτικών περιορισμών ελέω COVID).
Στους 4.416.300 ανήλθαν οι ταξιδιώτες από το Ηνωμένο Βασίλειο, στους 4.307.700 από τη Γερμανία, στους 1.739.800 από τη Γαλλία και στους 1.043.200 από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι ταξιδιωτικές εισπράξεις διαμορφώθηκαν στα 17.384.200.000 ευρώ και το ταξιδιωτικό ισοζύγιο εμφάνισε πλεόνασμα 15.624.700.000 ευρώ.
Ομως, κρίσιμα ερωτήματα γεννιούνται: Μπορεί η χώρα να αντέξει αυτό το κύμα τουριστών; Εχει τις αναγκαίες υποδομές; Υπάρχουν περιθώρια μεγαλύτερης τουριστικής ανάπτυξης ή έχουμε ήδη εξαντλήσει τα όρια αντοχής της χώρας και της κοινωνίας;
Η σημασία της χωροχρονικής κατανομής
«Το ζήτημα δεν είναι τα νούμερα αλλά η χωροχρονική τους κατανομή, πώς δηλαδή κατανέμεται ο αριθμός των τουριστών στον χώρο και τον χρόνο. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να έχουμε τουρισμό που να επικεντρώνεται σε νησιωτικές και παραθαλάσσιες περιοχές μόνο ένα τρίμηνο τον χρόνο» απαντά στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής Τουριστικής Ανάπτυξης στο Τμήμα Οικιακής Οικονομίας και Οικολογίας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου Πάρις Τσάρτας.
Παράλληλα, πάντως, υπογραμμίζει ότι την τελευταία πενταετία παρατηρείται τάση αλλαγής: «Εχουμε περισσότερους τουρίστες εκτός της κλασικής σεζόν, σε περισσότερες εποχές του χρόνου, που επιλέγουν διαφορετικές περιοχές. Γι’ αυτό και τα νούμερα είναι μια πλασματική εικόνα εάν δεν συνδεθούν με διαφορετικούς χρόνους και προορισμούς».
«Η ποσότητα πρέπει να γίνει ποιότητα»
Για τον Γρηγόρη Τάσιο, πρόεδρο της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ξενοδόχων, ζητούμενο δεν είναι οι περισσότεροι τουρίστες αλλά οι ποιοτικότεροι: «Αυτό ασφαλώς σχετίζεται με υποδομές που βελτιώνουν και αναβαθμίζουν το προϊόν μας. Η ποσότητα πρέπει να γίνει ποιότητα, να δώσουμε νέες υπεραξίες στο προϊόν μας, συγχρονίζοντας την προσφορά μας με παγκόσμιες τάσεις στην αγορά του τουρισμού και στοχεύοντας σε κοινά υψηλότερου εισοδήματος αλλά και αυξημένων απαιτήσεων».
Το Ινστιτούτο Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) έχει κάνει μια ακριβή χαρτογράφηση των ελλείψεων των τουριστικών υποδομών στη χώρα. Εντοπίζει δύο βασικές ανάγκες. Δημιουργία υποδομών σε περιοχές που εντοπίζεται υστέρηση, όπως η Δυτική Ελλάδα, η Δυτική Μακεδονία, η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη, και αναβάθμιση των υφιστάμενων υποδομών στους δημοφιλείς προορισμούς, όπου οι περισσότερες έχουν ήδη κλείσει εικοσαετία.
«Απαιτείται ένα ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο υποδομών που θα απαντά στοχευμένα στις ανάγκες κάθε προορισμού με βάση το τουριστικό προϊόν που θέλει να αναπτύξει προκειμένου να “κουμπώνει” με τη φυσιογνωμία και τα συγκριτικά πλεονεκτήματά του. Σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει όλοι να “βάλουν πλάτη” για να μη χαθούν οι ευκαιρίες χρηματοδότησης που είναι διαθέσιμες μέσα από το Ταμείο Ανάκαμψης και το νέο ΕΣΠΑ. Είναι κομβικός ο ρόλος της αυτοδιοίκησης σε αυτή την κατεύθυνση καθώς μάλιστα η περίοδος της υλοποίησης του νέου ΕΣΠΑ συμπίπτει χρονικά με τη θητεία των νέων αυτοδιοικητικών Αρχών που θα αναδειχθούν το φθινόπωρο» επισημαίνει ο Γρηγόρης Τάσιος.
Η εξίσωση της βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης
Ο Πάρις Τσάρτας, εξάλλου, εντάσσει την ανάπτυξη του τουριστικού προϊόντος στην εξίσωση της βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης, μια συζήτηση που έχει ξεκινήσει από τη δεκαετία του ’80 σε πολλές περιοχές του κόσμου, στο πλαίσιο της αντιμετώπισης των επιπτώσεων του υπερτουρισμού, και που στηρίζεται σε τρεις θέσεις:
Πρώτον: Χρειάζονται όρια στον τρόπο που αναπτύσσονται οι περιοχές: «Απαιτείται χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός με αυστηρότητα».
Δεύτερον: Οι πρακτικές βιωσιμότητας πρέπει να είναι ουσιώδεις: «Οι τρόποι ανάπτυξης των επιχειρήσεων να συνδέονται με το περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Από τις λάμπες LED και τις ηλεκτρονικές κλειδαριές των ξενοδοχείων με κάρτες ως και τον τρόπο διαχείρισης του νερού στα νησιά».
Τρίτον: Ανάπτυξη ειδικών και εναλλακτικών προϊόντων, καθώς έχουν το πολύ θετικό χαρακτηριστικό να επιμηκύνουν τη σεζόν. Ο καθηγητής Τουριστικής Ανάπτυξης δίνει το παράδειγμα της Σαντορίνης και των οινοποιείων που έχουν αναπτυχθεί εκεί και που μπορεί κανείς να επισκεφθεί όχι μόνο το καλοκαίρι αλλά και τον χειμώνα. «Οταν αναπτύσσεις το προϊόν σου, αρχίζεις και έχεις τουρίστες που είναι και ποιοτικότεροι και έρχονται όλον τον χρόνο».
Παράλληλα, καταρρίπτει τον μύθο που θέλει τα εναλλακτικά προϊόντα να απευθύνονται σε μικρές αγορές χωρίς πελάτες. «Αντιθέτως, έχουν το υψηλότερο ποσοστό επαναληπτικών τουριστών. Τέσσερις στους 10 έρχονται ξανά στη χώρα και αφήνουν περισσότερα χρήματα από τον κλασικό τουρίστα των διακοπών» υπογραμμίζει.
Τα τελευταία χρόνια, στον δημόσιο διάλογο καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χώρο η επιβάρυνση του περιβάλλοντος εξαιτίας του τουρισμού. Ερευνες έχουν δείξει ότι όπου υπάρχει υψηλή συγκέντρωση ανθρώπων υπάρχει και υψηλό φορτίο μεταφορών, άρα δημιουργείται ρύπανση από τις αεροπορικές και ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού (UNWTO), από το 1998 ως το 2016 οι εκπομπές αερίων αυξήθηκαν κατά 25%, έφτασαν δηλαδή τους 2 δισ. τόνους διοξειδίου του άνθρακα. «Αν διαχέουμε τον τουρισμό σε διάφορες περιοχές, μειώνουμε και το περιβαλλοντικό αποτύπωμα, αφού δεν συγκεντρώνονται όλοι μαζί σε ένα μέρος και σε συγκεκριμένο χρόνο» καταλήγει ο Πάρις Τσάρτας.
Πηγή: Έντυπη έκδοση «ΤΑ ΝΕΑ»