Την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην υπόθεση C-264/23 για την Booking , με την οποία μεταβάλλεται ριζικά το τοπίο στις online ξενοδοχειακές κρατήσεις και την προσφορά τιμών, δίνοντας τη δυνατότητα στα ξενοδοχεία να προσφέρουν χαμηλότερες τιμές στις ιστοσελίδες τους από ό,τι στις πλατφόρμες κρατήσεων, εξασφάλισε και δημοσιεύει το ΧΡΗΜΑ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ.
Πρόκειται για μια απόφαση που δικαιώνει την ευρωπαϊκή ξενοδοχειακή βιομηχανία και τα γερμανικά ξενοδοχεία που προσέφυγαν στο ΔΕΕ, το περιεχόμενο της οποίας δημοσίευσε το ΧΡΗΜΑ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ, την προηγούμενη Παρασκευή, και η οποία επιτρέπει στα ξενοδοχεία να προσφέρουν διαδικτυακά και χαμηλότερες τιμές κράτησης για δωμάτια από αυτές που προσφέρει η Booking.
Ο πρόεδρος της HOTREC και πρόεδρος του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος Αλέξανδρος Βασιλικός, σε ανάρτησή του στα κοινωνικά δίκτυα, αναφέρει: “Η online διάθεση δωματίων ξενοδοχείων κυριαρχείται εδώ και χρόνια από μεγάλες πλατφόρμες κρατήσεων, όπως η Booking, γεγονός που έχει οδηγήσει σε ανισορροπία μεταξύ αυτών των πλατφορμών και των ίδιων των ξενοδοχείων. Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην υπόθεση C-264/23 αποτελεί ένα σημαντικό ορόσημο για τον κλάδο της φιλοξενίας, καθώς αποκαθιστά την ισορροπία στην online διάθεση κλινών.
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι οι ρήτρες ισοτιμίας (rate parity), είτε ευρείες είτε στενές, οι οποίες απαγορεύουν στα ξενοδοχεία να προσφέρουν χαμηλότερες τιμές στους δικούς τους ιστότοπους από ό,τι στις πλατφόρμες κρατήσεων, δεν είναι απαραίτητες για τη διασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας αυτών των πλατφορμών.
Αυτό ανοίγει τον δρόμο για περισσότερη ελευθερία στις τιμολογιακές στρατηγικές των ξενοδόχων, επιτρέποντάς τους να διαχειρίζονται άμεσα τις τιμές και τις προσφορές τους χωρίς τους περιορισμούς που επέβαλαν οι ρήτρες ισοτιμίας. Η απόφαση αυτή αναμένεται να αλλάξει σημαντικά το τοπίο της διαδικτυακής διανομής στον ξενοδοχειακό κλάδο, προσφέροντας μεγαλύτερη αυτονομία στους παρόχους καταλυμάτων και ενισχύοντας τον ανταγωνισμό προς όφελος των καταναλωτών”.
Το σκεπτικό
Μεταξύ των 91 σημείων του σκεπτικού της απόφασης που μνημονεύει το ΔΕΕ, αναφέρονται και τα εξής, που έχουν ιδιαίτερη σημασία:
-δεν αποδεικνύεται, αντιθέτως, ότι οι ρήτρες καλύτερης τιμής, αφενός, είναι αντικειμενικώς αναγκαίες για την υλοποίηση της εν λόγω κύριας πράξης και, αφετέρου, είναι ανάλογες προς τον σκοπό που αυτή επιδιώκει.
-όσον αφορά τις ευρείες ρήτρες καλύτερης τιμής, οι οποίες απαγορεύουν στους συνεργαζόμενους ξενοδόχους που εμφανίζονται στην πλατφόρμα κρατήσεων να προσφέρουν, μέσω των δικών τους διαύλων πωλήσεων ή μέσω διαύλων πωλήσεων τους οποίους εκμεταλλεύονται τρίτοι, δωμάτια σε τιμή χαμηλότερη από την προτεινόμενη στην εν λόγω πλατφόρμα, οι ρήτρες αυτές δεν είναι αντικειμενικώς αναγκαίες για την κύρια πράξη της παροχής διαδικτυακών υπηρεσιών ξενοδοχειακών κρατήσεων ούτε ανάλογες προς τον σκοπό που αυτή επιδιώκει.
-Πράγματι, δεν υπάρχει εγγενής σχέση μεταξύ της συνέχισης της κύριας δραστηριότητας της πλατφόρμας ξενοδοχειακών κρατήσεων και της επιβολής τέτοιων ρητρών, οι οποίες σαφώς προκαλούν αισθητά περιοριστικά αποτελέσματα. Οι ρήτρες αυτές, εκτός από το γεγονός ότι ενδέχεται να μειώσουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των διαφόρων πλατφορμών ξενοδοχειακών κρατήσεων, ενέχουν τον κίνδυνο να εκτοπίσουν τις μικρές πλατφόρμες και τις νεοεισερχόμενες πλατφόρμες.
