του Παναγιώτη Παράσχου*
Τις μέρες αυτές, δυστυχώς με τραγική αφορμή τις εκτεταμένες δασικές πυρκαγιές σε Αττική, Ρόδο, Βοιωτία, Κορινθία, Κέρκυρα και αλλού σε όλη σχεδόν την επικράτεια και με τραγικό αποκορύφωμα το δυστύχημα της πτώσης του πυροσβεστικού αεροπλάνου στην Κάρυστο Εύβοιας και τον άδικο χαμό των δύο ηρωικών χειριστών του, έχει ξανανοίξει πιο έντονα ίσως από ποτέ μια συζήτηση που επαναλαμβάνεται κάθε καλοκαίρι τα τελευταία, πολλά πλέον, χρόνια στη Χώρα μας. Αφορά και πάλι, στην ουσία της, το ζητούμενο της αντιμετώπισης του μείζονος προβλήματος των δασικών πυρκαγιών, που ωστόσο πάντα πρέπει να προσεγγίζεται στη βάση του κωδικοποιημένου τρίπτυχου «Πρόληψη-Καταστολή-Αποκατάσταση».
Διαβάζω λοιπόν με προσοχή και ενδιαφέρον τις θέσεις έγκριτων συναδέλφων δασολόγων για το θέμα, καθώς κοινό τόπο στις τοποθετήσεις των ίδιων αλλά και εν γένει του επιστημονικού κόσμου αποτελεί η διαπίστωση πως το στρεβλό «δόγμα ταύτισης δασοπυρόσβεσης-αεροπυρόσβεσης» των δασικών πυρκαγιών έχει ουσιαστικά αποτύχει αφού μάλλον περίτρανα αποδείχτηκε άκρως πολυδάπανο και ουσιωδώς αναποτελεσματικό αλλά και πως ίσως πλέον («χθες» νομίζω προσωπικά) ήρθε η ώρα να εφαρμοστούν τα κατά καιρούς πορίσματα ειδικών ή και διακομματικών επιτροπών για τη σύσταση ενός Νέου και Εξειδικευμένου Φορέα Αντιμετώπισης Δασικών Πυρκαγιών. Την ίδια ώρα ωστόσο από ορισμένους προτείνεται, βιαστικά και άκριτα κατά τη γνώμη μου, η άμεση εμπλοκή της Δασικής Υπηρεσίας πέρα από τα στάδια της «Πρόληψης» και της «Αποκατάστασης» και στο στάδιο της «Καταστολής» τους. Κύρια επιχειρήματα όσων προβάλουν ανάλογες θέσεις, πρωτίστως η φυσική αντιστοιχία της γενικότερης προστασίας των δασικών οικοσυστημάτων με τις καθ΄ ύλην αρμοδιότητες της Δασικής Υπηρεσίας αλλά και πολύ συχνά το ομολογουμένως σημαντικό έργο της, προ του 1998, δηλαδή πριν τη μεταφορά των αρμοδιοτήτων δασοπυρόσβεσης στην Πυροσβεστική Υπηρεσία και η επικαλούμενη ανάλογη «συσσωρευμένη» εμπειρία, μια γνώση ωστόσο που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι εν πολλοίς έχει ήδη «σβήσει», καθώς είναι πια αριθμητικά πολύ λίγοι και συχνά πολύ κοντά στο τέλος της υπηρεσιακής τους σταδιοδρομίας, οι συνάδελφοι που πάλαι ποτέ συμμετείχαν σ΄ αυτή τη σημαντική, και επιτρέψτε μου, ένδοξη σελίδα ιστορικής δράσης της Δασικής Υπηρεσίας.
Σ΄ αυτό το μήκος κύματος όμως, το ερώτημα που προβάλει αμείλικτο είναι σαφές: σε ποια Δασική Υπηρεσία αναφερόμαστε πλέον σήμερα;
Μια Δασική Υπηρεσία, σήμερα πια, δραματικά υποστελεχωμένη και δοκιμαζόμενη, με πραγματικά άξιους συναδέλφους στην «πρώτη γραμμή», δασολόγους και δασοπόνους της πράξης συνηθίζεται να τους λέμε, που ευρισκόμενοι συχνά σε δεινή θέση και με έκδηλη αγωνία, από την Κρήτη και την Πελοπόννησο ώς τη Μακεδονία και τη Θράκη (σχετικές παρεμβάσεις-άρθρα σε ΜΜΕ) στην κυριολεξία παλεύουν καθημερινά, έχοντας πλέον συχνά υπερβεί το ανθρώπινο μέτρο για να ανταποκριθούν στις διαρκώς αυξανόμενες και σίγουρα ήδη δυσανάλογες αρμοδιότητες που σήμερα ασκούνται τόσο από την Κεντρική όσο και πρωτίστως τις Περιφερειακές δομές της Δασικής Υπηρεσίας.
