Από τον Μάρτιο, μήνα που από το 1838 εορτάζεται η επέτειος της έναρξης της Επανάστασης του 1821, αρχίζουμε την ανάρτηση , εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου κάθε μήνα, του εκθέματος του μήνα.
Μάρτιος 2021
Το σπαθί και η παλάσκα του αγωνιστή Λεωνίδα Καμπίτση
Για τον αγωνιστή Λεωνίδα Καμπίτση από τα Τζαννάτα ελάχιστα είναι γνωστά μέχρι αυτή τη στιγμή, από πληροφορίες που μας παρέχει ο Henry Napier, αδελφός του Άγγλου Τοποτηρητή Κεφαλληνίας , Καρόλου Ιακώβου Νάπιερ, οποίος το 1828 φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Δημητρίου Καμπίτση, εύπορου μεγαλοκτηματία και αδελφού του Λεωνίδα Καμπίτση. Σύμφωνα με όσα σημειώνει στο ημερολόγιό του (Henry Napiers Journal, 1829, σ. 85, χειρόγραφο, Αρχείο Κοργιαλενείου Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου) ο Λεωνίδας πολέμησε και έπεσε στο Μεσολόγγι. Στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου ήταν επί κεφαλής τάγματος 100 εθελοντών Κεφαλλήνων, το οποίο χρηματοδοτούσε ο Δημήτριος και συνέχισε να το χρηματοδοτεί και μετά τον θάνατο του αδελφού του.
Τιμώντας τη μνήμη του, ο Δημήτριος έδωσε το ΄ονομα «Λεωνίδης» σε ένα από τα παιδιά του, όπως συμπεραίνουμε από ληξιαρχική πράξη(22 Μαῒου 1833) που συνέταξε ο « ιερευς ιωανητης ποτέ διμητρίου», εφημέριος του Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου και Αγίου Ιωάννου Τζανάτων. Ανάδοχος ήταν ο «αγάπυος ιερομοναχος ικονόμος από τα γρίληα» (ΓΑΚ-Αρχεία Νομού Κεφαλληνίας, Βιβλίο Γάμων -Θανάτων Ι.Ν. Αγ. Γεωργίου-Αγ. Ιωάννου, 1826-1840).
Η αείμνηστη Ελένη Κοσμετάτου, γόνος της οικογένειας Καμπίτση, προσέφερε στο Κοργιαλένειο Μουσείο το σπαθί και την παλάσκα του αγωνιστή Λεωνίδα Καμπίτση, τα οποία βρέθηκαν στο πατρικό του σπίτι στα Τζαννάτα.
Το Σπαθί του Λεωνίδα Καμπίτση, 1824, χάλυβας, μήκος 98 εκ.
Φέρει μπρούτζινη θήκη και κορδόνι ανάρτησης. Είναι ένα από τα 335 όμοια σπαθιά που κατασκευάστηκαν στη Γαλλία το 1824. Στη λάμα, κοντά στη λαβή φέρει επιμελημένη, εγχάρακτη διακόσμηση: στη μία πλευρά ουσσάρο και στην άλλη έφιππο ουσσάρο.
Η παλάσκα του Λεωνίδα Καμπίτση, πιθανόν αρχές 19ου αι., άργυρος, 11 χ 10χ1,8 εκ. (πρόσθια όψη).
Η ασημένια παλάσκα, τούρκικης προέλευσης και ανατολικής τέχνης , είναι έργο επιδέξιου αργυροχόου και πιθανόν είναι λάφυρο. Η πρόσθια όψη καλύπτεται από περίτεχνο, πυκνό, φυτικό κόσμημα σε ζωηρό ανάγλυφο. Μέσα απ’ αυτό προβάλλεται ζεύγος αντίνωτων λεόντων με κατ’ ενώπιον κεφαλές. Δεξιά, επιστέφεται από σύμπλεγμα δύο ζώων.
Στην οπίσθια όψη φέρει περιμετρικά απλή γραμμική εγχάρακτη διακόσμηση, ενώ τέσσερις εγχάρακτοι «ήλιοι» πλαισιώνουν το πρόσθετο μεταλλικό στοιχείο που κλείνει το άνοιγμά της.
Η Έφορος
Δώρα Μαρκάτου