-Το ίδιο ισχύει, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης της κύριας δίκης, για τις στενές ρήτρες καλύτερης τιμής οι οποίες απλώς απαγορεύουν στους συνεργαζόμενους παρόχους καταλυμάτων να προσφέρουν στο κοινό μέσω των δικών τους διαδικτυακών διαύλων διανυκτερεύσεις σε τιμή χαμηλότερη από εκείνη που προσφέρεται μέσω της πλατφόρμας ξενοδοχειακών κρατήσεων. Μολονότι οι τελευταίες αυτές ρήτρες, εκ πρώτης όψεως, έχουν σε μικρότερο βαθμό αποτέλεσμα περιοριστικό του ανταγωνισμού και αποσκοπούν στην αντιμετώπιση του κινδύνου παρασιτισμού τον οποίο επικαλείται, μεταξύ άλλων, η Booking.com στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν προκύπτει ότι είναι αντικειμενικώς αναγκαίες για τη διασφάλιση της οικονομικής βιωσιμότητας της πλατφόρμας ξενοδοχειακών κρατήσεων.
Η απόφαση
Η απόφαση του ΔΕΕ έχει ως ακολούθως:
“ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)
της 19ης Σεπτεμβρίου 2024 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Ανταγωνισμός – Άρθρο 101 ΣΛΕΕ – Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων – Συμβάσεις συναφθείσες μεταξύ διαδικτυακής πλατφόρμας κρατήσεων και ξενοδόχων – Ρήτρες καλύτερης τιμής – Παρεπόμενος περιορισμός – Απαλλαγή κατά κατηγορία – Κάθετες συμφωνίες – Κανονισμός (ΕΕ) 330/2010 – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Ορισμός της σχετικής αγοράς »
Στην υπόθεση C‑264/23,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) με απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 24 Απριλίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης
Booking .com BV,
Booking .com (Deutschland) GmbH
κατά
25hours Hotel Company Berlin GmbH,
Aletto Kudamm GmbH,
Air-Hotel Wartburg Tagungs- & Sporthotel GmbH,
Andel’s Berlin Hotelbetriebs GmbH,
Angleterre Hotel GmbH & Co. KG,
Atrium Hotelgesellschaft mbH,
Azimut Hotelbetrieb Köln GmbH & Co. KG,
Barcelo Cologne GmbH,
Business Hotels GmbH,
Cocoon München GmbH,
DJC Operations GmbH,
Dorint GmbH,
Eleazar Novum GmbH,
Empire Riverside Hotel GmbH & Co. KG,
Explorer Hotel Fischen GmbH & Co. KG,
Explorer Hotel Nesselwang GmbH & Co. KG,
Explorer Hotel Schönau GmbH & Co. KG,
Fleming’s Hotel Management und Servicegesellschaft mbH & Co. KG,
G. Stürzer GmbH Hotelbetriebe,
Hotel Bellevue Dresden Betriebs GmbH,
Hotel Europäischer Hof W.A.L. Berk GmbH & Co. KG,
Hotel Hafen Hamburg. Wilhelm Bartels GmbH & Co. KG,
Hotel John F GmbH,
Hotel Obermühle GmbH,
Hotel Onyx GmbH,
Hotel Rubin GmbH,
Hotel Victoria Betriebs- und Verwaltungs GmbH,
Hotel Wallis GmbH,
i31 Hotel GmbH,
IntercityHotel GmbH,
ISA Group GmbH,
Kur-Cafe Hotel Allgäu GmbH,
Lindner Hotels AG,
M Privathotels GmbH & Co. KG,
Maritim Hotelgesellschaft mbH,
MEININGER Shared Services GmbH,
Oranien Hotelbetriebs GmbH,
Platzl Hotel Inselkammer KG,
prize Deutschland GmbH,
Relexa Hotel GmbH,
SANA BERLIN HOTEL GmbH,
SavFra Hotelbesitz GmbH,
Scandic Hotels Deutschland GmbH,
Schlossgarten Hotelgesellschaft mbH,
Seaside Hotels GmbH & Co. KG,
SHK Hotel Betriebsgesellschaft mbH,
Steigenberger Hotels GmbH,
Sunflower Management GmbH & Co. KG,
The Mandala Hotel GmbH,
The Mandala Suites GmbH,
THR Hotel am Alexanderplatz Berlin Betriebs- und Management GmbH,
THR III Berlin Prager-Platz Hotelbetriebs- und Beteiligungsgesellschaft mbH,
THR München Konferenz und Event Hotelbetriebs- und Management GmbH,
THR Rhein/Main Hotelbetriebs- und Beteiligungs-GmbH,
THR XI Berlin Hotelbetriebs- und Beteiligungsgesellschaft mbH,
THR XXX Hotelbetriebs- und Beteiligungs-GmbH,
Upstalsboom Hotel + Freizeit GmbH & Co. KG,
VI VADI HOTEL Betriebsgesellschaft mbH & Co. KG,
Weissbach Hotelbetriebsgesellschaft mbH,
Wickenhäuser & Egger AG,
Wikingerhof GmbH & Co. KG,
Hans-Hermann Geiling (Hotel Präsident),
Karl Herfurtner, Hotel Stadt München e.K.,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen, N. Wahl (εισηγητή), J. Passer και M. L. Arastey Sahún, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins
γραμματέας: A. Lamote, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 29ης Φεβρουαρίου 2024,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– οι Booking.com BV και Booking.com (Deutschland) GmbH, εκπροσωπούμενες από τους J. K. de Pree, H. Gornall, P. W. Post και K. J. Saarloos, advocaten,
