Γράφει Αναστασία Κουκά
Ήταν το ένα από τα τρία παιδιά του Μαρίνου Γερουλάνου και της αρχαιολόγου – βυζαντινολόγου Αιμιλίας Γερουλάνου-Καλλιγά, εγγονής του Αντώνη Μπενάκη, ο οποίος υπήρξε υφυπουργός Οικονομικών του Ελευθερίου Βενιζέλου και ιδρυτής του Μουσείου Μπενάκη. Μέσα σε αυτό το ιστορικό και καλλιτεχνικό περιβάλλον και στους κόλπους μιας ιδιαίτερα δεμένης, εξωστρεφούς οικογένειας , που είχε έντονη κοινωνική ζωή και αγαπούσε τα ταξίδια, μεγάλωσε η Δέσποινα Γερουλάνου μαζί με τα αδέλφια της, την Ειρήνη, τον Παύλο – πολιτικό και πρώην υποψήφιο Δήμαρχο Αθηναίων – και την Μαρίνα.
Τα πρώτα ερεθίσματα για εκείνη υπήρξαν πολλά και διαφορετικά και εξηγούν τον πολυσύνθετο χαρακτήρα της και τα πλούσια ενδιαφέροντά της. Η μητέρα της ήταν εκείνη που οργάνωσε τα πρώτα εκπαιδευτικά προγράμματα στο Μουσείο Μπενάκη και το φωτογραφικό του αρχείο. Η αγάπη για την τέχνη λοιπόν αποτελούσε μονόδρομο για εκείνη. Σημαντική επιρροή όμως άσκησαν πάνω της και οι δύο γιαγιάδες της με οποίες μεγάλωσε. Η γιαγιά Γερουλάνου, από την οποία και πήρε το όνομά της, ζούσε με τον γεωπόνο σύζυγό της σε ένα κτήμα στην Αργυρούπολη, ήταν εξαιρετική μαγείρισσα, με ταλέντο στις χειροτεχνίες και αγάπη για φύση. Η γιαγιά Ειρήνη Καλλιγά, από την άλλη πλευρά, ήταν ιδιαίτερα δυναμική και δραστήρια, ανεξάρτητη, ενδιαφερόταν για την πολιτική αλλά και η γυναίκα που ίδρυσε το Σώμα Ελληνίδων Οδηγών.
Μέσα σε αυτό το πολυεπίπεδο περιβάλλον, πέρασε λοιπόν τα πρώτα χρόνια της ζωής της, ανάμεσα στην τέχνη, τα ταξίδια, το διάβασμα, την ενασχόληση με τη φύση αλλά κυρίως με πυξίδα τις βασικές αρχές που διδάχτηκε από την οικογένειά της, τον σεβασμό στον άνθρωπο και τη δικαιοσύνη.
Όταν έφθασε η στιγμή να επιλέξει τί θέλει να κάνει στη ζωή της, δυσκολεύτηκε. Ήταν πολλά εκείνα που αγαπούσε και δεν δεν ήξερε που να πρωτορίξει το ενδιαφέρον της. Ξεκίνησε σπουδάζοντας στη Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης όπου οι ορίζοντές της, κοινωνικοί, πολιτικοί, πολιτιστικοί, διευρύνθηκαν.
Ο Χορν, το θέατρο και ο κινηματογράφος
Η επιστροφή στην Αθήνα δεν συνοδευόταν από κάποιον συγκεκριμένο επαγγελματικό στόχο. Λύση στο αδιέξοδο αυτό ήρθε να δώσει, ως από μηχανής θεός, ο σπουδαίος Δημήτρης Χορν, φίλος της οικογένειάς της, ο οποίος τής πρότεινε να παίξει μαζί του στην παράσταση «Αρχιμάστορας Σόλνες», σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού. Παρότι δεν είχε περάσει ποτέ ως τότε ως ιδέα από το μυαλό της να ασχοληθεί με την υποκριτική, απάντησε θετικά. Δυσκολεύτηκε τις πρώτες μέρες αλλά τελικά τα κατάφερε.
Και κάπως έτσι ξεκίνησε το ταξίδι της στον χώρο του θεάτρου και του κινηματογράφου, μια εμπειρία που οδήγησε τα βήματά της στη δραματική σχολή του Καρόλου Κουν για να παίξει, λίγο αργότερα, στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, στις «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη, συμμετέχοντας στον Χορό, αλλά και στον κινηματογράφο, στο «Ταξίδι στα Κύθηρα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου
.
Ο γάμος, η απώλεια του παιδιού και η υιοθεσία
Τότε ήταν που γνώρισε, ερωτεύθηκε και παντρεύτηκε τον πολυαγαπημένο της Ανδρέα με τον οποίο συμπορεύτηκε για την υπόλοιπη ζωή της, χέρι – χέρι, στα εύκολα αλλά και στα δύσκολα που δεν ήταν λίγα. Το πρώτο χτύπημα για το ζευγάρι ήταν η απώλεια του πρώτου τους παιδιού η οποία τούς κόστισε πολύ. Παρόλα αυτά δεν το βάζουν κάτω και παίρνουν την απόφαση να στραφούν στην ιερή πράξη της υιοθεσίας. Μετά από αρκετό καιρό, έναν γραφειοκρατικό Γολγοθά και έντονη ψυχολογική πίεση κατάφεραν τελικά να κρατήσουν στην αγκαλιά τους, όχι ένα αλλά δύο παιδάκια, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, τον Σωτήρη και την Αιμιλία.
