Του Απόστολου Ιωσηφίδη
«ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος, καὶ οὐ στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκείᾳ σημαίνει ἐπιγραφή, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ μὴ προσηκούσῃ ἄγραφος μνήμη παρ’ ἑκάστῳ τῆς γνώμης μᾶλλον ἢ τοῦ ἔργου ἐνδιαιτᾶται.»×
Πρώτες ανάσες ελευθερίας στην Βέροια του 1912. Η ανταπόκριση της αθηναϊκής εφημερίδας «Ἐμπρὸς» περιγράφει: την εντυπωσιακή «διαδήλωσιν τῶν Βερροιωτῶν», που συνοδεύουν την εκφορά ενός μαχητή της ελευθερίας τους· την επίσκεψη του στρατευμένου πρωτότοκου γιου του τότε πρωθυπουργού· και την μέριμνα των νέων αρχών (του Ελληνικού -επιτέλους!- Κράτους) για την ρύθμιση θεμάτων της καθημερινότητας των κατοίκων.
Σχεδόν ένα μήνα μετά την λαμπροφόρο Ανάσταση της 16ης Οκτωβρίου 1912[1] η γη της Βέροιας αγκάλιαζε και παρέδιδε στην αιωνιότητα έναν από τους ελευθερωτές της, τον νεαρώτατο (μόλις 21 ετών) έφεδρο ανθυπολοχαγό Θάνο Λουκέρη:
«Μία διαδήλωσις τῶν Βερροιωτῶν
Συγκινητικὴ κηδεία Ἀνθυπολοχαγοῦ
Τοῦ ἀνταποκριτοῦ μας
Βέρροια, 12 Νοεμβρίου
Μία συγκινητικὴ κηδεία
Συγκινητικὴ ἐγένετο σήμερον τὸ ἀπόγευμα ἡ κηδεία τοῦ νεαρωτάτου ἐφέδρου ἀνθυπολοχαγοῦ Ἀναστασίου Λουκέρη Κεφαλλῆνος τοῦ 10ου πεζικοῦ συντάγματος.
Ὁ ἀτυχὴς συνεπείᾳ τῶν κακουχιῶν τοῦ πολέμου παθὼν ἐξ αἱματουρικοῦ πυρετοῦ ἐξέπνευσε χθὲς τὴν νύκτα μετὰ δεκαπενθήμερον νοσηλείαν ἐν τῷ ἐνταῦθα στρατιωτικῷ νοσομομείῳ.
Τὸ φέρετρόν του ἦτο κεκαλυμμένον μὲ ἄνθη, στέφανος δὲ ἐκ φυσικῶν ἀνθέων εἶχε κατατεθῆ ὑπὸ τῶν Βερροιωτῶν.
Εἰς τὴν κηδείαν του ἐχοροστάτησεν ὁλόκληρος ὁ κλῆρος Βερροίας. Τὰς τιμὰς ἀπέδωκε μία διμοιρία ὑπὸ τὸν ἀνθυπολοχαγὸν κ. Τσεκουρόπουλον.»
«Ἐμπρός», 17-11-1912.
Ο ανταποκριτής του «Ἐμπρὸς» μνημονεύει τον εκδημήσαντα ανθυπολοχαγό ως «Αναστάσιο», και μ’ αυτό το όνομα καταγράφεται και στο «πένθιμο απουσιολόγιο» [2] του Γ.Ε.Σ., όπου μεταξύ 18 εκλιπόντων, εκ κακουχιών ή τραυμάτων, Αξιωματικών συγκαταλέγονται 3 (τρεις) αποβιώσαντες στο «Νοσοκομεῖον Βερροίας»:
«Λοχαγὸς 10ο Π.Σ. Καλλιοντζῆς Ι. (+ 01-11-1912)
Ἀνθ/γὸς 6 Π.Σ. Λουκέρης Ἀναστ.(+ 11-11-1912)
Ἐφ. Ἀνθ/γὸς Χωρ. Κούκης Δημ. (+ 05-02-1913)».
Ωστόσο, στον επίσημο κατάλογο [3] του Υπουργείου Στρατιωτικών, ο πανδήμως προπεμφθείς στην νήσο των Μακάρων ήρως αναφέρεται, ορθώς, ως «Αθανάσιος»: «Λουκέρης Ἀθανάσιος ἀνθ/γός, γεν. εἰς Κεφαλληνίαν, ἀπεβ. ἐξ αἱμοσφ. πυρετοῦ 1912 Νοεμβρ. 11 εἰς Στρ. Νοσ. Βερροίας»· ενώ στο Μητρώο Αρρένων του Δήμου Ληξουρίου εντοπίζεται η εγγραφή: «Λουκέρης Θάνος του Ιωάννη γεννηθείς το 1891».
Μια, χωρίς ιδιαίτερη βαρύτητα, αναντιστοιχία παρατηρείται μεταξύ της ανταπόκρισης του «Ἐμπρὸς» και του παρατιθέμενου στην «Πολεμικὴν Ἔκθεσιν» του Γ.Ε.Σ. Πίνακα, καθώς σύμφωνα με την πρώτη ο Θάνος Λουκέρης υπηρετούσε στο (αποτελούμενο από Επτανήσιους) 10ο Πεζικό Σύνταγμα (Π.Σ.), ο δεύτερος όμως τον εντάσσει στο 6ο Π.Σ.· πάντως και οι δύο Μονάδες ανήκαν στην ΙΙΙ Μεραρχία[4], την επίπονη (απελευθερωτική, πλην «κακουχιογόνα») πορεία της οποίας (από Κοζάνης έως Γιαννιτσών) – και ιδιαίτερα την (λυτρωτική για την Ημαθία γη) διέλευσή της από την Βέροια – παρακολουθούν:
(α) η επίσημη Αναφορά, από την (προδιαληφθείσα) «Πολεμικὴ Ἔκθεσιν» του Γ.Ε.Σ.
―σελ. 109 «14 Ὀκτωβρίου. Ἡ ΙΙΙ Μεραρχία ἐκκινήσασα τὴν 7ην ὥραν ἐκ Πετράνων καὶ ἀκολουθήσασα τὴν ΙΙ Μεραρχίαν ἔφθασεν εἰς Κοιλάδα, ἔνθα κατηυλίσθη»
―σελ. 113 «15 Ὀκτωβρίου. Ἡ ΙΙΙ Μεραρχία ἐκκινήσασα τὴν 10ην ὥραν ἐκ Κοιλάδος ἠκολούθησε τὴν ΙΙ Μεραρχίαν. Ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸ ὕψος τοῦ χωρίου Φάρος[5] ἀνέκοψε τὴν προχώρησίν της, ἐν ἀναμονῇ τῆς προελάσεως τῶν μονάδων τῆς ΙΙ Μεραρχίας. Περὶ τὴν 13ην ὥραν ἐτέθη καὶ πάλιν ἐν κινήσει, ἀναγκασθεῖσα ὅμως, ἐκ δευτέρου νὰ σταματήσῃ, διὰ τοὺς αὐτοὺς λόγους, δὲν ἠδυνήθη νὰ προχωρήσῃ πέραν τοῦ ὕψους τοῦ χωρίου Πολύμυλος, ὅπου καὶ διενεκτέρευσεν»
―σελ. 118 «16 Ὀκτωβρίου. Ἡ ΙΙΙ Μεραρχία, ἀκολουθούσα τὴν ΙΙ τοιαύτην ἐξεκίνησεν ἐκ Πολυμύλου τὴν 7ην ὥρα καὶ διὰ τῆς ἁμαξιτῆς ὁδοῦ ἔφθασεν εἰς Βέρροιαν, ἣν ὑπερβᾶσα κατηυλίσθη εἰς τὸν σιδηροδρομικὸν σταθμὸν τῆς πόλεως, πέραν τοῦ ὁποίου ἐγκατέστησεν προφυλακάς»
―σελ. 123 «16 Ὀκτωβρίου, ἑσπέρας. Ἡ ΙΙΙ Μεραρχία θὰ ἐστάθμευεν ΒΑ τῆς Βερροίας μὲ προφυλακὰς ἀπὸ Μικρογουζίου[6] μέχρι τῆς ὁδού Βερροίας-Γιαννίσσης[7] καὶ θὰ ἀπέστελλεν ἀναγνωρίσεις πρὸς Γιδᾶν[8]-Σχοινᾶ διὰ τῆς ἁμαξιτῆς ὁδοῦ»
―σελ. 129 «17 Ὀκτωβρίου. Ἡ ΙΙΙ Μεραρχία παρέμεινε συγκεντρωμένη παρὰ τὸν σιδηροδρομικὸν σταθμὸν Βερροίας μὲ προφυλακὰς ὡς καὶ κατὰ τὴν προτεραίαν νύκτα»
―σελ. 130-131 «18 Ὀκτωβρίου. Ἡ ΙΙΙ Μεραρχία τὴν 7ην ὥραν τῆς 18ης Ὀκτωβρίου ἐτέθη εἰς πορείαν ἐκ Βερροίας διὰ Γιαντσίστας[9] πρὸς Πλάσναν[10] καὶ ἐκεῖθεν εἰς Μονὴν Ὁσίου Λουκᾶ […] Εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ἡ πορεία κατέστη ἐπίπονος λόγῳ τοῦ ὑγροῦ ἐδάφους καὶ τῶν πολυαρίθμων ῥείθρων, ἅτινα ἡ φάλαγξ διέβαινεν κατ᾿ ἄνδρα ἐπὶ γεφυριδίων προχείρως κατασκευαζομένων […] Ἡ φάλαγξ τῆς Μεραρχίας ἠκολούθησαν τὸ δρομολόγιον: Σιδηρ. Σταθμὸς Βερροίας – Γιάντσιστα – Ζερβοχῶρι – Γκόλο Σέλο[11] – Πλάσνα – Βρέζο[12] – Ὅσιος Λουκᾶς […]»
(β) οι αναμνήσεις των πρωταγωνιστών, από το «Ημερολόγιο και έργα του 10ου Π. Συντάγματος (1912-1913)»[13]:
«Διοικητής ΙΙΙ Μεραρχίας
Στρατηγός Κωνσταντίνος Δαμιανός[14]
Διοικητής Συντάγματος
Συνταγματάρχης Αναστάσιος Παπούλας[15]
[…] Στις 12 Οκτωβρίου επισκεύασαν τη γέφυρα του Αλιάκμονα για να τη διασχίσουν την επόμενη μέρα με κατάληξη στο χωριό Τσιτσιλέρ[16] το απόγευμα.