– οι 25hours Hotel Company Berlin GmbH κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τους R. Buchmann και V. Soyez, Rechtsanwälte, H. C. E. P. J. Janssen και A. P. van Oosten, advocaten,
– η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller και P.‑L. Krüger,
– η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον K. Μπόσκοβιτς και τη Χ. Κοκκόση,
– η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Aguilera Ruiz,
– η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις J. Schmoll και E. Samoilova,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον S. Baches Opi, τον G. Meessen και τη C. Zois,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 6ης Ιουνίου 2024,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) 330/2010 της Επιτροπής, της 20ής Απριλίου 2010, για την εφαρμογή του άρθρου 101 παράγραφος 3 [ΣΛΕΕ] σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών (ΕΕ 2010, L 102, σ. 1).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, των Booking.com BV και Booking.com (Deutschland) GmbH (στο εξής, από κοινού: Booking.com) και, αφετέρου, των 25hours Hotel Company Berlin GmbH και 62 άλλων ξενοδοχειακών μονάδων ευρισκόμενων στη Γερμανία σχετικά με το κύρος, υπό το πρίσμα του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, των ρητρών καλύτερης τιμής τις οποίες χρησιμοποιεί η Booking.com στις συμβάσεις που συνάπτει με τις εν λόγω μονάδες.
Το νομικό πλαίσιο
Ο κανονισμός (ΕΚ) 1/2003
3 Το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), επιγράφεται «Συνεργασία μεταξύ της [Ευρωπαϊκής] Επιτροπής και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών» και προβλέπει τα εξής:
«1. Η Επιτροπή και οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών συνεργάζονται στενά για την εφαρμογή της […] νομοθεσίας ανταγωνισμού [της Ένωσης].
[…]
5. Οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών δύνανται να συμβουλεύονται την Επιτροπή σχετικά με οποιαδήποτε υπόθεση που αφορά την εφαρμογή της […] νομοθεσίας [της Ένωσης].
[…]»
Ο κανονισμός 330/2010
4 Σύμφωνα με το άρθρο 10, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 330/2010, η ισχύς του κανονισμού αυτού έληξε στις 31 Μαΐου 2022.
5 Οι αιτιολογικές σκέψεις 5 και 9 του κανονισμού είχαν ως εξής:
«(5) Το ευεργέτημα της απαλλαγής κατά κατηγορία που θεσπίζεται με τον παρόντα κανονισμό πρέπει να περιορισθεί στις κάθετες εκείνες συμφωνίες για τις οποίες μπορεί να θεωρηθεί με επαρκή βαθμό βεβαιότητας ότι πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 101 παράγραφος 3 [ΣΛΕΕ].
[…]
(9) Όταν το εν λόγω μερίδιο αγοράς υπερβαίνει το 30 %, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι οι κάθετες συμφωνίες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 101 παράγραφος 1 [ΣΛΕΕ] δημιουργούν αντικειμενικά πλεονεκτήματα τέτοιου είδους και σε τέτοιο βαθμό ώστε να αντισταθμίζονται τα μειονεκτήματα που προκαλούν στον ανταγωνισμό. Συγχρόνως, δεν μπορεί ούτε να θεωρηθεί ότι αυτές οι κάθετες συμφωνίες εμπίπτουν στο άρθρο 101 παράγραφος 1 [ΣΛΕΕ] ούτε ότι δεν πληρούν τους όρους του άρθρου 101 παράγραφος 3 [ΣΛΕΕ].»
6 Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού:
«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως:
α) “κάθετες συμφωνίες”, οι συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές που συνάπτονται μεταξύ δύο ή περισσοτέρων επιχειρήσεων καθεμία εκ των οποίων δραστηριοποιείται, για τους σκοπούς της συμφωνίας ή της εναρμονισμένης πρακτικής, σε διαφορετικό επίπεδο της αλυσίδας παραγωγής ή διανομής, και που αφορούν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα μέρη δύνανται να προμηθεύονται, να πωλούν ή να μεταπωλούν ορισμένα αγαθά ή υπηρεσίες».
7 Το άρθρο 2 του ίδιου κανονισμού όριζε τα ακόλουθα:
«1. Σύμφωνα με το άρθρο 101 παράγραφος 3 [ΣΛΕΕ] και με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, το άρθρο 101 παράγραφος 1 [ΣΛΕΕ] κηρύσσεται ανεφάρμοστο στις κάθετες συμφωνίες.
Η εν λόγω απαλλαγή εφαρμόζεται στον βαθμό που οι εν λόγω συμφωνίες περιλαμβάνουν κάθετους περιορισμούς.
