Στη σύσταση μιας νέας Ανεξάρτητης Αρχής, της “Εθνικής Αρχής Διαφάνειας” (Ε.Α.Δ) προχωρά η Κυβέρνηση με τα άρθρα 82 έως και 103 του νομοσχεδίου περί επιτελικού Κράτους.
Η Αρχή θα ασκεί τις αρμοδιότητές της στο σύνολο των Φορέων και Υπηρεσιών της Γενικής Κυβέρνησης, « περιλαμβανομένων των Ο.Τ.Α. Πρώτου και Δεύτερου βαθμού, των Επιχειρήσεών τους και των εποπτευόμενων από αυτούς Ν.Π.Δ.Δ. και Ν.Π.Ι.Δ. », όπως ρητά ορίζεται στην παρ.1 του αρ.83.
Στην ιδρυόμενη Αρχή μεταφέρεται το σύνολο των αρμοδιοτήτων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των κάτωθι Φορέων, οι οποίοι καταργούνται:
- – Γενική Γραμματεία για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς (ΓΕ.Γ.ΚΑΔ.),
- – Σώμα Ελεγκτών-Επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης (Σ.Ε.Ε.Δ.Δ.),
- – Γραφείο του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης (Γ.Ε.Δ.Δ.),
- – Σώμα Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας (Σ.Ε.Υ.Υ.Π.),
- – Σώμα Επιθεωρητών Δημοσίων Έργων (Σ.Ε.Δ.Ε),
- – Σώμα Επιθεωρητών-Ελεγκτών Μεταφορών (Σ.Ε.Ε.ΜΕ.).
Να σημειωθεί πως Ιδιαίτερα Σώματα και Υπηρεσίες Επιθεώρησης & Ελέγχου, μεταξύ άλλων, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που εξακολουθούν να λειτουργούν χωρίς να εντάσσονται στην Αρχή, υποχρεούνται να της κοινοποιούν α) τα πορίσματα και τις εκθέσεις τους αμέσως μετά την ολοκλήρωση των σχετικών επιθεωρήσεων και ελέγχων, β) τους ετήσιους προγραμματισμούς της δράσης τους το αργότερο μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου του κάθε έτους (παρ.6 αρ.100).
Εντύπωση προκαλεί ο τρόπος ορισμός του Διοικητή της Αρχής για τα πρώτα 5 χρόνια. Κατ’ εξαίρεση (παρ.5 αρ.117), κατά την πρώτη λειτουργία της Αρχής, ο Διοικητής ΠΡΟΤΕΙΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟ για τριετή θητεία και ΔΙΟΡΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ, ύστερα από έγκριση της Επιτροπής Θεσμών & Διαφάνειας της Βουλής. Η θητεία αυτή δύναται να ανανεωθεί για 2 ακόμη έτη, με μόνη Απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης της Αρχής.
Επιπλέον, προβληματισμός γεννάται από το γεγονός ότι δεν εντοπίζεται στο Ν/Σ κάποια αντικειμενική και αδιάβλητη διαδικασία, με συγκεκριμένα προκαθορισμένα κριτήρια, για την επιλογή των Επιθεωρητών-Ελεγκτών. Και αυτό παρά το ότι εξοπλίζονται με μείζονος σημασίας αρμοδιότητες, καθήκοντα και δυνατότητες. Οι κατ’ ελάχιστον 365 οργανικές θέσεις Επιθεωρητών-Ελεγκτών προβλέπεται ότι θα καλύπτονται με αποσπάσεις, με Απόφαση του Διοικητή ύστερα από Προκήρυξη της Αρχής, κατ’ εξαίρεση κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης.
Το ζήτημα επιλογής των υπαλλήλων που αίφνης βρίσκονται σε θέσεις Επιθεωρητών-Ελεγκτών συζητείται διαχρονικά στους κόλπους της ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης, με τις επικρίσεις και τα δημοσιεύματα για κομματικές και εν γένει ρουσφετολογικές αποσπάσεις να είναι συνήθεις. Αιρετοί και Υπάλληλοι των Δήμων έχουν να περιγράψουν σκηνικά που ήρθαν αντιμέτωποι με Ελεγκτές που στερούνταν στοιχειωδών αυτοδιοικητικών, διοικητικών και δημοσιονομικών, γνώσεων. Δυστυχώς, ούτε σε αυτό το Ν/Σ δεν προκύπτει βούληση του νομοθέτη να ασχοληθεί με το θέμα και να θέσει ασφαλιστικές δικλείδες αντικειμενικοποίησης της διαδικασίας επιλογής.
Γενικότερα, να σημειωθεί πως στην Αρχή συνιστώνται συνολικά 503 θέσεις, πέραν των καλυπτόμενων με μετακλητούς, οι οποίες κατανέμονται ως εξής: 451 θέσεις ΠΕ + 5 Ειδικού Επιστημονικού Προσωπικού + 12 ΤΕ + 30 ΔΕ + 3 ΥΕ +2 θέσεις δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής (αρ.96).
Επίσης, για την υποβοήθηση του Διοικητή συνιστώνται 6 θέσεις συνεργατών, ενώ για την υποβοήθηση του Προέδρου και του Συμβουλίου Διοίκησης συνιστώνται 2 θέσεις συνεργατών. Τέλος, στο Γραφείο Τύπου 2 θέσεις δημοσιογράφων.