Δεκάδες εξαιρετικά σημαντικές αρμοδιότητες για τους πολίτες και τα δασικά οικοσυστήματα, από την εκπόνηση και τον έλεγχο δασοπονικών και δασοτεχνικών μελετών, τη διαχείριση και την δασοπολιτική επιτήρηση Δημοσίων και Μη Δημοσίων Δασών, το έργο των Δασικών Χαρτών και πρωτίστως την εξέταση χιλιάδων Αντιρρήσεων, τον έλεγχο και την γνωμοδότηση για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις εκατοντάδων επεμβάσεων-έργων περιλαμβανομένων πλήθους επενδύσεων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), τις επιβλέψεις συγχρηματοδοτούμενων και μη έργων και εργασιών στα δάση και τις δασικές εκτάσεις, την εφαρμογή Ευρωπαϊκών Κανονισμών, την αντιμετώπιση ζητημάτων Προστασίας Άγριας Πανίδας και αλληλεπίδρασής της με τον άνθρωπο, τη θήρα αλλά και τον χειρισμό πλήθους σημαντικών νεότερων ρυθμίσεων (π.χ. «δασωμένοι αγροί» κλπ.), τον έλεγχο και την αντιμετώπιση του δυστυχώς ακμάζοντος -σε όλες τις μορφές του- δασικού εγκλήματος και βέβαια τον επίκαιρο σχεδιασμό έργων πρόληψης και αποκατάστασης κατεστραμμένων από κάθε αιτία δασών και δασικών εκτάσεων, μέχρι φυσικά την καθημερινή αντιμετώπιση ενός γραφειοκρατικού κυκεώνα αποτελούν μόλις μερικές από τις ασκούμενες αρμοδιότητες του σχετικού, ιδιαιτέρως εκτενή, καταλόγου καθηκόντων των αριθμητικά ελάχιστων πια στελεχών της δασικής υπηρεσίας που έχουν απομείνει. Κι όλα αυτά με Δασαρχεία ανά την επικράτεια που κατά περίπτωση δεν έχουν πια κανέναν ή έχουν έναν-δύο δασολόγους ή ίσως κάπου λίγο περισσότερους, που όμως καλούνται να ανταποκριθούν σε καθήκοντα και αρμοδιότητες πολύ πέρα και πάνω από τις ανθρώπινες δυνατότητες και τα φυσικά τους όρια και που χρόνια τώρα περιμένουν την «περίφημη» ενίσχυση με νέες προσλήψεις, που όλο έρχεται και ποτέ δεν φτάνει, και που πλέον ούτως ή άλλως δυστυχώς θα αποτελέσει πια «κενό γράμμα», καθώς όσοι αποχώρησαν τα τελευταία μόλις χρόνια (συνταξιοδοτήσεις, μετατάξεις κλπ.) είναι σίγουρα ήδη πολλοί περισσότεροι από όσους με βάση τον υφιστάμενο σχεδιασμό πρόκειται, κάποια στιγμή, να προσληφθούν.
Μια Δασική Υπηρεσία που σήμερα μετά την πολυπόθητη μετάβαση στο ΥΠΕΝ (ο υπογράφων περιλαμβάνεται στους ένθερμους υποστηρικτές της) βρίσκεται ακόμη πιο αποδυναμωμένη στελεχιακά, μιας και ένας αριθμός συναδέλφων δασολόγων και δασοπόνων έχουν «μετατραπεί» σε διοικητικούς-οικονομικούς υπαλλήλους για να καλύψουν τα κενά που δημιούργησε η, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, «ατελής» μετάβαση, καθώς δεν προβλέφθηκε εξαρχής ένας διακριτός, ικανός μηχανισμός διοικητικής υποστήριξης του νέου περιφερειακού σχήματος, όπως πολύ εύστοχα μεταξύ άλλων πολύ σοβαρών και ήδη επιμέρους προαναφερόμενων ζητημάτων, υπογραμμίζεται στο σχετικά πρόσφατο Εξώδικο της Πανελλήνιας Ένωσης Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων (https://dasarxeio.com/2023/04/20/124676/).