[…]»
8 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 330/2010 είχε ως εξής:
«Η απαλλαγή που προβλέπεται στο άρθρο 2 εφαρμόζεται υπό τον όρο ότι το μερίδιο αγοράς του προμηθευτή δεν υπερβαίνει το 30 % της σχετικής αγοράς στην οποία πωλεί τα αναφερόμενα στη σύμβαση αγαθά ή υπηρεσίες και το μερίδιο αγοράς του αγοραστή δεν υπερβαίνει το 30 % της σχετικής αγοράς στην οποία αγοράζει τα αναφερόμενα στη σύμβαση αγαθά ή υπηρεσίες.»
Η οδηγία 2014/104/ΕΕ
9 Το άρθρο 1 της οδηγίας 2014/104/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2014, σχετικά με ορισμένους κανόνες που διέπουν τις αγωγές αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου για παραβάσεις των διατάξεων του δικαίου ανταγωνισμού των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2014, L 349, σ. 1), το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής», προβλέπει τα εξής:
«1. Η παρούσα οδηγία θεσπίζει ορισμένους αναγκαίους κανόνες για να διασφαλίζεται ότι οιοσδήποτε υπέστη ζημία λόγω παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού από επιχείρηση ή από ένωση επιχειρήσεων μπορεί να ασκήσει αποτελεσματικά το δικαίωμα για αξίωση πλήρους αποζημίωσης για την εν λόγω ζημία από την επιχείρηση ή την ένωση επιχειρήσεων. Θεσπίζει τους κανόνες για την προώθηση του ανόθευτου ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά και την άρση των εμποδίων στην εύρυθμη λειτουργία της, διασφαλίζοντας ισότιμη προστασία σε όλη την [Ευρωπαϊκή] Ένωση για οποιονδήποτε έχει υποστεί τέτοια ζημία.
2. Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες για τον συντονισμό μεταξύ της επιβολής των κανόνων ανταγωνισμού από τις αρχές ανταγωνισμού και της επιβολής των κανόνων αυτών σε αγωγές αποζημίωσης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.»
10 Κατά το άρθρο 9 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Ισχύς των εθνικών αποφάσεων»:
«1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι η παράβαση διάταξης δικαίου ανταγωνισμού η οποία έχει διαπιστωθεί με [απρόσβλητη] απόφαση εθνικής αρχής ανταγωνισμού ή [δικαστηρίου επανεξέτασης] θεωρείται πλέον αδιάψευστη για τους σκοπούς της αγωγής αποζημίωσης που εισάγεται ενώπιον των εθνικών τους δικαστηρίων, δυνάμει των άρθρων 101 ή 102 ΣΛΕΕ ή δυνάμει του εθνικού δικαίου ανταγωνισμού.
2. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε, όταν [απρόσβλητη] απόφαση της παραγράφου 1 έχει εκδοθεί σε άλλο κράτος μέλος, αυτή η [απρόσβλητη] απόφαση να μπορεί να υποβληθεί ενώπιον των εθνικών τους δικαστηρίων σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο ως τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως μέσο απόδειξης του γεγονότος της παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού και, κατά περίπτωση, να μπορεί να εκτιμηθεί παράλληλα με τυχόν άλλο αποδεικτικό υλικό που προσκομίζουν οι διάδικοι.
3. Το παρόν άρθρο δεν θίγει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων που προβλέπονται από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
11 Η Booking.com BV, εταιρία ολλανδικού δικαίου με έδρα το Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες), ιδρύθηκε το 1996 και παρέχει παγκοσμίως υπηρεσίες διαμεσολάβησης για κρατήσεις καταλυμάτων μέσω της εκμετάλλευσης της διαδικτυακής της πλατφόρμας booking.com. Υποστηρίζεται στις δραστηριότητές της από θυγατρικές εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη, όπως, μεταξύ άλλων, από την Booking.com (Deutschland) που είναι εγκατεστημένη στη Γερμανία.
12 Η Booking .com δεν είναι ούτε προμηθευτής ούτε αποδέκτης υπηρεσιών παροχής καταλύματος. Επίσης, δεν καθορίζει ποια δωμάτια προσφέρονται μέσω της πλατφόρμας της και σε ποιες τιμές, δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά καθορίζονται από τα καταλύματα. Επομένως, η Booking.com απλώς φέρνει σε επαφή, στην πλατφόρμα της, τα καταλύματα με τους ταξιδιώτες.
13 Οι υπηρεσίες που παρέχει η πλατφόρμα την οποία εκμεταλλεύεται η Booking.com είναι δωρεάν για τους ταξιδιώτες. Οι ξενοδοχειακές μονάδες καταβάλλουν προμήθεια στην Booking.com σε περίπτωση που ένας πελάτης πραγματοποιήσει κράτηση μέσω της πλατφόρμας αυτής και δεν την ακυρώσει. Ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη πλατφόρμα, οι εν λόγω μονάδες μπορούν να χρησιμοποιούν εναλλακτικούς διαύλους πωλήσεων.