Η ελεγκτική διαδικασία περιγράφεται στο αρ.100 του Ν/Σ. Ας δούμε μερικά σημεία από όσα θα λαμβάνουν χώρα, μεταξύ άλλων Φορέων, και στους ΟΤΑ. Κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο Ν/Σ, οι Επιθεωρητές-Ελεγκτές της Αρχής:
– μπορούν να επισκέπτονται, χωρίς ή με προειδοποίηση, τους Φορείς, να μελετούν επί τόπου την εξεταζόμενη υπόθεση, να ενεργούν αυτοψίες και να εξετάζουν πρόσωπα,
– μπορούν να εξετάζουν οποιοδήποτε πρόσωπο μπορεί να εισφέρει στοιχεία στον διενεργούμενο έλεγχο, να ζητούν πληροφορίες και στοιχεία από τους αρμόδιους που εμπλέκονται με την εξεταζόμενη υπόθεση,
– έχουν δικαίωμα πρόσβασης στους φακέλους συμπεριλαμβανομένων και των απορρήτων, εκτός εάν πρόκειται για ζητήματα που ανάγονται στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής, την εθνική άμυνα και την κρατική ασφάλεια,
– μπορούν να ζητούν με έγγραφό τους πληροφορίες σχετικά με την υπό διερεύνηση υπόθεση. Εκείνοι, στους οποίους απευθύνεται το έγγραφο υποχρεούνται σε άμεση, πλήρη και ακριβή παροχή των πληροφοριών που ζητούνται.
– να ελέγχουν κάθε είδους και κατηγορίας βιβλία, στοιχεία και λοιπά έγγραφα καθώς και την ηλεκτρονική εμπορική αλληλογραφία των επιχειρηματιών, διοικητών, διευθυνόντων συμβούλων, διαχειριστών και γενικά εντεταλμένων στη διοίκηση ή διαχείριση προσώπων, καθώς και του προσωπικού ανεξαρτήτως της μορφής αποθήκευσής τους, και οπουδήποτε και εάν αυτά φυλάσσονται και να λαμβάνουν αντίγραφα ή αποσπάσματά τους,
– να προβαίνουν σε κατασχέσεις βιβλίων, εγγράφων και άλλων στοιχείων, καθώς και ηλεκτρονικών μέσων αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων, τα οποία αποτελούν επαγγελματικές πληροφορίες,
– να ελέγχουν και να συλλέγουν πληροφορίες και δεδομένα κινητών τερματικών, φορητών συσκευών, καθώς και των εξυπηρετητών τους σε συνεργασία με τις αρμόδιες κατά περίπτωση αρχές, που βρίσκονται μέσα ή έξω από τις κτιριακές εγκαταστάσεις των ελεγχόμενων φορέων,
– να ενεργούν έρευνες στα γραφεία και τους λοιπούς χώρους και τα μεταφορικά μέσα των ελεγχόμενων φορέων,
– να σφραγίζουν οποιονδήποτε επαγγελματικό χώρο, βιβλία ή έγγραφα, κατά την περίοδο που διενεργείται ο έλεγχος και στο μέτρο των αναγκών αυτού,
– να ενεργούν έρευνες στις κατοικίες των επιχειρηματιών, διοικητών, διευθυνόντων συμβούλων, διαχειριστών και γενικά εντεταλμένων τη διοίκηση ή διαχείριση προσώπων, καθώς και του προσωπικού των ελεγχόμενων φορέων, εφόσον υπάρχουν εύλογες υπόνοιες, ότι φυλάσσονται εκεί βιβλία ή άλλα έγγραφα που συνδέονται με τον ελεγχόμενο φορέα και το αντικείμενο του ελέγχου,
– να λαμβάνουν, κατά την κρίση τους, ένορκες ή ανωμοτί καταθέσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 212 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και να ζητούν από κάθε αντιπρόσωπο ή μέλος του προσωπικού των ελεγχόμενων φορέων, επεξηγήσεις για τα γεγονότα ή τα έγγραφα που σχετίζονται με το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου και να καταγράφουν τις σχετικές απαντήσεις.
– Με απόφαση του Συμβουλίου Διοίκησης της Αρχής, κατόπιν εισήγησης του Διοικητή, επιβάλλεται στους ελεγχόμενους Φορείς ή σε αυτούς που κατά οποιονδήποτε τρόπο παρεμποδίζουν ή δυσχεραίνουν τις έρευνες, καθώς και στους Φορείς ή σε αυτούς που αρνούνται να υποβληθούν στις εν λόγω έρευνες, να επιδείξουν τα αιτούμενα βιβλία, στοιχεία και λοιπά έγγραφα και να χορηγήσουν αντίγραφα ή αποσπάσματα τους, πρόστιμο κατ’ ελάχιστον 10.000 ευρώ και μέχρι 100.000 ευρώ στο καθένα από τα πρόσωπα και για κάθε παράβαση. Κατά την επιμέτρηση του προστίμου λαμβάνονται ιδίως υπόψη η σοβαρότητα της εξεταζόμενης υπόθεσης, η απαξία των πράξεων και η επίπτωσή τους στην έκβαση της έρευνας.
– Σε περίπτωση άρνησης ή παρεμπόδισης με οποιονδήποτε τρόπο των εντεταλμένων υπαλλήλων της Αρχής στην άσκηση των καθηκόντων τους, αυτοί μπορούν να ζητούν τη συνδρομή των εισαγγελικών αρχών και κάθε άλλης αρμόδιας αρχής. Η συνδρομή αυτή μπορεί να ζητηθεί και προληπτικά.
Διαβαστε τα σχετικά άρθρα του νομοσχεδίου εδω : arxidiafaneias ΑΡΧΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