Η Πηνελόπη Κουγιανού-Γκόλντμπεργκ , οικονομολόγος με καταγωγή από τα Μακρυώτικα της Πυλάρου (Κεφαλονιά) διορίστηκε επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας (World Bank)
Καθηγήτρια Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Γέιλ από το 2001, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, αντιπρόεδρος της Αμερικανικής Οικονομικής Ενωσης και μέλος της Αμερικανικής Ενωσης Οικονομετρίας, είναι μερικοί από τους τίτλους της Ελληνίδας Πηνελόπης Κουγιανού-Γκόλντμπεργκ.
Ο διορισμός της Ελληνίδας οικονομολόγου ενδέχεται να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα σε μια στιγμή που τίθεται υπό αμφισβήτηση το παγκόσμιο εμπόριο, καθώς η Πηνελόπη Κουγιανού-Γκόλντμπεργκ έχει μεγάλο ερευνητικό έργο στα οικονομικά των αναπτυσσόμενων χωρών και στις επιπτώσεις του εμπορίου στην ανισότητα, στην παραγωγικότητα, στην καινοτομία και στην προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων.
Οπως τονίζει στην ιστοσελίδα της η Παγκόσμια Τράπεζα, η δρ Κουγιανού-Γκόλντμπεργκ αναμένεται να ενισχύσει τους δεσμούς της τράπεζας με την ακαδημαϊκή έρευνα και να διαμορφώσει στους κόλπους της μια νέα αντίληψη για το πώς μπορούν να επιτευχθούν οι στόχοι της βιώσιμης ανάπτυξης, της ευημερίας για όλους, αλλά και της εξάλειψης της ακραίας φτώχειας. Τη συνοδεύει μια εντυπωσιακή ακαδημαϊκή σταδιοδρομία με σημαντικές θέσεις στην οικονομική κοινότητα αλλά και πολυάριθμες διακρίσεις. Εκτός των προαναφερθέντων πολύ σημαντικών τίτλων της, από το 2011 και έως την περασμένη χρονιά ήταν αρχισυντάκτρια της «Αμερικανικής Οικονομικής Επιθεώρησης» (American Economic Review), η οποία είναι και η ναυαρχίδα του οικονομικού Τύπου της American Economic Association.
Εχει διδάξει ως επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον και αργότερα ως καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια έως το 2001, οπότε και δέχθηκε τη θέση που κρατά ακόμη ως καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Γέιλ. Ανακοινώνοντας τον διορισμό της, ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας Γιμ Γιονγκ Κιμ δήλωσε ενθουσιασμένος που η Ελληνίδα οικονομολόγος «θα φέρει την ευρύτατη ακαδημαϊκή της εμπειρία, τις πνευματικές της δυνάμεις και την ανεξάντλητη επιστημονική της περιέργεια στους κόλπους της Παγκόσμιας Τράπεζας».
Η 55χρονη Πηνελόπη Κουγιανού-Γκόλντμπεργκ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1963, φοίτησε στη Σχολή Μωραΐτη στο δημοτικό και στη Γερμανική Σχολή στο γυμνάσιο, και μπήκε πρώτη στο οικονομικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εφυγε, όμως, από την Ελλάδα, με υποτροφία της Γερμανικής Υπηρεσίας Ακαδημαϊκών Ανταλλαγών, και σπούδασε Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ απ’ όπου αποφοίτησε με άριστα. Συνέχισε τις μεταπτυχιακές της σπουδές, με υποτροφία του Ιδρύματος Ωνάση στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ των ΗΠΑ, απ’ όπου πήρε το διδακτορικό της δίπλωμα το 1992. Υπήρξε, άλλωστε, υπότροφος των ιδρυμάτων Guggenheim Memorial Foundation και Sloan Research Fellowships.
Μία από τις πολυάριθμες διακρίσεις και βραβεύσεις της, το επιστημονικό βραβείο που της απένειμε το 2003 το Ιδρυμα Μποδοσάκη την έφερε σε επαφή με την ελληνική κοινή γνώμη, μέσω των αφιερωμάτων που της έκαναν η «Κ» και άλλες ελληνικές εφημερίδες. Οπως η ίδια έχει δηλώσει, στόχος της ερευνητικής της δραστηριότητας είναι ο προσδιορισμός και η εκτίμηση των οικονομετρικών μοντέλων που μπορούν να έχουν θετική επίδραση στη λήψη πολιτικών αποφάσεων για επίκαιρα θέματα οικονομικής πολιτικής. Οι έρευνες της Κουγιανού-Γκόλντμπεργκ επικεντρώνονται στο διεθνές εμπόριο και στις επιπτώσεις του στη διανομή του εισοδήματος, με το ενδιαφέρον να «εστιάζεται στους πολίτες». Παλαιότερα έχει τονίσει σε συνέντευξή της ότι «ο ρόλος των οικονομολόγων είναι να κάνουν έρευνες που θα διευκολύνουν τη χάραξη οικονομικής πολιτικής, αλλά δεν έχουν πάντοτε λόγο στις τελικές αποφάσεις των πολιτικών».