14 Κατά την είσοδό της στη γερμανική αγορά το 2006, η Booking .com, όπως και άλλες πλατφόρμες ξενοδοχειακών κρατήσεων, αποκαλούμενες επίσης «Online Travel Agencies» (διαδικτυακά ταξιδιωτικά πρακτορεία) (στο εξής: OTA), περιλάμβανε, στους γενικούς όρους των συμφωνιών που συνήπτε με τους παρόχους καταλυμάτων, τη λεγόμενη «ευρεία ρήτρα καλύτερης τιμής». Βάσει της ρήτρας αυτής, δεν επιτρεπόταν στους εν λόγω παρόχους να προσφέρουν, μέσω των δικών τους διαύλων πωλήσεων ή μέσω διαύλων πωλήσεων τους οποίους εκμεταλλεύονταν τρίτοι, συμπεριλαμβανομένων των ανταγωνιστικών OTA, δωμάτια σε τιμή χαμηλότερη από την προτεινόμενη στον ιστότοπο της Booking.com.
15 Με απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2013, η Bundeskartellamt (Ομοσπονδιακή Αρχή Ανταγωνισμού, Γερμανία) έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η ευρεία ρήτρα καλύτερης τιμής που χρησιμοποιούσε η Hotel Reservation Service Robert Ragge GmbH (στο εξής: HRS), ένα από τα OTA που δραστηριοποιούνταν στη γερμανική αγορά, ήταν αντίθετη προς την απαγόρευση των συμπράξεων κατά το δίκαιο της Ένωσης και το γερμανικό δίκαιο και διέταξε την παύση της χρήσης της.
16 Κατά τη διάρκεια του 2013, η ως άνω αρχή κίνησε επίσης έρευνα σχετικά με την ευρεία ρήτρα καλύτερης τιμής την οποία χρησιμοποιούσε η Booking.com και η οποία ήταν παρόμοια με εκείνη που χρησιμοποιούσε η HRS.
17 Με απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2015, το Oberlandesgericht Düsseldorf (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο Ντίσελντορφ, Γερμανία) απέρριψε την προσφυγή που άσκησε η HRS κατά της απόφασης της εν λόγω αρχής της 20ής Δεκεμβρίου 2013. Η απόφαση του δικαστηρίου αυτού, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο, κατέστη τελεσίδικη.
18 Από την 1η Ιουλίου 2015, η Booking.com δεσμεύτηκε, σε συνεννόηση με τις αρχές ανταγωνισμού της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Σουηδίας, να διαγράψει από τους γενικούς όρους της την ευρεία ρήτρα καλύτερης τιμής και να την αντικαταστήσει με τη λεγόμενη «στενή ρήτρα καλύτερης τιμής», βάσει της οποίας η απαγόρευση προς τους παρόχους καταλυμάτων να προσφέρουν τα δωμάτια τους σε καλύτερες τιμές από αυτές που προτείνονται μέσω της Booking.com ισχύει μόνο για τις προσφορές που γίνονται μέσω των δικών τους διαύλων πωλήσεων.
19 Με απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2015, η οποία ελήφθη κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 5, του κανονισμού 1/2003, η Ομοσπονδιακή Αρχή Ανταγωνισμού εκτίμησε ότι μια τέτοια στενή ρήτρα καλύτερης τιμής ήταν επίσης αντίθετη προς την απαγόρευση των συμπράξεων κατά το δίκαιο της Ένωσης και το γερμανικό δίκαιο και διέταξε την Booking.com να παύσει να τη χρησιμοποιεί. Η αρχή αυτή έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι τέτοιες ρήτρες περιόριζαν τον ανταγωνισμό τόσο στην αγορά παροχής υπηρεσιών καταλυμάτων όσο και στην αγορά παροχής διαδικτυακών υπηρεσιών διαμεσολάβησης από τις πλατφόρμες προς τους παρόχους καταλυμάτων. Η ανωτέρω αρχή έκρινε επίσης, αφενός, ότι, λόγω του σημαντικού μεριδίου που κατείχε η Booking.com στη σχετική αγορά, οι ρήτρες αυτές δεν μπορούσαν να απαλλαγούν δυνάμει του κανονισμού 330/2010 και, αφετέρου, ότι δεν πληρούνταν ούτε οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή ατομικής απαλλαγής βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.