Ας μελετήσουμε λοιπόν ξανά τα κατά καιρούς πορίσματα, ας ξαναδιαβάσουμε προσεκτικά τις πρόσφατες επισημάνσεις του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΓΕΩΤΕΕ), του επίσημου δηλαδή συμβούλου της Πολιτείας (https://www.geotee.gr/MainNewsDetail.aspx?CatID=1&RefID=26669&TabID=1), αλλά και των άλλων μαζικών επιστημονικών ή επαγγελματικών φορέων του τομέα και ας συμφωνήσουμε τουλάχιστον πως αφενός απαιτείται άμεσα συνολική αλλαγή του μοντέλου αντιμετώπισης των δασικών πυρκαγιών, χωρίς ωστόσο κεντρική λύση του προβλήματος να μπορεί να αποτελέσει απλά η μεταφορά των αρμοδιοτήτων και δασοπυρόσβεσης στη Δασική Υπηρεσία, τουλάχιστον όχι «σήμερα» και όχι σε αυτή τη Δασική Υπηρεσία.
Χωρίς βεβιασμένα βήματα και «εν θερμώ» αποφάσεις, μιας και δεν είναι η καλύτερη περίοδος για τέτοιες, με σύνεση, προσοχή και μακριά από στοιχεία εφήμερου ίσως εντυπωσιασμού, ας σχεδιαστούν προσεκτικά και ας δρομολογηθούν το ταχύτερο εξελίξεις που θα μπορούσαν, κατά τη γνώμη μου, να περιλαμβάνουν:
- Την άμεση και ουσιαστική ενίσχυση της Δασικής Υπηρεσίας, πρωτίστως σε στελεχιακό δυναμικό δασολόγων και δασοπόνων ώστε να μπορέσει αυτή να σταθεί ξανά στο ύψος των περιστάσεων, ασκώντας απρόσκοπτα και αποτελεσματικά τον πολυσύνθετο ρόλο της που σε κάθε περίπτωση αποτελεί προϋπόθεση για τη θωράκιση των δασικών οικοσυστημάτων από οποιαδήποτε απειλή.
- Την άμεση γενναία χρηματοδότηση-ενίσχυση των Δασικών Υπηρεσιών για την σε πρώτο χρόνο εκπόνηση Σχεδίων Αντιπυρικής Προστασίας στις πλέον επίκαιρες περιοχές και την ένταση έργων και ενεργειών πρόληψης (καθαρισμοί δασών, διάνοιξη αντιπυρικών ζωνών κλπ.) ακόμη και την τρέχουσα αντιπυρική περίοδο.
- Τη μελλοντική ουσιώδη και συστηματική χρηματοδότηση ευρέων δράσεων πρόληψης, περιλαμβανομένης φυσικά της εκπόνησης Αντιπυρικών Σχεδίων για όλη την επικράτεια και με έμφαση-προτεραιότητα στους καθαρισμούς δασών (π.χ. με στρεμματική αποζημίωση) όπως επί 10ετιες συνέβαινε τουλάχιστον στα μη συστηματικά διαχειριζόμενα δασικά οικοσυστήματα, όπου δυστυχώς πλέον έχουν σωρευτεί τεράστιες ποσότητες επικίνδυνης ξηρής βιομάζας.
- Την ταχεία εκκίνηση της διαδικασίας ίδρυσης, ενός νέου Διακριτού Φορέα με συντονιστικό και επιτελικό ρόλο συνολικά για τις δασικές πυρκαγιές, που γρήγορα θα μπορεί να αποτελέσει τον μελλοντικό κεντρικό πυλώνα, μετά την πρόσληψη ειδικών επιστημόνων, δασολόγων και δασοπόνων, την αξιοποίηση νέων τεχνολογιών και επιστημονικών εργαλείων και την εν γένει στελέχωση του με εξειδικευμένο για τον σκοπό προσωπικό για την συνολική αντιμετώπιση του ζητήματος, σε κάθε περίπτωση συνεπικουρούμενος-συνεργαζόμενος στους τομείς της «πρόληψης-αποκατάστασης» και «αντιμετώπισης-καταστολής» των δασικών πυρκαγιών από τη Δασική και την Πυροσβεστική Υπηρεσία αντίστοιχα.