Η ευτυχία τους όμως θα σκιαστεί από ένα ακόμη απροσδόκητο γεγονός, την διάγνωση της Αιμιλίας με αυτισμό. Δεδομένου ότι την εποχή εκείνη ο αυτισμός αποτελεί ένα πεδίο σχεδόν άγνωστα για τα ελληνικά ιατρικά δεδομένα η οικογένεια φεύγει στην Αμερική. Τα δυο επόμενα χρόνια θα είναι εξαιρετικά δύσκολα. Προτεραιότητά και βασικός στόχος τους ήταν να βοηθήσουν το παιδί τους να γίνει όσο πιο λειτουργικό γίνεται. Με την αγάπη τους, την υποστήριξή τους και τις προσπάθειές τους έκαναν τα πάντα ώστε να βελτιωθεί η ποιότητα ζωής της Αιμιλίας. Ένας αγώνας που τούς έφερε σε επαφή και με άλλους γονείς που αντιμετώπιζαν παρόμοιες καταστάσεις.
Το σπουδαίο έργο στο Μουσείο Μπενάκη
Ήταν στη δύσκολη εκείνη περίοδο μετά την απώλεια του πρώτου της παιδιού που η Δέσποινα Γερουλάνου δέχτηκε την πρόταση να αναλάβει το Πωλητήριο του Μουσείο Μπενάκη. Το εγχείρημα ήταν φιλόδοξο, ενδιαφέρον και αποτελούσε ιδανική ψυχολογική διέξοδο για εκείνη. Έπεσε πάνω του με όλες τις δημιουργικές της δυνάμεις και μεγαλούργησε. Ήρθε σε επαφή με νέους σχεδιαστές και τεχνίτες και σταδιακά οι προθήκες άρχισαν να γεμίζουν με καλαίσθητα, πρωτότυπα και υψηλής ποιότητα αντικείμενα τα οποία εντυπωσίαζαν τους επισκέπτες. Από το 1994 που ανέλαβε τη διεύθυνση του Πωλητηρίου, αρχικά του κτιρίου στο Κέντρο της Αθήνας κι έπειτα του νέου κτιρίου στην οδό Πειραιώς, τα έσοδα εκτοξεύθηκαν ενώ δημιουργήθηκε παράλληλα μια νέα τάση, αυτή των δώρων τέχνης.
Η απώλεια του συζύγου της και το στοίχημα της Ελευσίνας
Διαχρονικά η Δέσποινα Γερουλάνου είχε τη δύναμη να μετατρέπει τον πόνο της σε δημιουργία και να συνδυάζει τις δύσκολες περιόδους της ζωής της με νέα, επαγγελματικά στοιχήματα. Ήταν αυτός ο τρόπος της γενναίας και δραστήριας αυτής γυναίκας να ξεπερνά τα εμπόδια και να προχωρά μπροστά.
Κάτι ανάλογο συνέβη και με την απώλεια του συντρόφου της ζωής της, το 2018. Ήταν για εκείνη ένα πολύ σκληρό χτύπημα. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι λίγο αργότερα διαγνώστηκε με ιδιοπαθή πνευμονική ίνωση, μια αυτοάνοση ασθένεια που κατέστησε τον οργανισμό της ιδιαίτερα ευάλωτο.
Ούτε αυτή τη φορά όμως το έβαλε κάτω. Όταν έγινε γνωστό πως ανέλαβε τη θέση της Προέδρου στο Δ.Σ της Ελευσίνας Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, σε μια περίοδο που η προετοιμασία είχε μείνει πολύ πίσω λόγω της πανδημίας, πολλοί είναι εκείνοι που τήν προειδοποίησαν πως το ρίσκο που αναλαμβάνει είναι τεράστιο. Εκείνη όμως δεν φοβήθηκε ούτε το ρίσκο, ούτε την πολλή δουλειά. Ήταν αποφασισμένη να υπηρετήσει ένα μεγάλο όραμα που τήν ενέπνεε.
Σε στενή συνεργασία με τον καλλιτεχνικό διευθυντή της διοργάνωσης, Μιχαήλ Μαρμαρινό, κατάφερε να στήσει μια μεγάλη γιορτή πολιτισμού, που να συνδυάζει, την παράδοση με το σύγχρονο, η λαμπερή τελετή έναρξης της οποίας πραγματοποιήθηκε το πρώτο Σαββατοκύριακο του Φεβρουαρίου, αποσπώντας ιδιαίτερα θετικά σχόλια εντός και εκτός συνόρων. Το πλατύ χαμόγελό της εκείνη την εναρκτήρια βραδιά, μαρτυρούσε την ικανοποίησή της. Για μία ακόμη φορά τα είχε καταφέρει!