20 Με απόφαση της 4ης Ιουνίου 2019, το Oberlandesgericht Düsseldorf (ανώτερο περιφερειακό δικαστήριο Ντίσελντορφ) έκανε εν μέρει δεκτή την προσφυγή που άσκησε η Booking.com κατά της ως άνω απόφασης της 22ας Δεκεμβρίου 2015. Το δικαστήριο αυτό έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η στενή ρήτρα καλύτερης τιμής περιόριζε μεν τον ανταγωνισμό, πλην όμως μπορούσε, ως παρεπόμενος περιορισμός, να θεωρηθεί αναγκαία ώστε να δύναται η Booking.com να λάβει δίκαιη αμοιβή για την παροχή των υπηρεσιών της. Ειδικότερα, θα ήταν αθέμιτο εκ μέρους των καταλυμάτων να εγγράφονται στην πλατφόρμα κρατήσεων της Booking.com, αλλά στη συνέχεια να παρακινούν τους πελάτες να πραγματοποιήσουν κράτηση απευθείας σε συνεννόηση με αυτά προσφέροντας καλύτερες τιμές στον δικό τους ιστότοπο. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, η δυνατότητα των καταλυμάτων να μεταφέρουν τις κρατήσεις προς τα δικά τους συστήματα κρατήσεων συνιστούσε επαρκή δικαιολογία ώστε η Booking.com να εμποδίζει συμβατικώς τα καταλύματα να επιδίδονται σε «παρασιτισμό» (free riding). Επομένως, η ρήτρα αυτή δεν μπορούσε, κατά το ανωτέρω δικαστήριο, να θεωρηθεί αντίθετη προς την απαγόρευση των συμπράξεων που προβλέπεται στο εθνικό δίκαιο και στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.
21 Το 2020 η Hotelverband Deutschland e.V., ένωση που εκπροσωπεί περισσότερα από 2 600 ξενοδοχεία, άσκησε ενώπιον του Landgericht Berlin (πρωτοδικείου Βερολίνου, Γερμανία) αγωγή αποζημιώσεως κατά της Booking.com με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που υποστηρίζουν ότι υπέστησαν τα μέλη της ένωσης αυτής λόγω των ρητρών καλύτερης τιμής.
22 Με απόφαση της 18ης Μαΐου 2021, το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο, Γερμανία), επιληφθέν αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε η Ομοσπονδιακή Αρχή Ανταγωνισμού, αναίρεσε την απόφαση του Oberlandesgericht Düsseldorf (ανώτερου περιφερειακού δικαστηρίου Ντίσελντορφ) της 4ης Ιουνίου 2019. Έκρινε ότι η στενή ρήτρα καλύτερης τιμής περιόριζε σημαντικά τον ανταγωνισμό στην αγορά των διαδικτυακών πλατφορμών ξενοδοχειακών κρατήσεων καθώς και στην αγορά των ξενοδοχειακών καταλυμάτων. Μια τέτοια ρήτρα δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «παρεπόμενος περιορισμός», δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι, εάν αυτή δεν υπήρχε, θα διακυβευόταν η κερδοφορία της Booking.com. Η εν λόγω ρήτρα δεν μπορούσε επίσης να τύχει απαλλαγής δυνάμει του κανονισμού 330/2010 ή οποιασδήποτε άλλης απαλλαγής από την απαγόρευση των συμπράξεων κατά το δίκαιο της Ένωσης και το γερμανικό δίκαιο.
23 Στις 23 Οκτωβρίου 2020 η Booking.com άσκησε ενώπιον του Rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείου Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση, αγωγή με αίτημα να αναγνωριστεί, αφενός, ότι οι ρήτρες καλύτερης τιμής τις οποίες χρησιμοποιεί δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, ότι οι εναγόμενες της κύριας δίκης δεν υπέστησαν ζημία λόγω των ρητρών αυτών. Οι τελευταίες ζήτησαν, με ανταγωγή, από το ως άνω δικαστήριο, αφενός, να διαπιστώσει ότι η Booking.com παρέβη το άρθρο 101 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, να την υποχρεώσει να καταβάλει αποζημίωση για παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.
24 Κατά το αιτούν δικαστήριο, το οποίο έκρινε εαυτό αρμόδιο να εκδικάσει την υπόθεση με παρεμπίπτουσα απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2022, τίθεται, πρώτον, το ερώτημα αν τόσο οι ευρείες όσο και οι στενές ρήτρες καλύτερης τιμής οι οποίες περιλαμβάνονται στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ των OTA και των συνδεδεμένων παρόχων καταλυμάτων πρέπει, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, να χαρακτηριστούν ως «παρεπόμενοι περιορισμοί».
25 Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι το Δικαστήριο δεν έχει μέχρι σήμερα αποφανθεί επί του ζητήματος αν τέτοιες ρήτρες, βάσει των οποίων μια διαδικτυακή πλατφόρμα κρατήσεων εμποδίζει τους παρόχους καταλυμάτων που είναι συνδεδεμένοι με αυτή να χρεώνουν χαμηλότερες τιμές –ανάλογα με την περίπτωση, σε όλους τους διαύλους πωλήσεων ή σε ορισμένους άλλους διαύλους πωλήσεων– από εκείνες που προτείνονται στην εν λόγω πλατφόρμα, μπορούν, ως παρεπόμενοι περιορισμοί, να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης των συμπράξεων που προβλέπεται στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Το ζήτημα αυτό όμως οδηγεί σε αποκλίνουσες αναλύσεις, πράγμα που θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια την έκδοση αντιφατικών αποφάσεων.