Στις 14 του μηνός ξεκίνησαν στις 07:00 για το χωριό Τσερεκλή[17] όπου έφτασαν και εκεί απόγευμα περπατώντας μέσα στην παγωνιά.
Την επόμενη μέρα έφυγαν από το Τσερεκλή στις 07:00 για να φτάσουν στους Μύλους[18] το απόγευμα.
Στις 16 Οκτωβρίου πέρασαν μέσα από τη Βέροια περπατώντας 14 ώρες και εγκαταστάθηκαν στο χωριό Ζούλα[19] όπου έμειναν και την επόμενη μέρα για να συνεχίσει το Σύνταγμα την πορεία του μέχρι τα Γιαννιτσά όπου εκεί θα δίνονταν μια πολύ σοβαρή μάχη. […]»
(γ) οι επί του πεδίου της μάχης σημειώσεις, από «Τὸ καρνὲ ἑνὸς πολεμιστοῦ»[20]:
«Ἐπεισόδια καὶ ἐντυπώσεις ἀπὸ τὸν πόλεμον
Πρὸς τὴν Βέρροιαν
(Τὸ καρνὲ ἑνὸς πολεμιστοῦ)
Ἄρχισε νὰ νυκτώνῃ καὶ ἡ πορεία ἐξακολουθοῦσε. Εἴχαμε κυριολεκτικῶς βαλαντώσει διότι ὁ δρόμος ἦτο πάρα πολὺ ἀνηφορικός. Ἐφθάσαμε τέλος σ᾿ ἕνα μέρος ποῦ ὁ δρόμος ἐσχίζετο εἰς τὰ δύο. Ὁ ἕνας ἐπήγαινε εἰς τὴν Κοζάνην καὶ ὁ ἄλλος εἰς τὴν Βέρροιαν. Ἀκολουθήσαμε τὸν δεύτερον.
―Πόσο θέλουμε πατριώτη νὰ φθάσουμε στὴ Βέρροια; ἐρωτήσαμε ἕνα χωρικόν.
―Δύο, τρεῖς μέρες.
―Μόνο;
Λίγο ἀκόμη καὶ θὰ λιποθυμούσαμε.
Εἶχε νυκτώσει πλέον ὅταν μᾶς διέταξαν νὰ κατασκηνώσουμε ἔξω ἀπὸ τὸ Τούρκικο χωριὸ Τζιτζιλέρ.
Ἐστήσαμε τὰ ἀντίσκηνά μας ὅσο ἠμπορούσαμε γρηγορότερα, διότι ἔκανε κρύο διαβολεμένο. Τὰ χέρια μας εἶχαν κυριολεκτικῶς παγώσει καὶ τὰ δάκτυλά μας μόλις καὶ μετὰ βίας κατωρθώναμε νὰ τὰ κινοῦμε. Χωρὶς πολλὰς διατυπώσεις ἐπέσαμε ξεροὶ ἀπὸ τὴν κούρασι καὶ κοιμηθήκαμε διὰ νὰ ξυπνήσουμε πάλιν πρωῒ-πρωῒ μὲ τὴν διαταγήν.
―Κάτω τὰ ἀντίσκηνα.
***
Εἰς τὰς 7 τὸ πρωῒ τοὺς γυλιοὺς καὶ δρόμο. Εὐτυχῶς εἴχαμε λιακάδα καὶ τὸ κρύο εἶχε κόψῃ λίγο. Καὶ ἄρχισεν ἡ πορεία πάλι. Μία ὥρα δρόμο καὶ δέκα λεπτὰ ἀνάπαυσι. Εἴχαμε ὅμως πάντα τὴν ευτυχία κάτι νὰ ὑπάρχῃ κατὰ τὰς πορείας μας τὸ ὁποῖον νὰ μᾶς ἀπασχολῇ. Εἰς τὴν πορείαν αὐτὴν ἐμετρούσαμε τὴς ὀβίδες μὲ τὴς ὁποῖες ἦτο σπαρμένος ὁλόκληρος ὁ δρόμος.
―Ὅλες αὐτὲς ἤτανε γιὰ λόγου μας.
Ἡ πορεία διῄρκεσε ὁλόκληρον σχεδὸν τὴν ἡμέραν. Μὲ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου διετάχθημεν νὰ κατασκηνώσουμε ἀνάμεσα σὲ δύο, τρία Τουρκοχώρια.
Ἐκεῖνο τὸ βράδυ τὸ κρύο ἦτο ἀνυπόφορο. Κανεὶς δὲν ἠμπόρεσε νὰ κλείσῃ μάτι ὁλόκληρη τὴ νύκτα. Τὰ χέρια μας καὶ τὰ πόδια μας, οὔτε τὰ αἰσθανόμαστε καθόλου. Ἦτο ἀδύνατον πλέον νὰ μείνωμε μέσα εἰς τὴς σκηνές μας αἱ ὁποῖαι εἶχον μεταβληθῆ εἰς παγωνιέρες.
Ἐσηκωθήκαμε, νύχτα ἀκόμη, καὶ ἀνάψαμε φωτιαίς γύρω ἀπὸ τὴς ὁποίες προσπαθούσαμε νὰ ζεσταθοῦμε χοροπηδῶντες.
―Μπρρρ.
Ὅταν ἐξημέρωσε, τὰ βουνὰ γύρω μας ἦσαν χιονισμένα, ἡ πάχνη δὲ ἡ ὁποία εἶχε πέσει τὴν νύκτα εἶχε παγώσει ἐπάνω εἰς τὰς σκηνάς μας αἱ ὁποῖαι παρουσιάσθησαν τὸ πρωῒ κατάλευκοι.
Ἦτο τὸ πρῶτο χιόνι πού ἐβλέπαμε.
***
Ἐφύγαμε ἀπ᾿ ἐκεῖ – οὔτε οἱ Ἀτσίγγανοι νὰ εἴμαστε – μετὰ τὰς ὀκτὼ τὸ πρωΐ. Ἐβαδίζαμε ἀκόμη κατά τετράδας, ὅταν ἀκούσαμε κανονιές.
―Μάχη θἄχουμε.
Τὸ σύνταγμα ἐτάχυνε τὸ βῆμα καὶ σὲ μιάμιση ὥρα εὑρισκόμεθα πίσω ἀπὸ τέσσαρας πυροβολαρχίας μας αἱ ὁποῖαι ἔβαλλον ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ.
Τὸ σύνταγμά μας ἦτο ἐφεδρεία. Δὲν θὰ ἀναπτυσσόμεθα πρὸς μάχην ἂν δὲν ἐλαμβάναμε διαταγάς.
Μᾶς διέταξαν λοιπὸν νὰ καθήσωμε πίσω ἀπὸ ἕνα λόφον. Πράγματι καθήσαμε καὶ παρακολουθούσαμε τὰ πυρὰ τοῦ πυροβολικοῦ μας.
Μία ἔρριχναν οἱ Τοῦρκοι τέσσαρες οἱ δικοί μας.
Αἱ ὀβίδες ἐπερνοῦσαν ἀπὸ πάνω μας.
―Στὸ καλό. Χαιρετίσματα, ἐκραύγαζον οἱ φαντάροι.
Οὔτε μία τουρκικὴ ὀβίδα εἴδαμε νὰ πέσῃ κοντὰ ἢ ὀπίσω καὶ μακρυά ἀπὸ τὰ κανόνια μας. Ποῦ τὴς ἔστελναν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶνε μυστήριον.
Τέλος μετὰ ἀπὸ δύο ὧρες ἀπὸ τὴν ἔναρξιν τῆς μάχης τὸ τουρκικὸν πυροβολικὸν δὲν ἠκούετο πλέον. Ἔρριξαν πέντε, ἓξ ἀκόμη οἱ δικοί μας καὶ κατόπιν ἔπαυσε τὸ πῦρ.
Οἱ Τοῦρκοι τὸ εἶχαν κόψει λάσπη.
***
―Ζήτωωωω, ἐκραύγαζον οἱ φαντάροι.
―Ὁ Διάδοχος.
Πράγματι ὁ Διάδοχος ἔφιππος καὶ ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὸ ἐπιτελεῖον του περνοῦσε ἀπὸ μπροστά μας. Ἐγελοῦσε ὁλόκληρος.
―Ζήτωωωω, ἐκραύγαζον οἱ φαντάροι.
Ὁ Διάδοχος ἐχαιρετοῦσε δεξιὰ καὶ ἀριστερά.
Μετὰ ἕνα τέταρτον περίπου τῆς ὥρας διετάχθημεν νὰ βαδίσωμεν πρὸς τὰ ἐμπρός.
Ὅταν ἄρχισε νὰ βραδυάζῃ εὑρισκόμεθα εἰς ὕψος δύο χιλιάδων μέτρων περίπου, ἐπάνω εἰς τὴν κορυφὴν ἑνὸς βουνοῦ. Δὲν ἦτο κρύο ἐκεῖνο, ἦτο θάνατος.
―Μωρὲ ἐδῶ εἶνε καρφοποιεῖον, εἶπε κάποιος τοῦ ὁποίου ἡ μύτη εἶχε μεταβληθῆ εἰς κλεψύδραν.
Ἔξαφνα ἐσταματήσαμεν.
―Ἔχει γοῦστο νὰ θέλουν νὰ κοιμηθοῦμε ἐδῶ ἀπόψε!
Ἐπέρασαν μία, δύο ὥραις καὶ ἐστεκόμαστε ἀκόμη. Εἴμαστε ξυλιασμένοι. Εἰς μάτην ἐκτυπούσαμε κατὰ γῆς τὰ πόδια μας καὶ ἐτρίβαμε τὰ χέρια μας. Κυριολεκτικῶς φαρμάκι!