- Την αξιοποίηση, μέσω συστηματικών προσλήψεων πρωτίστως στον προαναφερόμενο φορέα, του δυναμικού των αποφοίτων ΙΕΚ Δασικής Προστασίας, ως μόνων εξειδικευμένων σε συναφή ζητήματα (δασικής οικολογίας, αντιπυρικής μέριμνας κλπ.) αυτής της εκπαιδευτικής βαθμίδας που σήμερα παραδόξως, με όσα συμβαίνουν, αντιμετωπίζουν δυσκολίες ακόμη και για την πραγματοποίηση της Πρακτικής τους Άσκησης στο πλαίσιο ολοκλήρωσης των σπουδών τους, που άλλωστε κάλλιστα θα μπορούσε ενδεχόμενα ήδη να υλοποιείται μαζικά στην Πυροσβεστική και τη Δασική Υπηρεσία. Ας σημειωθεί δε, ότι το δυναμικό αυτό, όπως ενδεχομένως και οι εργαζόμενοι σε προγράμματα αντιπυρικής προστασίας των πρόσφατων προηγούμενων ετών, θα μπορούσε να είναι σύντομα απολύτως επαρκές για το συγκεκριμένο σκοπό ενδεικτικά απλώς συγκρινόμενο με το υψηλού ηλικιακού μέσου όρου υλωρικό προσωπικό (δασοφύλακες) της Δασικής Υπηρεσίας, που όντας αριθμητικά περιορισμένο, εν πολλοίς πια προέρχεται κυρίως από την ενσωμάτωση του προσωπικού της πρώην Αγροφυλακής αλλά και ενίοτε πλείστες μετατάξεις από άλλους φορείς (ΔΕΗ, ΟΣΕ κλπ.).
- Την ουσιώδη ενεργοποίηση σε επικουρικά συναφή ζητήματα επιτήρησης περιοχών υψηλής οικολογικής σημασίας και κινδύνου πυρκαγιών του προσωπικού εποπτείας-φύλαξης των πρώην Φορέων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών (σήμερα Μονάδων Διαχείρισης Π.Π. του ΟΦΥΠΕΚΑ), μετά φυσικά την συνολική επίλυση του χρονίζοντος εργασιακού «αδιεξόδου» των εργαζομένων όλων των βαθμίδων-ειδικοτήτων των δομών αυτών.
Τέλος, και σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να υποεκτιμάται η ιδιαίτερη σημασία που έχουν, ίσως όχι αμιγώς σχετιζόμενα αλλά σίγουρα, εξαιρετικά σημαντικά ζητήματα όπως η ταχεία ολοκλήρωση των Δασικών Χαρτών σε όλη την Επικράτεια, η άμεση θεσμοθέτηση νέου, σύγχρονου και επίκαιρου χωροταξικού για τις ΑΠΕ καθώς και η εκπόνηση και εφαρμογή των Διαχειριστικών Σχεδίων Βόσκησης, ζητήματα που με τον τρόπο τους συνδέονται ουσιαστικά με την εν γένη Προστασία των Δασικών μας Οικοσυστημάτων.
Εν κατακλείδι και με ανάλογες γενικές κατευθύνσεις και προσεκτικό επιμέρους σχεδιασμό και φυσικά μόνο εάν στο πλέγμα των μελλοντικών δράσεων προστεθούν γενναίες πολιτικές αποτροπής της πληθυσμιακής ερήμωσης της υπαίθρου και ουσιώδους ενίσχυσης του Πρωτογενή Τομέα, σε συνδυασμό με τη συστηματική ευαισθητοποίηση των πολιτών και την κατά περίπτωση συντονισμένη ενεργοποίηση-δράση και των κατοίκων των πληττόμενων περιοχών, ίσως να υπάρχει μια τελευταία ελπίδα, η τρέχουσα, αλλά διαρκής πλέον κρίση, να αποτελέσει μια «ευκαιρία» για ένα πιο ευοίωνο μέλλον για τους Πολίτες και τη Χώρα μας.
*Ο Παναγιώτης Παράσχου είναι Δασολόγος-Περιβαλλοντολόγος MSc, Οργανωτικός Γραμματέας ΔΣ ΓΕΩΤΕΕ, τ. Πρόεδρος Δ.Σ. Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Πάρκου Πρεσπών