26 Συναφώς, το ανωτέρω δικαστήριο διερωτάται αν η Booking.com δεν θα έπρεπε να είναι σε θέση να προστατεύεται από τους κινδύνους παρασιτισμού. Από τη νομολογία που επικαλούνται οι ενάγουσες της κύριας δίκης προκύπτει ιδίως ότι δεν είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι η παράβαση συμβατικού περιορισμού θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα της επιχείρησης, αλλά αρκεί να «διακυβεύεται» η βιωσιμότητα αυτή. Επισημαίνεται επίσης ότι, εν τω μεταξύ, τόσο η στενή ρήτρα καλύτερης τιμής όσο και η ευρεία ρήτρα καλύτερης τιμής απαγορεύθηκαν με νόμο στο Βέλγιο, στη Γαλλία, στην Ιταλία και στην Αυστρία και ότι η δίκη που εκκρεμεί επί του παρόντος ενώπιον του Landgericht Berlin (πρωτοδικείου Βερολίνου) αφορά το ίδιο ζήτημα με το επίμαχο στην παρούσα διαδικασία.
27 Δεύτερον, σε περίπτωση που κριθεί ότι οι επίδικες ρήτρες καλύτερης τιμής δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «παρεπόμενος περιορισμός», το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι τίθεται το ερώτημα αν οι ρήτρες αυτές μπορούν να τύχουν απαλλαγής. Για την εφαρμογή, όμως, του κανονισμού 330/2010, απαιτείται να είναι γνωστό πώς πρέπει να οριστεί η αγορά των επίμαχων προϊόντων. Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ο τρόπος ορισμού της σχετικής αγοράς, η οποία έχει «πολύπλευρο» χαρακτήρα, στερείται σαφήνειας.
28 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Rechtbank Amsterdam (πρωτοδικείο Άμστερνταμ) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Πρέπει η ευρεία και η στενή ρήτρα καλύτερης τιμής να θεωρηθεί, στο πλαίσιο [της εφαρμογής] του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ως παρεπόμενος περιορισμός;
2) Πώς πρέπει να οριοθετηθεί η σχετική αγορά, στο πλαίσιο της εφαρμογής του κανονισμού […] 330/2010, σε περίπτωση πραγματοποίησης συναλλαγών μέσω [πλατφόρμας ΟΤΑ] όπου τα καταλύματα έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν δωμάτια και να επικοινωνούν με ταξιδιώτες που μπορούν να κάνουν κράτηση δωματίου μέσω της πλατφόρμας;»
Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως
29 Το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως αμφισβητήθηκε για τρεις λόγους.
30 Πρώτον, κατά τις εναγόμενες της κύριας δίκης, η αίτηση αυτή δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο δεν περιέγραψε με ακρίβεια και πληρότητα το πραγματικό πλαίσιο εντός του οποίου υποβλήθηκαν τα ερωτήματα.
31 Συναφώς, από τη συνολική εξέταση της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο προσδιόρισε επαρκώς το πραγματικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η αίτησή του περί ερμηνείας, κατά τρόπον ώστε να καθίσταται δυνατό τόσο στους ενδιαφερομένους να υποβάλουν παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και στο Δικαστήριο να δώσει χρήσιμη απάντηση στην εν λόγω αίτηση. Ειδικότερα, το δικαστήριο αυτό αναφέρθηκε σαφώς στις αποφάσεις που έλαβαν η Ομοσπονδιακή Αρχή Ανταγωνισμού και τα γερμανικά δικαστήρια στο πλαίσιο των διαφορών μεταξύ OTA και ξενοδοχειακών μονάδων στη Γερμανία.
32 Επομένως, ο πρώτος λόγος απαραδέκτου που προέβαλαν οι εναγόμενες της κύριας δίκης πρέπει να απορριφθεί.
33 Δεύτερον, τόσο οι εναγόμενες της κύριας δίκης όσο και η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά αμιγώς υποθετικά ερωτήματα, που δεν έχουν σχέση με τη διαδικασία της κύριας δίκης. Υποστηρίζουν ότι η προβληματική στην οποία βασίζονται τα προδικαστικά ερωτήματα έχει ήδη εξεταστεί από την Ομοσπονδιακή Αρχή Ανταγωνισμού, με τις αποφάσεις της 20ής Δεκεμβρίου 2013 και της 22ας Δεκεμβρίου 2015, όσον αφορά, αντιστοίχως, τις ευρείες ρήτρες καλύτερης τιμής και τις στενές ρήτρες καλύτερης τιμής, αποφάσεις οι οποίες επικυρώθηκαν εν τέλει με την απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2015 του Oberlandesgericht Düsseldorf (ανώτερου περιφερειακού δικαστηρίου Ντίσελντορφ) και την απόφαση της 18ης Μαΐου 2021 του Bundesgerichtshof (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου). Στο μέτρο όμως, ιδίως, που το αιτούν δικαστήριο οφείλει, βάσει των διατάξεων του άρθρου 9 της οδηγίας 2014/104, να λάβει υπόψη τις αποφάσεις της ως άνω αρχής και των ως άνω δικαστηρίων, υπάρχουν λόγοι να εκφραστούν αμφιβολίες ως προς την αναγκαιότητα υποβολής των προδικαστικών αυτών ερωτημάτων.