―Καὶ δὲν φοβᾶμαι τίποτε ἄλλο παρὰ μήπως συναχωθῶ, μοῦ εἶπεν ὁ Ζακυνθινὸς σύντροφός μου, ὁ ὁποῖος ζαρωμένος ἀπὸ τὸ κρύο εἶχεν μεταβληθῆ εἰς ἕνα ἀληθινὸν ἐρωτηματικόν.
―Ἀνάβουμε φωτιαίς; ἐπρότεινε κάποιος.
―Θὰ μᾶς ἀφήσουνε;
―Ἂν δὲν μᾶς ἀφήσουνε τὴς σβύνουμε.
Μετὰ λίγη ὥρα χίλιες καὶ πλέον φωτιαὶς εἶχον ἀναφθῆ σὲ διάφορα μέρη τοῦ βουνοῦ.
***
―Ξέρετε γιατὶ ἔχομε σταματήσει;
―Γιατί;
―Διότι οἱ τοῦρκοι ἐτίναξαν φεύγοντες μία μεγάλη γέφυρα στὸν ἀέρα.
―Καὶ τώρα πῶς θὰ περάσουμε;
―Μὰ τὴν φτιάνει τὸ Μηχανικό.
Πράγματι οἱ τοῦρκοι εἶχαν μισοκαταστρέψει μία γέφυρα. Ἐνόμιζαν ὅτι ἠμποροῦσαν νὰ μᾶς ἀνακόψουν τὴν προέλασιν χωρὶς νὰ γνωρίζουν ὅτι τὸ Μηχανικό μας θὰ τὴν διώρθωνε σὲ λίγαις ὥραις.
Ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως ἦλθε διαταγὴ νὰ ἐξακολουθῆ τὴν πορείαν του τὸ πεζικὸν τὸ ὁποῖον ἐπέρασε ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος χάρις εἰς ἕνα μονοπάτι τὸ ὁποῖον δὲν ἄργησαν ν᾿ ἀνακαλύψουν οἱ ἀξιωματικοί μας. Τὸ πυροβολικόν ἐπέρασε τὴν γέφυραν πρωῒ-πρωῒ ὁπότε ἡ γέφυρα εἶχε ἐπισκευασθῆ τελείως.
Ἀργὰ τὸ βράδυ κατασκηνώσαμε στὴς Καστανιαίς, ἕνα ἀπεριγράπτως ὀχυρὸν ὕψωμα εἰς τὸ ὁποῖον εἶχον ὀχυρωθῆ οἱ Τοῦρκοι[21].
Κρύο κούρασις καὶ πεῖνα ἦσαν αἱ μόναι ἐντυπώσεις τῆς νύκτας ἐκείνης.
«Ἐμπρός», 05-12-1912.
***
Εἰς τὴν Βέρροιαν
-Ἐδῶ θὰ ἀνοίξω μίαν παρένθεσιν ἀποκλειστικῶς διὰ τοὺς Ἀθηναίους κυνηγούς. […][22]–
***
Ἀπὸ τὴς Καστανιαὶς ὅπου ἐπεράσαμε καὶ πάλιν ἄϋπνοι γύρω ἀπό τὴς φωτιαὶς μίαν παγερὰν νύκτα, ἐφύγαμε πρωῒ-πρωῒ διὰ τὴν Βέρροιαν.
Ἐβαδίζαμε ἐνῷ αἰσθανόμαστε φοβεροὺς νυγμοὺς εἰς τὸ στομάχι. Ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας ὑπῆρχε καθολικὴ ἔκλειψις κουραμάνας. Τὰ μεταγωγικὰ μὲ τὸ δρόμο ποὺ εἴχαμε πάρει ἦτο ἀδύνατον νὰ μᾶς προφθάσουν.
Ὅλας μας τὰς ἐλπίδας τὰς ἐστηρίζαμε εἰς τὴν Βέρροιαν ὅπου πηγαίναμε. Μεγάλη πόλις, καθὼς ἀκούγαμε, θὰ μποροῦσε μιὰ χαρὰ νὰ μᾶς τροφοδοτήσῃ[23].
Ἡ Βέρροια ὅμως δὲν ἤθελε μὲ κανένα τρόπο νὰ φανῇ. Ἐπερνούσαμε ἕνα βουνὸ καὶ παρουσιάζετο μπροστά μας ἄλλο.
Χίλιαις φοραὶς θὰ εἴχαμε ψάξει τὰ σακκούλια μας μήπως ἀνακαλύψωμε τίποτε ψίχουλα περασμένων εὐτυχῶν ἐποχῶν, ἀλλὰ δυστυχῶς τίποτε. Ἐρρίχναμε γύρω μας ἐρευνητικὰ βλέμματα μήπως ἀνακαλύψωμε κανένα μποστάνι μὲ καλαμπόκια, τίποτε. Ἀπελπισία.
―Ποιὸς θέλει κουραμάνα γιὰ θὰ τὴν πετάξω; ἠκούσθη ἔξαφνα σοβαρώτατα ὁ Ζακυνθινὸς σύντροφός μου.
Ὁ ἀλιτήριος ἐξακολουθοῦσε νὰ παίζῃ καὶ μὲ τὴν δυστυχίαν μας ἀκόμη.
***
Ἐπὶ τέλους! Ἀντικρύσαμε πλέον τὴν Βέρροιαν. Ἡ χαρά μας μπορεῖ νὰ συγκριθῇ μὲ τὴν χαρὰν τῶν μυρίων ὅταν ἀντίκρυσαν τὴν θάλασσαν.
Μὲ ὅλη μας τὴν πεῖνα καὶ τὴν κούρασιν δὲν μπορούσαμε παρὰ νὰ θαυμάσωμε τὸ θέαμα τῆς μικρᾶς καὶ κομψῆς πόλεως ὅπως τοὐλάχιστον ἐφαίνετο ἀπὸ ψηλὰ ποῦ τὴν ἐβλέπαμε.
―Ὡραία πόλις.
―Πιστεύω νἄχῃ καὶ φούρνους!
Οἱ μιναρέδες ὑψηλοὶ σὰν χιονισμένα κυπαρίσσια.
―Τὶ τὰ θέλετε, ὁ μιναρὲς εἶνε γραφικώτατος καὶ συντείνει πολὺ εἰς τὴν ὡραιότητα τοῦ θεάματος τῆς πόλεως ἀπὸ μακρυά.
Εἰς τοὺς δύο ὑψηλοτέρους μιναρέδες ἐκυμάτιζε μία λευκὴ σημαία, ἡ ὁποία ἐδήλωνε ὑποταγὴν τῆς πόλεως εἰς τοὺς κατακτητάς της καὶ μία Ἑλληνικὴ τὴν ὁποίαν εἶχεν ὑψώσει ὁ προηγηθεὶς ἀπὸ μᾶς Ἑλληνικὸς στρατός.
Ἐκεῖνο ποὺ μᾶς ἔκανε κατάπληξιν ἦσαν τὰ νερά. Τὶ πλημμύρα νεροῦ ἦτο ἐκείνη! Ὁρμητικώτατοι χείμαρροι κατήρχοντο ἀπὸ διάφορα σημεῖα πρὸς τὴν πόλιν. Νερὸ κρυστάλλινο καὶ περασμένο ἀπὸ τὸ τελειότερον διϋλιστήριον – τὰ βότσαλα – ἐκατρακυλοῦσε πότε μ᾿ ἕνα φροῦ-φροῦ νανουριστικό, πότε μ᾿ ἕνα φοβερὸ θόρυβο, ὅταν ἀπότομα ἔπιπτε ἀπὸ τὸ ὕψος κανενὸς βράχου. Ἀμέτρητοι μικροὶ καταρράκται ἐσχηματίζοντο ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ διὰ νὰ κινήσουν τὰ μεγάλα πτερὰ τῶν ἀνεμομύλων[24] ἐναντίον τῶν ὁποίων ἔπιπτων ἀφρίζοντα ἀπὸ τὴν λύσσαν[25].
Τὸ στιγμιότυπον»
«Ἐμπρός», 06-12-1912.
Ο νεαρός Ανθυπολοχαγός Θάνος Λουκέρης, έχοντας επωμισθεί τα αρμόζοντα στο αξίωμά του διοικητικά βάρη και πολεμικά καθήκοντα (άκρως ευθυνοφόρα και οπωσδήποτε πρωτόγνωρα για ένα 21χρονο έφεδρο), συμμετείχε, όπως όλοι οι συμπολεμιστές του, στην θριαμβική, πλην ακανθώδη (σωματικά εξαντλητική και ψυχικά επώδυνη), πορεία του Στρατού Θεσσαλίας· και αναμφίβολα, μετά την Ελασσόνα και τον Σαραντάπορο, την προέλαση στη Δυτική Μακεδονία, το ψύχος, την πείνα και την αϋπνία στις παρυφές και τις κορυφές του Βερμίου, την διέλευση από την άρτι απελευθερωθείσα Βέροια, την διανυκτέρευση στον Σιδηροδρομικό Σταθμό της, και τον πεζοπορικό «διάπλου» του παγωμένου βάλτου, θα έλαβε μέρος στη μάχη των Γιαννιτσών και πιθανότατα, επικεφαλής των υπό τις διαταγές του ανδρών, θα ακολούθησε την είσοδο του Ελευθερωτή Στρατού στην Θεσσαλονίκη, στις 26 Οκτωβρίου 1912. Πάντως, δυο μέρες αργότερα (28-10-1912), λαβωμένος από τις στερήσεις, τις ταλαιπωρίες και τις κακουχίες του πολέμου, διακομιζόταν, με πυρετό, στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο της Βέροιας…
…όπου προσέφερε τις υπηρεσίες της η Πριγκίπισσα Αλίκη[26]…
«Τὰ Νοσοκομεῖα τῆς Βερροίας
Ἰδιαίτερον τηλεγράφημα
Λάρισσα, 29 Ὀκτωβρίου.- Τὰ νοσοκομεῖα τῆς Βερροίας ὅλα ἐπλημμύρισαν ἀπὸ τραυματίας ἀξιωματικούς, προερχομένους ἐξ ὅλων τῶν μαχῶν, αἵτινες ἐδόθησαν μέχρι τοῦδε. Εὐτυχῶς ὅμως πάντες σχεδὸν εἶνε ἐλαφρῶς τραυματισμένοι, ἡ δὲ κατάστασίς των δὲν ἐμπνέει ἀνησυχίας.
Ἡ πριγκίπισσα Ἀλίκη ἐργαζομένη δραστηρίως καὶ οὐδέποτε λείπουσα ἀπὸ τὸ προσκεφάλαιον τῶν τραυματιῶν, ἀπέβη δημοφιλεστάτη. Ἄπειρα εἶνε τὰ ἐπεισόδια μὲ τοὺς πληγωμένους στρατιώτας, οἱ ὁποῖοι εἰς τὴν ἐμφάνισίν της καταλαμβάνονται ὑπὸ ἐνθουσιασμοῦ.
Οἱ κ.κ. Φαρμάκης[27], βουλευτής, καὶ Λάμψας, καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου εἶναι ἐλαφρῶς πληγωμένοι.
Ὁ Βασιλεὺς καθημερινῶς ἐπισκέπτεται τοὺς τραυματίας.
Κ. Λαδόπουλος»
«Ἐμπρός», 30-10-1912.
…και όπου, μετά 15θήμερη νοσηλεία, εξέπνευσε, αναπαυόμενος έκτοτε («ανωνύμως»…) στη γη της «μικρᾶς καὶ κομψῆς πόλεως», για την ελευθερία της οποίας μια πολύ πιο μικρή, οικογενειακού χαρακτήρα, Κοινότητα της Κεφαλονιάς, τα Λουκεράτα[28], θυσίασε, πριν 112 χρόνια, τον πολυτιμότερο, τότε, ανθό της.
Επιβεβαιώνοντας την παρατιθέμενη στην προμετωπίδα του παρόντος πονηματίου θουκυδίδεια ρήση, η Βέροια διατηρεί «ἄγραφον» την μνήμη όσων, το 1912, έπεσαν για την ελευθερία της: μάρτυρες αψευδείς οι στήλες, με τα μισοσβησμένα (ή και ολότελα ξεθωριασμένα) ονόματα των πεσόντων, που ορθώνονται στο (κάθε άλλο παρά φροντισμένο) Στρατιωτικό Τμήμα του Δημοτικού Κοιμητηρίου και σε μια γωνιά της Πλατείας Ωρολογίου και που αναγράφουν τους πεσόντες άλλων ιστορικών περιόδων· ενώ το παρακείμενο της δεύτερης στήλης κατασκεύασμα ούτε ως κατ’ ευφημισμόν «ηρώο» δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί.
Αντίθετα, η Κεφαλονιά «διαμνημονεύει δι᾿ ἐπιτυμβίων στηλῶν καὶ ἐπιγραφῶν» την εξ αίματος και ψυχών συνεισφορά της στην ελευθερία της Μακεδονίας (και ο πρωτομάρτυρας του Μακεδονικού Αγώνα Παύλος Μελάς ήταν εκ μητρός Κεφαλλονίτης): στο Αργοστόλι ένα μνημείο, έργο (1927) του επιχώριου φημισμένου γλύπτη Γεωργίου Μπονάνου[29], δεσπόζει στον Κήπο του Νάπιερ[30] και είναι ειδικά αφιερωμένο στους Κεφαλλονίτες πεσόντες του 1912-1913· και στο Ληξούρι το Ηρώο (πραγματικό Ηρώο!), τοποθετημένο ανάμεσα σε δυο κανόνια, αναπαριστά ανάγλυφα τον πεσόντα πολεμιστή δαφνοστεφανώμενο από μια γυναικεία φτερωτή μορφή, διασαλπίζει τις χρονολογίες «1912-1921» και τα πεδία των μαχών: Σαραντάπορο – Γιαννιτσά – Μπιζάνι – Κιλκίς – Λαχανά – Κρέσνα – Μπέλλες – Ροδόπη – Σκρα – Δοϊράνη, και φέρει την λιτή[31] επιγραφή «Υπέρ πίστεως και πατρίδος κατά γη και θάλασσα πολέμησαν για την ελευθερία».
Με την αυτονόητη (;) υποχρέωση της ανακαίνισης-ανακατασκευής των επιτύμβιων στηλών, που διαιωνίζουν τα ονόματα των εκ Βεροίας και περιχώρων πεσόντων σε άλλες πολεμικές περιόδους, συνάπτεται και η ύψιστη ηθική (και ιστορική) οφειλή αν όχι της ανέγερσης ιδιαίτερου μνημείου, τουλάχιστον της εγχάραξης των ονομάτων (όσα είναι γνωστά) και εκείνων που, το 1912-1913, έπεσαν για την ελευθερία αυτού του τόπου, αλλά και εκείνων που, μετά την απόκτησή της, αναλώθηκαν για την εδραίωση και διατήρησή της· υποχρέωση και οφειλή, που αναμένουν (για πόσο καιρό ακόμη;) την εκπλήρωσή τους…
Στο ίδιο δημοσίευμα (της 17-11-1912) ο ανταποκριτής της εφ. «Ἐμπρὸς» ενημερώνει τους (συγχρόνους του, αλλά και τους όψιμους) αναγνώστες του:
(α) για την εκ Βεροίας διέλευση του πρωθυπουργικού γιου, που υπηρετούσε ως εθελοντής στον Ελληνικό Στρατό:
«Χθὲς διῆλθεν ἐνταῦθα κατευθυνομένη εἰς Θεσσαλονίκην μία διμοιρία τοῦ 20οῦ πεζικοῦ συντάγματος ὑπὸ τὸν λοχαγὸν κ. Κονταρᾶτον.
Εἰς τὴν διλοχίαν ταύτην συγκαταλέγετο καὶ ὁ υἱὸς τοῦ πρωθυπουργοῦ λοχίας Βενιζέλος Κυριᾶκος[32] παραληφθεὶς μετὰ μιᾶς διμοιρίας ἐκ Κοζάνης.
Ἡ ἐνταῦθα ἄφιξις τοῦ υἱοῦ τοῦ κ. πρωθυπουργοῦ ἐγένετο ἀστραπιαίως γνωστὴ ἀνὰ τὴν πόλιν, πολλοὶ δὲ κάτοικοι ἐκ τῶν προκρίτων καὶ μὴ ἔσπευσαν νὰ τὸν χαιρετήσουν ἐκφράζοντες πρὸς αὐτὸν τὰς συμπαθείας των.
Τὴν πρωΐαν τῆς ἑπομένης, πλεῖστοι ὅσοι συγκεντρωθέντες εἰς τὴν πλατεῖαν προέπεμψαν τὸν νεαρώτατον καὶ πλήρη σφρίγους υἱὸν τοῦ κ. πρωθυπουργοῦ ἀναχωροῦντα μετὰ τῆς διλοχίας διὰ Θεσσαλονίκην μὲ χειροκροτήματα καὶ ζητωκραυγάς.
―Ζήτω ὁ Βενιζέλος.
―Ζήτω ὁ υἱὸς τοῦ πρωθυπουργοῦ μας.
―Ζήτω ὁ στρατός.»
«Ἐμπρός», 17-11-1912.
και (β) για την, κατά τις ίδιες ημέρες, επίσκεψη στην Βέροια στρατιωτικών και διοικητικών παραγόντων, προς διευθέτηση θεμάτων σχετικών με την «ἀσφάλειαν καὶ ὑγείαν τῶν κατοίκων της»:
«Ἡ κίνησις
Μέσῳ Θεσσαλονίκης μετεφέρθησαν ἐνταῦθα προχθὲς {= 10-11-1912} ἀρκετὰ κιβώτια πλήρη φανελῶν, αἵτινες καὶ διενεμήθησαν εἰς τοὺς ἄνδρας τῆς ἐνταῦθα φρουρᾶς ὑπὸ τοῦ ὑπασπιστοῦ τοῦ φρουραρχείου ἀνθυπολοχαγοῦ κ. Τσόγκα.
Ἀφίκετο προχθὲς {= 10-11-1912} ἐκ Θεσσαλονίκης καὶ παρέμεινεν ἐπὶ διήμερον ἐνταῦθα ὁ Διοικητὴς τῆς χωροφυλακῆς καὶ διευθυντὴς τῆς ἀστυνομίας τῆς Μακεδονίας κ. Παῦλος Ραζέλος[33] συνεργασθεὶς ἐπὶ τῆς ἐν γένει καταστάσεως μετὰ τοῦ Νομάρχου κ. Δημ. Σωτηρίου καὶ φρουράρχου κ. Γεωργαντᾶ.
Ὁ κ. Διοικητὴς ἀναχωρήσας χθὲς {= 11-11-1912} καὶ πάλιν διὰ Θεσσαλονίκην ἔμεινεν εὐχαριστημένος ἐκ τῶν ληφθέντων μέτρων παρὰ τῶν στρατιωτικῶν καὶ διοικητικῶν ἀρχῶν τῆς πόλεως πρὸς ἀσφάλειαν καὶ ὑγείαν τῶν κατοίκων της.»
«Ἐμπρός», 17-11-1912.
Ευχαριστίες θερμότατες εκφράζονται, και από την θέση αυτή, προς την κυρία Ελένη Λουκέρη, Αντιδήμαρχο Πολιτισμού, Τουρισμού και Δημοσίων Σχέσεων του Δήμου Ληξουρίου, για την καθοριστική συμβολή της (με πληροφορίες και έντυπο υλικό) στην σύνθεση του παρόντος πονηματίου· και προς τον καλό συνάδελφο κύριο Ανδρέα Ζαπάντη, Διευθυντή της Περιφερειακής Ένωσης Δήμων Ιονίων Νήσων, για την ενθάρρυνση και την σύνολη υποστήριξή του.-
Α.-
*Διότι τῶν ἐπιφανῶν ἀνδρῶν τάφος εἶναι ὅλη ἡ γῆ, καὶ δὲν διαμνημονεύονται αὐτοὶ μόνον εἰς τὴν ἰδικήν των πατρίδα δι᾿ ἐπιτυμβίων στηλῶν καὶ ἐπιγραφῶν, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν ξένην διατηρεῖται ἄγραφος ἡ μνήμη των, χαραγμένη εἰς τὸ πνεῦμα ἑκάστου μᾶλλον παρὰ εἰς ὑλικὰ μνημεῖα.» [Θουκυδίδης, ΙΙ, 43.2. (Περικλέους Ἐπιτάφιος)· μετάφραση: Ελευθερίου Βενιζέλου].
[1] «Πῶς κατελήφθη ἡ Βέρροια – Τὰ τηλεγραφήματα ἐκ Μακεδονίας
Τὸ τηλεγράφημα τοῦ κ. Νίδερ – Ἀπὸ τῆς χθὲς κατελήφθη ἡ Βέρροια – [..]
Χθὲς τὸ ἑσπέρας ἀνεκοινώθη τὸ ἀκόλουθον τηλεγράφημα τοῦ Διαδόχου Κωνσταντίνου:
“Κοζάνη, 16 Ὀκτωβρίου ὥρα 5 μ.μ.
Ὑπουργεῖον Στρατιωτικῶν
Ἀθήνας
Μετὰ τὴν χθεσινὴν ἀγγελθεῖσαν[*] ἁψιμαχίαν μεταξὺ ἡμετέρων καὶ ἐχθρικοῦ ἀποσπάσματος ἐκ πεζικοῦ καὶ πυροβολικοῦ, κατέχοντος στενὸν Τριποτάμου, καὶ μετὰ ἁψιμαχίαν μεταξὺ ἡμῶν καὶ μικροῦ ἐχθρικοῦ τμήματος ἐν Ξηρολιβάδῳ, ἐχθρὸς ὑπεχώρησε τὴν νύκτα ἐγκαταλείψας Βέρροιαν εἰς ἣν εἰσῆλθον σήμερον. Λαὸς ἐνθουσιωδῶς ὑπεδέχθη. Ὀθωμανοὶ κάτοικοι διέμειναν ἐν τῇ πόλει, οἱ δὲ προύχοντες ἐξ αὐτῶν παρουσιασθέντες ἐδήλωσαν ὑποταγήν.
Κατὰ χθεσινὰς ἁψιμαχίας ἐπληγώθησαν 12 ὁπλῖται.
Κωνσταντῖνος Διάδοχος”»
«Ἀθῆναι», 18-10-1912.
«Κατελήφθη καὶ ἡ Βέρροια ὑπὸ τοῦ Στρατοῦ μας
Περὶ τὴν μεσημβρίαν τῆς χθὲς {= 17-10-1912} ἐλήφθη εἰς τὸ ὑπουργεῖον τῶν Στρατιωτικῶν καὶ ἀνεκοινώθη διὰ τοῦ γραφείου τύπου τηλεγράφημα τοῦ προσωπάρχου τοῦ ὑπουργείου τῶν Στρατιωτικῶν κ. Νίδερ[**], ὅστις παρακολουθεῖ ἤδη τὴν Α.Ὑ. τὸν Διάδοχον, ἀγγέλλον τὴν κατάληψιν τῆς Βερροίας.
Ὁ κ. Νίδερ εἶχε μεταβῇ μετὰ τοῦ στρατεύματος εἰς Βέρροιαν, ἐκεῖθεν δὲ διὰ νὰ τηλεγραφήσῃ ἐπανῆλθεν εἰς Κοζάνην.
Τὸ τηλεγράφημα ἔχει ὡς ἑξῆς·
“Κοζάνη, 17 Ὀκτωβρίου ὥρα 11 και 45´ π.μ.
Ταύτην τὴν στιγμὴν ἐπανῆλθον ἐκ Βερροίας, ἥτις κατελήφθη χθὲς {= 16-10-1912] τὴν 11ην πρωινὴν ὥραν ὑπὸ τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ εἰσελθόντος ἐν πλήρει τάξει. Αἱ μωαμεθανικαὶ οἰκογένειαι παρέμειναν. Οἱ πρόκριτοι μωαμεθανοὶ προσῆλθον χθὲς κατὰ τὴν εἴσοδον τοῦ ἀρχηγοῦ Διαδόχου καὶ ἐδήλωσαν ὑποταγήν. Ἡ σιδηροδρομικὴ συγκοινωνία Μοναστηρίου Θεσσαλονίκης διεκόπη.
Νίδερ”»
«Σκρίπ», 18-10-1912.
[*] «Ὁ πόλεμος εἰς τὴν Μακεδονίαν
Ὁ ἀρχηγὸς τοῦ Γεν. Ἐπιτελείου τοῦ στρατοῦ Θεσσαλίας ὑποστράτηγος κ. Δαγκλῆς[***] ἀπέστειλε χθὲς πρὸς τὸ Ὑπουργεῖον τῶν Στρατιωτικῶν τὸ κατωτέρω τηλεγράφημα:
“Κοζάνη, 16 Ὀκτωβρίου ὥρα 7 π.μ.
Μετ᾿ ἁψιμαχίαν ἐν στενῷ Τριποτάμου ἐχθρὸς ὑπεχώρησεν, καταλιπὼν 5 βλητοφόρα. Στρατὸς ἐξακολουθεῖ προχωρῶν.
Ἀρχηγὸς Γεν. Ἐπιτελείου
Δαγκλῆς”»
Σ{ημείωσις} Ἀ{θηνῶν}. Τὸ Τριπόταμον ἀπέχει 1 περίπου ὥραν τῆς Βερροίας.»
«Ἀθῆναι», 17-10-1912.
[**] Κωνσταντίνος Νίδερ (1865-1943), Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού (1912-1913)· Υφυπουργός Στρατιωτικών (από 08-07-1925 έως 21-04-1926) στην Κυβέρνηση Θεοδώρου Παγκάλου [γιος του Βαυαρού στρατιωτικού γιατρού, -της ακολουθίας του Όθωνα,- Φραγκίσκου Ξαβιέρου Νίδερ και της Αναστασίας, θυγατέρας του Σουλιώτη οπλαρχηγού Πάνου Γιολδάση].
[***] Παναγιώτης Δαγκλής (1853-1924), Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου του Στρατού Θεσσαλίας κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο 1912-1913· Βουλευτής Ιωαννίνων (Κόμμα Φιλελευθέρων 1915-Μάι, 1920, 1923)· Υπουργός Στρατιωτικών (από 10-08-1915 έως 24-09-1915) στην Κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου· Μέλος της Τριανδρίας (Βενιζέλος-Δαγκλής-Κουντουριώτης) της Εθνικής Αμύνης (Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης, 1916-1917).
[2] «Κατάστασις τῶν κατὰ τὸν Ἑλληνοτουρκικὸν Πόλεμον 1912-1013 Ἀποβιωσάντων Ἀξ/κῶν ἐκ τραυμάτων ἢ κακουχιῶν Πολέμου (Ἐπιχειρήσεις ἐν Μακεδονίᾳ)», Πίνακας σελ. 326 στον τόμο «Ὑπουργεῖον Στρατιωτικῶν / Γενικὸν Ἐπιτελεῖον Στρατοῦ-Πολεμικὴ Ἔκθεσις / Ὁ Ἑλληνικὸς Στρατὸς κατὰ τοὺς Βαλκανικοὺς Πολέμους τοῦ 1912-1913 / τόμος Α΄ / Ἐπιχειρήσεις ἐν Μακεδονίᾳ κατὰ Τούρκων / ἐν Ἀθήναις / ἐκ τοῦ Ἐθνικοῦ Τυπογραφείου / 1940».
[3]«Οἱ νεκροὶ τῶν Ἐθνικῶν Ἀγώνων μας / Ὁ ἐπίσημος πίναξ τῶν ὀνομάτων τῶν φονευθέντων κατὰ τοὺς ἐθνικοὺς ἀγῶνας ἀπὸ τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ελλάδος μέχρι τοῦ 1922», έκδοση της εφημερίδας «Φωνὴ τοῦ Λαοῦ», Ἀθῆναι 1932, – τεύχος «Οἱ ἔνδοξοι νεκροὶ τῶν δύο Βαλκανικῶν Πολέμων 1912-1913 (ἐκ τοῦ ἐπισήμου καταλόγου τοῦ Ὑπουργείου τῶν Στρατιωτικῶν)», σελ. 10.
[4] «Ὑπουργεῖον Στρατιωτικῶν / Γενικὸν Ἐπιτελεῖον Στρατοῦ-Πολεμικὴ Ἔκθεσις …», σελ. 39.
[5] Φάρος: πρώην Ισικλάρ, οικισμός της Κοινότητος Χαντόβης-Πολυμύλου (μετονομασία: ΦΕΚ Α΄ 18/01-02-1927).
[6] Μικρογούζι(ον): Μακροχώρι (μετονομασία: ΦΕΚ Α΄ 271/03-09-1940).
[7] κατωτέρω σημ. 9.
[8] Γιδάς: Αλεξάνδρεια (μετονομασία: ΦΕΚ Α΄ 10/16-01-1953).
[9] Γιάντσιστα: Άγιος Γεώργιος [μετονομασία: (α) ΦΕΚ Α΄ 401/12-11-1926: Γιάννισσα· (β) ΦΕΚ Α΄ 271/03-09-1940: Άγιος Γεώργιος].
[10] Πλάσνα: Κρύα Βρύση (μετονομασία: ΦΕΚ Α΄ 179/30-08-1927).
[11] Γκόλο Σέλο: Ακρολίμνη [μετονομασία: (α) ΦΕΚ Α΄ 97/18-03-1926: Γυμνά· (β) ΦΕΚ Α΄ 119/07-06-1966: Ακρολίμνη].
[12] Βρέζ(ο): Άγιος Λουκάς (μετονομασία: ΦΕΚ Α΄ 97/18-03-1926). «Βρέζο – Όσιος Λουκάς»: οι δυο θέσεις δεν συνέπιπταν το 1912· ο οικισμός Βρεζ (μετονομασθείς: Άγιος Λουκάς) βρισκόταν περίπου 2 χλμ νοτιοδυτικά της σημερινής του θέσης, ενώ η Εκκλησία του Αγίου Λουκά (την οποία σημειώνει η «Πολεμικὴ Ἔκθεσις») βρίσκεται στην βόρεια είσοδο του σημερινού οικισμού.
[13] Το «Ημερολόγιο» καταγράφει, 17 χρόνια μετά την διεξαγωγή τους, τις επιχειρήσεις του 10ου Συντάγματος, όπως αυτές έχουν εντυπωθεί στην μνήμη των πρωταγωνιστών τους (βετεράνων ήδη το 1929)· ευλόγως ορισμένα τοπωνύμια μνημονεύονται με την εκφορά την οποία (φευγαλέα) συγκράτησαν οι διερχόμενοι από τους οικείους τόπους οπλίτες, και η οποία μπορεί να απέχει (περισσότερο ή λιγότερο) από την τότε καθιερωμένη ονομασία τους. Το κείμενο εκδόθηκε με μέριμνα του Συνδέσμου Εφέδρων Αξιωματικών Κερκύρας, στις 12 Σεπ. 1929. Μεταφέρθηκε στην δημοτική, με μέριμνα του Νίνου Σ. Γερασίμου, στις 31 Αυγ. 2011. [https://www.corfuhistory.eu/?p=1862]
[14] Κωνσταντίνος Δαμιανός (1853-1915), υπό την διοίκησή του η ΙΙΙ Μεραρχία απελευθέρωσε (κρίμασιν οις οίδεν Κύριος προσωρινά) την Κορυτσά, στις 20-12-1912.
[15] Αναστάσιος Παπούλας (1857-1935), ο κατοπινός αρχιστράτηγος της Μικρασιατικής Εκστρατείας· είχε άδοξο τέλος, καθώς του αποδόθηκε πρωταγωνιστικός ρόλος στο Κίνημα του 1935 και εκτελέστηκε (ως εξιλαστήριο θύμα).
[16] Τσιτσιλέρ (στο ΦΕΚ Τζιτζιλέρ): Πετρανά (μετονομασία: ΦΕΚ Α΄ 18/01-02-1927).
[17] Τσερεκλή: (πρέπει να εννοεί την) Κοιλάδα, όπου, σύμφωνα με την «Πολεμικὴν Ἔκθεσιν» του Γ.Ε.Σ., η ΙΙΙ Μεραρχία «κατηυλίσθη» στις 14-10-1912. Η επίσημη ονομασία του οικισμού (και της Κοινότητας) ήταν Ισικού-Κλερ [μετονομασία: (α) ΦΕΚ Α΄ 229/17-10-1919: Ισκιουπλή· (β) ΦΕΚ Α΄ 18/01-02-1927: Κοιλάδα].
[18] Μύλοι: (πρέπει να εννοεί τον) Πολύμυλο: πρώην Χάντοβα (μετονομασία: ΦΕΚ Α΄ 18/01-02-1927).
[19] Αταύτιστο μικροτοπωνύμιο [δεν έχει εντοπιστεί σε πράξεις (αποφάσεις, καταλόγους, ΦΕΚ, κ.λπ.) μετονομασιών] στην περιοχή πέριξ ή εγγύς του Σιδηροδρομικού Σταθμού της Βέροιας, όπου, σύμφωνα με την «Πολεμικὴν Ἔκθεσιν» του Γ.Ε.Σ., η ΙΙΙ Μεραρχία στάθμευσε και διανυκτέρευσε στις 16-17 Οκτ. 1912. Στις κάτω από την Εληά εκτάσεις και κοντά στις ράγες του σιδηροδρομικού δικτύου έχει απαντηθεί (άπαξ) το μικροτοπωνύμιο «Ζενζελή» (ηχητικά παρεμφερές με το, διασωθέν κατά το 1929 στην μνήμη των βετεράνων του 1912, τοπωνύμιο «Ζούλα»): πολύτιμη συνεισφορά του αγαπητού φίλου κυρίου Αντώνη Λαχανόπουλου, Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου Κεντρικής Μακεδονίας, προς τον οποίο εκφράζονται εγκάρδιες ευχαριστίες για την προθυμία και την αμεσότητα της συνδρομής του. Παράλληλα, ο εκλεκτός συνάδελφος στον αυτοδιοικητικό στίβο (και με προγενέστερη ευδόκιμη υπηρεσία στην Γραμματεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στο Φανάρι) κύριος Αθηνόδωρος Μπιτσιάδης, προς τον οποίο επίσης εκφράζονται θερμές ευχαριστίες, υποδεικνύει πως το μικροτοπωνύμιο «Ζούλα» μάλλον υποδηλώνει τόπο, χώρο, στάδιο, κατάλληλο για να κρυφτεί ή να προφυλαχτεί κανείς. Παρεμπιπτόντως επισημαίνεται πως -μετά τα τσουνάμι μετονομασιών παρελθουσών δεκαετιών- σποραδικές μετονομασίες αναρριπίζουν, μέχρι και σήμερα, την γεωγραφική γενεαλογία [: π.χ. το αρτιγέννητο π.δ. 54/25-09-2024 «Μετονομασία της νησίδας “Πασάς, ο” του Δήμου Οινουσσών σε νησίδα “Παναγιά, η”, του κόλπου της “Πασάς” σε κόλπο “Παναγιά” και του ακρωτηρίου της “Τούρκος” σε ακρωτήριο “Μεταμόρφωσης”» ΦΕΚ Α΄ 155/30-09-2024].
[20] Η εφημερίδα «Ἐμπρὸς» δημοσίευσε σε περιστασιακές (και ακανόνιστες) συνέχειες, τις «εν θερμώ» ημερολογιακού τύπου καταγραφές ενός (εμφανώς πεπαιδευμένου) μαχητή της πρώτης γραμμής, που υπέγραφε ως «Τὸ Στιγμιότυπον» και που, όπως προκύπτει από την πορεία που ακολούθησε, πρέπει να υπηρετούσε στο Σύνταγμα των Επτανησίων (όπου ανήκε και ο Θ. Λουκέρης). Από τις σημειώσεις αυτές, οι δημοσιευθείσες την 5η και 6η Δεκεμβρίου 1912, περιγράφουν την «Βερμίου Ανάβασιν» και την «Κάθοδον εις Βέροιαν».
[21] «Ἐκ Κοζάνης ὁ στρατός μας κατὰ τὸ σχέδιον ὤφειλε νὰ βαδίσῃ πρὸς τὴν Βέρροιαν, ἀλλὰ ὁ μεταξὺ Κοζάνης-Βερροίας δρόμος ἦτο λίαν ἐπικίνδυνος ἐκ τοῦ φόβου μήπως εἶχε καταληφθῆ ὑπὸ τὸν Τούρκων, καθ᾿ ὅσον εἰς στενὴν δίοδον ἐξελίσσετο ὀφιοειδῶς.
Διὰ τοῦτο παρέστη ἀνάγκη νὰ γίνῃ ἐπίθεσις πρῶτον κατὰ τῆς Καστανιᾶς, ὀχυρᾶς θέσεως.
Ἡ πρώτη μοῖρα ἐβάδισεν πρὸς βορρᾶν· ἡ ἄλλη πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ αἱ ἄλλαι πρὸς τὸ Ξηρολείβαδον καὶ ἐπιχειρήσασαι ὅλαι ὁμοῦ σφοδρὰν ἐπίθεσιν κατέλαβον ταύτην.
Εἰς τοῦτο δὲ συνέτεινε κυριώτερον τὸ πυροβολικόν.
Εὐθύς ὡς κατελήφθη ἡ Καστανιά, οἱ Τοῦρκοι ὑπεχώρησαν εἰς Βέρροιαν καὶ ἐκεῖθεν διὰ νυκτὸς σιδηροδρομικῶς ἀνεχώρησαν δι᾿ ἄγνωστον διεύθυνσιν, ἀφήσαντες καὶ πόλιν καὶ γυναικόπαιδα ὅλα εἰς τὴν τύχην των.
Οἱ ἠμέτεροι ἰδόντες ἀπὸ τοῦ ὄρους Βερμίου, ὅτι δὲν εὑρίσκεται στρατὸς ἐν Βερροία, εἰσῆλθον καὶ κατέλαβον ταύτην. […].»
«Ἐμπρός», 20-10-1912.
[22] «Τὸ Στιγμιότυπον», πιθανότατα κυνηγός και ο ίδιος, αφιερώνει, εμβολίμως, ορισμένες παραγράφους του «καρνέ» του αφενός για να αναδείξει τις διαφορές μεταξύ Αθηναίων και Μακεδόνων κυνηγών και αφετέρου για να εκθειάσει τις θηρευτικές δεξιότητες των συμπολεμιστών του.
[23] Στην προσδοκία αυτή, ανταποκρίθηκε άμεσα, αυθόρμητα, πλουσιοπάροχα, οργανωμένα και για μεγάλο διάστημα, σύσσωμη η τοπική κοινωνία της Βέροιας, που μεταβλήθηκε «εἰς μέγα ἐργοστάσιον ἀλευροποιΐας»:
«Ὀφειλόμενοι ἔπαινοι
Μᾶς γράφουσιν ἐκ Βερροίας
Ἡ Βέρροια εἶνε ἡ μόνη πόλις δι᾿ ἧς διῆλθε τὸ μεγαλείτερον μέρος τοῦ καλλινίκου ἑλληνικοῦ στρατοῦ. Ἡ δὲ διέλευσις αὕτη ἐγένετο οὐχὶ τμηματικῶς ἀλλὰ κατὰ τρόπον πρωτοφανῶς ἀθρόον.
Ἐκτὸς ὅμως τῆς ἁπλῆς ταύτης διελεύσεως ἐδέησεν ἐπὶ ἕνα ἤδη μῆνα τὸ πλεῖστον μέρος τοῦ στρατοῦ ὡς καὶ ὅλα τὰ μεταγωγικὰ αὐτοῦ νὰ ἐκτρέφωνται ἐκ Βερροίας.
Διὰ τὴν ἐπιτυχῆ διεξαγωγὴν τῆς γιγαντιαίας ταύτης ἐργασίας ὤφειλε νὰ εὐρεθῇ καὶ ὁ κατάλληλος μοχλός, καὶ ὡς τοιοῦτος δὲν ἐβράδυνε νὰ ἀναδειχθῇ ὁ ἐκουσίως καὶ μετὰ μεγάλης προθυμίας προσφερθεὶς νὰ παράσχῃ τὰς ὑπηρεσίας του εἰς τὸ Φρουραρχεῖον Βεροίας ὁ ὁμογενής Νικόλαος Στ. Μπαζάκας ὅστις ὁμολογουμένως ὡς ἄλλος Ἡρακλῆς νυχθημερὸν ἐργαζόμενος κατώρθωσε νὰ θεραπεύσῃ τὰς παρουσιασθεῖσας πολλαπλὰς καὶ παντοειδεῖς ἀνάγκας κατὰ τρόπον ἐπισπασάμενον τὸν θαυμασμὸν καὶ ἀμέριστον τὴν ἐκτίμησιν τῶν ἁρμοδίων.
Ἐὰν ἐσώθη ἡ πόλις ἐκ τῆς ἐπερχομένης λόγῳ ἀναποδράστου ἀνάγκης ἁρπαγῆς, ἐσώθη ἀπὸ τὴν ὑπεράνθρωπον ἐργασίαν τοῦ εἰρημένου καὶ ἐν καιρῷ νυκτὸς ἔτι. Διότι ἄν τις ἐχρειάζετο διὰ τὸν στρατὸν καὶ τὰ ὑποζύγια ζωοτροφὰς ὡδήγει αὐτὸν εἰς τὰς ἀποθῆκας ἃς πολλάκις δυσκόλως ἤνοιγον τινές ἐκ τῶν ξένων δῆλον ὅτι πρὸς τὸν στρατὸν τῆς πατρίδος μας.
Ἐὰν ἡ πόλις μας μετεβλήθη εἰς μέγα ἐργοστάσιον ἀλευροποιΐας πανθολογούμενον εἶνε ὅτι πρὸς τὸν ἄμετρον ζῆλον καὶ τὴν πρωτοφανῆ δραστηριότητα τοῦ λοχαγοῦ Ἀναστασίου Γριτσιοπούλου, διευθυντοῦ, προσετέθη ἡ συνδρομὴ τοῦ εἰρημένου Νικολάου Μπαζάκα ἄνευ τῆς ὁποίας ἦτο ἀδύνατον νὰ προαχθῇ ἐπὶ τοσοῦτον ἡ ἐργασία.
Πλέον τῶν τριάκοντα χιλιάδων ἀνδρῶν ἐτρέφοντο ἐκ τῆς ἐργασίας ταύτης καὶ δι᾿ ἄρτου πρωτοφανοῦς ποιότητος εἰς τοιαύτας μάλιστα περιστάσεις.
Τώρα ὁποίας ἀμοιβῆς εἶνε ἄξιος ὁ συμπολίτης μας ἂς κρίνωσιν αἱ στρατιωτικαὶ ἀρχαὶ πρὸ πάντων καὶ ὕστερον ὑμεῖς ὧν τὰς ἀποθήκας ἤθελεν ἐξ ἀνάγκης ὡς εἴρηται διαρπάσῃ καὶ καταστρέψῃ ὁ στρατός.»
«Μακεδονία», 01-12-1912.
Αλλά, εκτός από την Βέροια, για την τροφοδοσία του προελαύνοντος στρατού θα μεριμνούσε και η (αυτοαπελευθερωθείσα) Νάουσα:
«Ἐπὶ τοῦ πιεστηρίου
Ἡ Νιάουστα ἐξεδίωξε τὰς τουρκικὰς ἀρχὰς καὶ τροφοδοτεῖ τὸν Στρατόν μας
Ἐπιβάται ἀφιχθέντες χθὲς ἐκ Βερροίας μᾶς ἐπληροφόρησαν ὅτι εὐθὺς ὡς ὁ Ἑλληνικὸς στρατὸς κατέλαβε τὴν Βέρροιαν οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως Νιαούστης, πόλεως κειμένης πρὸς βορρᾶν τῆς Βερροίας, προέβησαν εἰς τὴν κατάλυσιν τῶν ἐκεῖ Τουρκικῶν ἀρχῶν ἐκδιώξαντες ταύτας.
Μετὰ τὴν κατάλυσιν τῶν ἀρχῶν εὐθὺς εἰδοποίησαν τὸν ἐν Βερροίᾳ ἀρχηγὸν τοῦ στρατοῦ Διάδοχον, ὅτι ἡ πόλις τῆς Νιαούστης καταλύσασα τὰς τυραννικὰς ἀρχὰς εἶνε ἐλευθέρα πλέον διὰ νὰ εἰσέλθῃ ὁ Ἑλληνικὸς στρατὸς καὶ ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης (τῆς καταλήψεως τῆς Βερροίας) θὰ ἀποστέλλῃ καθημερινῶς εἰς τὸν Ἑλληνικὸν στρατὸν 25.000 ἄρτους.»
«Ἐμπρός», 20-10-1912.
[24] Ο συντάκτης των «ἐντυπώσεων ἀπὸ τὸν πόλεμον», προερχόμενος -όπως φαίνεται- από νησί, πιθανότατα δεν θα είχε αντικρύσει, έως τότε, παράταξη αλληλοδιάδοχων νερόμυλων, όπως αυτή που κυριαρχούσε τότε στην Βέροια, και τους χαρακτηρίζει «ανεμόμυλους»… (αν γινόταν, βέβαια, ένα θαύμα που θα του παρείχε την δυνατότητα να επισκεφθεί, 112 χρόνια μετά, την ίδια περιοχή, θα ένοιωθε παρόμοια -ίσως και μεγαλύτερη- έκπληξη με το πλήθος των «ανεμόμυλων» στις κορυφές του Βερμίου!)
[25] Οι επιγενόμενοι Βεροιείς, γηγενείς και πρόσφυγες, αυτόχθονες και μέτοικοι, παροικούντες και παρεπίδημοι, εκλογείς και ετεροδημότες, «λαός και Κολωνάκι», επιφύλαξαν διαφορετική μεταχείριση στα δυο στοιχεία της «μικρᾶς καὶ κομψῆς πόλεώς» τους, τα οποία εντυπωσίασαν το νικηφόρο (πλην ταλαιπωρημένο) «Στιγμιότυπον»: περιέβαλαν με στοργή τους μιναρέδες, εξόρισαν όμως από τον τόπο τους τις Ναϊάδες καθώς με επιμονή ακατάβλητη και μεθοδικότητα αξιοθαύμαστη εγκιβώτισαν και εξαφάνισαν από προσώπου γης τα κελαρυστά κρυστάλλινα νερά…
[26] Αλίκη του Μπάτενμπεργκ (1885-1969), σύζυγος του Πρίγκιπα Ανδρέα (1881-1944), τέταρτου γιου του Βασιλιά Γεωργίου Α΄· το πέμπτο παιδί (και ο μοναδικός γιος) του Ανδρέα και της Αλίκης ήταν ο Φίλιππος (1921-2021), πατέρας του σημερινού Βασιλιά του Ηνωμένου Βασιλείου Καρόλου Γ΄. Η Αλίκη, στο προοίμιο μιας μακράς, ισόβιας, αφιέρωσής της σε ανθρωπιστικές δράσεις, συμμετείχε, ως εθελόντρια νοσοκόμα του Ελληνικού Στρατού, στους Βαλκανικούς Πολέμους. Παρόμοιες πρωτοβουλίες είχαν αναπτύξει και οι άλλες Πριγκίπισσες του (πολυπρόσωπου) τότε Βασιλικού Οίκου της Ελλάδας:
«Ἄξιαι θαυμασμοῦ
Θαυμασία ὅλη αὐτὴ ἡ νοσοκομειακὴ ὀργάνωσις τῶν πριγκιπισσῶν μας. Ἡ πριγκίπισσα Μαρία[*] δὲν ἐγκαταλείπει τὸ πλωτὸν νοσοκομεῖον της. Ἡ πριγκίπισσσα Ἀλίκη ὑφίσταται ὅλας τὰς περιπετείας τῆς ἐκστρατείας, παρακολουθοῦσα τὰ χειρουργεῖα τοῦ Ἑλλην. στρατοῦ. Ἡ πριγκίπισσα Ἑλένη[**] μεταβαίνει εἰς τὸ Ἐλευθεροχώριον ἢ τὴν Θεσσαλονίκην πρὸς ἵδρυσιν Νοσοκομείων. Ἡ πριγκίπισσα Σοφία[***] ἐπισκέπτεται καθημερινῶς τοὺς τραυματίας τῶν Ἀθηνῶν καὶ μεταβαίνει κατ᾿ αὐτὰς ἐπίσης εἰς Θεσσαλονίκην. Τέλος ἡ Α.Μ. ἡ Βασίλισσα[****] περιέρχεται τὰ νοσοκομεῖα τῶν Μακεδονικῶν πόλεων καὶ ἐποπτεύει τὰ πάντα.
Ὁ Βασιλικὸς οἶκος τῆς Ελλάδος μετέχει δι᾿ ὅλων τῶν ἀντιπροσώπων του τῆς ἐκστρατείας»
«Ἐμπρός», 30-10-1912.
[*] Μαρία Βοναπάρτη (1882-1962), σύζυγος του Πρίγκιπα Γεωργίου (1869-1957), δευτερότοκου γιου του Βασιλιά Γεωργίου Α΄.
[**] Ελένη Βλαδιμήροβνα (1882-1957), σύζυγος του Πρίγκιπα Νικολάου (1872-1938), τρίτου γιου του Βασιλιά Γεωργίου Α΄.
[***] Σοφία (1870-1932), σύζυγος του τότε Διαδόχου Κωνσταντίνου, Βασίλισσα της Ελλάδας (1913-1917, 1920-1922).
[****] Όλγα (1851-1926), σύζυγος του Βασιλιά Γεωργίου Α΄, Βασίλισσα της Ελλάδας (1867-1913).
[27] Ιωάννης Φαρμάκης, βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας (Κόμμα Φιλελευθέρων 1910-Αυγ., 1910-Δεκ., 1912, 1915-Μάι.), εθελοντής στρατιώτης το 1912, τραυματισθείς στην μάχη των Γιαννιτσών (19-20 Οκτ. 1912) νοσηλεύθηκε στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο της Βέροιας και, στο τέλος Οκτωβρίου 1912, διακομίσθηκε με πλωτό Νοσοκομείο, στην Αθήνα:
«Οἱ τραυματίαι τῶν Γιαννιτσῶν
Πῶς ἀφηγοῦνται τὴν μάχην
Ἡ μεγαλειτέρα μάχη τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ
Προερχόμενον ἐξ Ἐλευθεροχωρίου τῆς Αἰκατερίνης, κατέπλευσε χθὲς τὰ ἐξημερώματα εἰς τὸν λιμένα Πειραιῶς τὸ πλωτὸν νοσοκομεῖον τῆς Α.Β.Ὑ. τῆς Πριγκιπίσσης Μαρίας, ἡ “Ἀλβανία”, τοῦ ὁποίου ἐπέβαινον 180 τραυματίαι, ἐκ τῶν ὁποίων ὀκτὼ ἀξιωματικοί. […] Ἐπίσης κατέπλευσε χθὲς τὸ ἀπόγευμα ἐξ Ἐλευθεροχωρίου καὶ τὸ ἐπιτεταγμένον ἀτμόπλοιον “Σίφνος”, τὸ ὁποῖον μετέφερε διακοσίους περίπου τραυματίας τῆς μάχης τῶν Γιαννιτσῶν. […] Μεταξὺ τῶν τραυματιῶν τῶν Γιαννιτσῶν συγκαταλέγεται καὶ ὁ βουλευτὴς Αἰτωλοακαρνανίας κ. Φαρμάκης, λαβὼν μέρος ὡς στρατιώτης εἰς τὴν μάχην τῶν Γιαννιτσῶν καὶ τραυματισθεὶς ἐλαφρῶς εἰς τὴν κεφαλήν. Ἀπὸ μικρὰν συνομιλίαν, τὴν ὁποίαν εἴχομεν χθὲς εἰς τὸ νοσοκομεῖον μὲ τὸν τραυματίαν βουλευτὴν-στρατιώτην, ἐξάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ μάχη τῶν Γιαννιτσῶν ὑπῆρξεν ἡ μεγαλειτέρα ἀπὸ τὰς Μακεδονικὰς μάχας τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ. […]»
«Πατρίς», 31-10-1912.
[28] Ο οικισμός Λουκεράτα το 1907 αριθμούσε 176 κατοίκους (86 άνδρες + 90 γυναίκες) [: «Στατιστικὰ Ἀποτελέσματα τῆς Γενικῆς Ἀπογραφῆς τοῦ Πληθυσμοῦ κατὰ τὴν 27 Ὀκτωβρίου 1907, τόμος δεύτερος», πίναξ 32, σελ. 415, – ἐν Αθήναις, 1909]·
μετά την 2η -πολεμική- δεκαετία του 20ου αιώ., και τις ανακατατάξεις που αυτή προκάλεσε, ο πληθυσμός του είχε μειωθεί στο μισό: 1920, 80 κάτοικοι (45 άνδρες + 35 γυναίκες) [: βασιλικό διάταγμα (υπογεγραμμένο «ἐν Προύσῃ»!) της 31-08-1921 «Περὶ δημοσιεύσεως ἐν τῇ Ἐφημερίδι τῆς Κυβερνήσεως τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς ἐνεργηθείσης κατὰ τὴν 18 Δεκεμβρίου 1920 ἀπογραφῆς τοῦ πληθυσμοῦ τοῦ Βασιλείου», ΦΕΚ Α΄ 244/27-12-1921· «Πίναξ τοῦ πραγματικοῦ πληθυσμοῦ τοῦ Βασιλείου…», σελ. 162].
Εντυπωσιακότερη όμως είναι η περιπέτεια των αλλεπάλληλων (ενίοτε ραγδαίων) μεταβολών στην διοικητική υπαγωγή και την αυτοδιοικητική υπόσταση του οικισμού (από το 1864, όταν και ενσωματώθηκε η Επτάνησος Πολιτεία στον εθνικό κορμό, και εντεύθεν)· περιπέτεια, που αποτυπώνει «υποδειγματικά» την ρευστότητα των σχεδιασμών και τις παλινωδίες της κρατικής οργάνωσης…
(α).- ένταξη του οικισμού στον Δήμο Μεσοχωρητών (ΦΕΚ Α΄ 9/28-01-1966).
(β).- απόσπαση από τον Δήμο Μεσοχωρητών και προσάρτηση στον Δήμο Ληξουρίου (ΦΕΚ Α΄ 55/23-12-1869).
(γ).- απόσπαση από τον Δήμο Ληξουρίου και προσάρτηση στον Δήμο Ανωγητών (ΦΕΚ Α΄ 54/31-10-1873).
(δ).- απόσπαση από τον Δήμο Ανωγητών και προσάρτηση στον Δήμο Παλλέων (ΦΕΚ Α΄ 177/28-11-1987).
(ε).- απόσπαση από τον Δήμο Παλλέων και (επανα)προσάρτηση στον Δήμο Ανωγητών (ΦΕΚ Α΄ 190/11-08-1906).
(ς).- απόσπαση από τον Δήμο Ανωγητών και προσάρτηση στην Κοινότητα Μονοπωλάτων· κατάργηση Δήμου και σύσταση Κοινότητας Ληξουρίου (ΦΕΚ Α΄ 248/18-08-1912).
(ζ).- απόσπαση από την Κοινότητα Μονοπωλάτων και σύσταση ιδίας (αυτοτελούς) Κοινότητας Λουκεράτων (ΦΕΚ Α΄ 52/08-03-1919).
(η).- μεταφορά έδρας Κοινότητας Λουκεράτων σε οικισμό Βλυχάτων, σύσταση Κοινότητας Βλυχάτων και προσάρτηση οικισμού Λουκεράτων στην Κοινότητα Ληξουρίου (ΦΕΚ Α΄ 210/05-07-1934).
(θ).- αναγνώριση Κοινότητας Ληξουρίου σε Δήμο (ΦΕΚ Α΄ 290/29-06-1946).
(ι).- ένταξη Δήμου Ληξουρίου (και οικισμού Λουκεράτων) στον Δήμο Παλικής (ΦΕΚ Α΄ 244/04-12-1997, Πρόγραμμα «Ιωάννης Καποδίστριας).
(ια).- ένταξη Δήμου Παλικής στον Δήμο Κεφαλονιάς (ΦΕΚ Α΄ 87/07-06-2010, Πρόγραμμα «Κλεισθένης»).
(ιβ).- διάσπαση Δήμου Κεφαλονιάς, (επανα)σύσταση Δήμου Ληξουρίου, στην ομώνυμη Δημοτική Κοινότητα του οποίου ανήκει και ο οικισμός Λουκεράτα (ΦΕΚ Α’ 43/09-03-2019).
[https://www.eetaa.gr/eetaa/metaboles/oikmet_details.php?id=12315]
[29] Γεώργιος Μπονάνος (1863-1940), περίφημος (και παραγωγικότατος) γλύπτης, δημιουργός πολλών ανά την Ελλάδα μνημειακών έργων (με υπογραφή του, που πάντοτε μνημονεύει την ιδιαίτερη πατρίδα του: «γεωρ μπονάνος κεφαλλήν εποίει»).
[30] Charles James Napier (1782-1853), Άγγλος Κυβερνήτης της Κεφαλονιάς (1822-1830)· υποστηρικτής των ελληνικών δικαίων κατά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας (1821-1830)· δημιούργησε, κατά την θητεία του στην Κεφαλονιά, τον φερώνυμο κήπο για τα παιδιά του.
[31] σε αντίθεση με άλλες πομπώδεις «επιγραφές», η σύνθεση και η σύνταξη των οποίων σε περασμένες σχολικές εποχές θα αποτελούσαν εισιτήριο για «ολική κατά Σεπτέμβριο εξέταση»…
[32] Κυριάκος Βενιζέλος (1892-1942), πρωτότοκος γιος του Ελευθερίου Βενιζέλου· Βουλευτής Αθηνών-εκλογική περιφέρεια πρώην Δήμου Αθηναίων (Κόμμα Φιλελευθέρων-Κ.Φ. 1928, με 45.485 ψ.)· αν και ο ανταποκριτής του «Ἐμπρὸς» εξήρε το σφρίγος του, η μεταγενέστερη εξέλιξη της υγείας του δεν του επέτρεψε να διαδεχθεί, όπως του είχε προταθεί, στον πατέρα του στην ηγεσία του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Βουλευτές αναδείχθηκαν και οι δυο γιοι του: ο Ελευθέριος Βενιζέλος (1924), Βουλευτής Χανίων (Κ.Φ. 1952, Φιλελευθέρα Δημοκρατική Ένωσις-ΦΙ.Δ.Ε. 1956)· και ο Νικήτας Βενιζέλος (1930-2020), Βουλευτής: Χανίων (Ένωσις Κέντρου-Νέες Δυνάμεις 1974, Ένωσις Δημοκρατικού Κέντρο-Ε.ΔΗ.Κ. 1977), Α΄ Αθηνών (Πολιτική Άνοιξη 1993)· ενώ ο νεότερος αδελφός του Σοφοκλής Βενιζέλος (1894-1964) διετέλεσε Πρωθυπουργός (από 14-04-1944 έως 26-04-1944, από 23-03-1950 έως 15-04-1950, από 21-08-1950 έως 13-09-1950, από 13-09-1950 έως 03-11-1950, και από 03-11-1950 έως 27-10-1951), και Βουλευτής: Χανίων (Κόμμα Φιλελευθέρων 1921), Σερρών (Κόμμα Βενιζελικών Φιλελευθέρων 1946), Πειραιώς & Νήσων (Κ.Φ. 1950), Αθηνών (Κ.Φ. 1951), Ηρακλείου (Κ.Φ. 1952), Δωδεκανήσου (ΦΙ.Δ.Ε. 1956), Αθηνών (Κ.Φ. 1958, Ένωσις Κέντρου-Ε.Κ. 1961, 1963).
[33] Παύλος Ραζέλος (1857-1929), υποστράτηγος-αρχηγός της Χωροφυλακής (1915-1917). Βουλευτής (1881) Οιτύλου (Λακωνίας).