34 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι εναπόκειται αποκλειστικώς στον εθνικό δικαστή, ο οποίος έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη για τη δικαστική απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υπόθεσης, τόσο την αναγκαιότητα εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως για να είναι σε θέση να εκδώσει τη δική του απόφαση όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Επομένως, εφόσον τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται κατ’ αρχήν να αποφανθεί (αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 2020, Santen, C‑673/18, EU:C:2020:531, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 6ης Οκτωβρίου 2021, Sumal, C‑882/19, EU:C:2021:800, σκέψη 27).
35 Συνεπώς, δεδομένου ότι τα προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή, το Δικαστήριο δύναται να μην αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβληθεί από εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 2020, Santen, C‑673/18, EU:C:2020:531, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 6ης Οκτωβρίου 2021, Sumal, C‑882/19, EU:C:2021:800, σκέψη 28).
36 Τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Είναι προφανές ότι από την απάντηση που θα δώσει το Δικαστήριο στα υποβληθέντα ερωτήματα θα εξαρτηθεί η έκβαση της διαφοράς της κύριας δίκης.
37 Συναφώς, από τα στοιχεία της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι η υπόθεση της κύριας δίκης φαίνεται να εμπίπτει, εν μέρει, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/104, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 1 της οδηγίας. Πράγματι, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, η αγωγή και η ανταγωγή των οποίων αυτό έχει επιληφθεί αφορούν όχι μόνον το ζήτημα αν οι επίμαχες ρήτρες καλύτερης τιμής αντιβαίνουν στο άρθρο 101 ΣΛΕΕ, αλλά και το ζήτημα αν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ευθύνη των εναγουσών της κύριας δίκης λόγω της ζημίας που ισχυρίζονται ότι υπέστησαν οι εναγόμενες της κύριας δίκης εξαιτίας των ρητρών αυτών.
38 Το άρθρο 9, παράγραφος 2, όμως, της οδηγίας 2014/104 ορίζει ότι, όταν ασκείται αγωγή αποζημιώσεως λόγω παράβασης του δικαίου ανταγωνισμού ενώπιον των δικαστηρίων κράτους μέλους, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι απρόσβλητες αποφάσεις εθνικής αρχής ανταγωνισμού ή δικαστηρίου επανεξέτασης άλλου κράτους μέλους να μπορούν να υποβληθούν ως εκ πρώτης όψεως μέσο απόδειξης της ύπαρξης παράβασης του δικαίου του ανταγωνισμού.
39 Ως εκ τούτου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το αιτούν δικαστήριο έχει πράγματι επιληφθεί αγωγής αποζημιώσεως εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο ίδιο να εξακριβώσει, το εν λόγω δικαστήριο δεν δεσμεύεται κατ’ ανάγκην από τις διαπιστώσεις σχετικά με τις ρήτρες καλύτερης τιμής οι οποίες περιλαμβάνονται στις αποφάσεις της Ομοσπονδιακής Αρχής Ανταγωνισμού ή στις μεταγενέστερες αποφάσεις των γερμανικών δικαστηρίων. Επομένως, το γεγονός ότι οι αποφάσεις αυτές ενδέχεται να αποτελούν εκ πρώτης όψεως μέσο απόδειξης για την ύπαρξη παράβασης δεν καθιστά απαράδεκτη την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.
40 Όσον αφορά το ζήτημα αν και σε ποιο βαθμό οι απρόσβλητες αποφάσεις που εκδόθηκαν στη Γερμανία μπορούν να επηρεάσουν την εκτίμηση στην οποία θα πρέπει να προβεί ο εθνικός δικαστής ως προς τη συμβατότητα των επίδικων ρητρών καλύτερης τιμής, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/104 ορίζει σαφώς ότι οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού «δεν θίγ[ουν] τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων που προβλέπονται από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ».
41 Εξάλλου, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι, όπως αναφέρεται στη σκέψη 29 της απόφασης της 16ης Δεκεμβρίου 1981, Foglia (244/80, EU:C:1981:302), η προδικαστική διαδικασία χρησιμοποιήθηκε από τους διαδίκους για σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους για τους οποίους προβλέφθηκε. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η αγωγή που άσκησαν οι ενάγουσες της κύριας δίκης ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου είχε ως απώτερο στόχο να αντικρούσει τις απρόσβλητες αποφάσεις οι οποίες εκδόθηκαν στη Γερμανία και με τις οποίες οι ρήτρες αυτές κρίθηκαν αντίθετες προς το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις εναπόκειται στο Δικαστήριο να ερευνήσει τις συνθήκες υπό τις οποίες του έχουν υποβληθεί τα ερωτήματα από τον εθνικό δικαστή προκειμένου να ελέγξει κατά πόσον είναι αρμόδιο να απαντήσει.
42 Επομένως, δεν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία των διατάξεων στις οποίες αναφέρονται τα προδικαστικά ερωτήματα δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης ή ότι το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως.