Η Ελένη Στελλάτου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Κατάγεται από το Πυργί Κεφαλονιάς. Σπούδασε Φαρμακευτική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. “Το κόκκινο και το άσπρο” (εκδόσεις Πόλις) είναι το πρώτο της βιβλίο. Μας εντυπωσίασε και της μιλήσαμε.
Με τι μπορείτε να παρομοιάσετε την πρώτη εμφάνιση στη λογοτεχνία;
Θα έλεγα ότι η πρώτη εμφάνιση μοιάζει με το να είσαι παιδί και να ανεβαίνεις στη σκηνή της σχολικής γιορτής. Γενικευμένο άγχος μαζί με ανυπομονησία, απουσία της αίσθησης του πλήθους που πρόκειται να σε παρακολουθήσει από κάτω και -συνήθως- εστίαση στο δικό σου μικρό ρόλο αντί να έχεις στο νου σου τη μεγάλη εικόνα. Αν μπορούσαν πάντως να συμπυκνωθούν τα συναισθήματα ενός πρωτοεμφανιζόμενου σε μία φράση αυτή θα ήταν: θέλω αυτό που φοβάμαι.
Διαλέξατε για τίτλο του βιβλίου αυτόν ενός διηγήματος που φέρνει στο μυαλό τον Σταντάλ. Τυχαίο ή υπάρχει κάποιος μυστικός φόρος τιμής;
Καλώς ή κακώς, τυχαίο, πρέπει εξάλλου να έχεις πολύ στέρεη λογοτεχνική και συγγραφική συγκρότηση για να ανοίξεις συνειδητά τέτοιες αντιπαραθέσεις ή, αν χρησιμοποιήσουμε έναν όρο φιλικότερο αλλά το ίδιο απαιτητικό, συνομιλίες. Στο συγκεκριμένο διήγημα το κόκκινο αναφέρεται στο αίμα και το άσπρο σε ένα κομμάτι χαρτί. Συνολικά, ο τίτλος υποδηλώνει τη διαρκή, καθημερινή μας ταλάντωση ανάμεσα σε δύο ακραία σημεία, ανάμεσα δηλαδή σε καταστάσεις υψηλής και χαμηλής έντασης και οι ιστορίες μελετούν το πόσο άμεσα ή σταδιακά μπορεί να αλλάξει αυτό που θεωρούμε δεδομένο, δηλαδή η υγεία μας, η μνήμη μας, οι βεβαιότητές μας.
Θα πάρω ως αφορμή τις σπουδές σας στη φαρμακευτική για να ρωτήσω αν θεωρείτε τη λογοτεχνία φάρμακο, όπως εγώ. (Μου έχει σώσει τη ζωή πολλές φορές, όπως και η μουσική).
Γιατί όχι; Υπό το πρίσμα της ιδέας ‘’η τέχνη είναι ένα καλό φάρμακο’’, στο Μόντρεαλ παθολόγοι σε συνεργασία με το Μουσείο Καλών Τεχνών ξεκίνησαν να συνταγογραφούν δωρεάν επισκέψεις, προκειμένου οι ασθενείς τους να εξερευνήσουν εμπειρίες και αισθήσεις έξω από τα όρια της ασθένειάς τους. Ένα καλό βιβλίο κάνει ακριβώς αυτό το ταξίδι της καταβύθισης σε νέες εμπειρίες-και μάλιστα με πολύ αποτελεσματικό τρόπο. Πάντως όσοι διαβάζουν έχουν ανακαλύψει τη δύναμη που μπορεί να έχουν οι λέξεις και συχνά ανατρέχουν στα βιβλία είτε για άμεσες λύσεις είτε ως παρακαταθήκη για το μέλλον. Είναι ήδη βιβλιοθεραπευτές του εαυτού τους.
Ποιο βιβλίο θα συνιστούσατε σε έναν έφηβο με διάσπαση προσοχής; Και σε ένα κορίτσι με ραγισμένη καρδιά; Ποιο βιβλίο θα διαλέγατε για κάποιον που δεν έχει μυηθεί στη χαρά του διαβάσματος και το θεωρεί αγγαρεία;
Η εφηβεία είναι μια ιδιαίτερη κατάσταση έτσι κι αλλιώς, πόσο μάλλον για κάποιον που η βασική του δυσκολία είναι ότι δεν μπορεί να συγκεντρωθεί στο γραπτό κείμενο, ίσως όμως η ποίηση να μπορούσε να βοηθήσει σε αυτήν την περίπτωση. Για το κορίτσι θα μου άρεσε το ‘’Όλο το φως που δεν μπορούμε να δούμε’’ του Ντορ, αλλά και πάλι κάθε περίπτωση είναι διαφορετική, έτοιμες συνταγές είναι παρακινδυνευμένες. Τελικά στην λογοτεχνία δεν υπάρχουν θεραπευτικά πρωτόκολλα.
Το πιο δύσκολο πάντως είναι να πείσεις κάποιον για την αξία ή την ωραιότητα ενός πράγματος όταν μόνος του δεν το έχει ήδη ανακαλύψει. Βρίσκω και πάλι πως η ποίηση θα μπορούσε να είναι αντίδοτο στην νωθρότητά μας, στίχοι που αφήνουν μια έντονη εντύπωση η οποία δεν σβήνει εύκολα, ποιήματα του Χριστιανόπουλου για παράδειγμα. Ή ένα βιβλίο με δυνατά διηγήματα όπως το Γκιακ (σ.σ. και δικόμου αγαπημένο, η συλλογή διηγημάτων του Δημοσθένη Παπαμάρκου, από τις εκδόσεις Αντίποδες).
Τι πιστεύετε ότι χαρίζει σε μία ιστορία η απιστία στη γραμμική πορεία του χρόνου; (Όπως συμβαίνει στα διηγήματά σας, Το άγγιγμα, Ραψωδία σε φα μέλλοντα…).
Για αυτόν που διαβάζει μια ιστορία που κινείται μπρος πίσω στον χρόνο είναι ενδιαφέρουσα η αίσθηση του απροσδόκητου, να συνειδητοποιεί ξαφνικά ότι υπάρχουν πολλές όψεις της πραγματικότητας. Για αυτόν πάλι που διηγείται μια ιστορία με αναδρομές και ανατροπές, υπάρχει η κρυφή ικανοποίηση του σκηνοθέτη που κινεί υπογείως τα νήματα.
Πως εξηγείτε το γεγονός ότι οι ιστορίες με γεροντάκια και παιδιά χτυπούν κατευθείαν στην καρδιά;
Δεν ξέρω, ίσως επειδή είμαστε ο εαυτός μας μαζί τους, χωρίς άμυνες, χωρίς κανενός είδους πόζα ή επιτήδευση. Ή γιατί μας βγάζουν στην επιφάνεια την -για διάφορους λόγους καλά κρυμμένη- στοργή μας. Κι ίσως ακόμη επειδή συμβολίζουν και κάτι πέρα από αυτό που ήδη είναι ή γιατί μας φέρνουν στο νου κάποιου είδους νοσταλγία.
Ασχολείστε με την ανθρώπινη φύση στα διηγήματά σας. Τι θέλατε να μας πείτε για τους ανθρώπους;
Μόνο αυτό που με απασχολεί αυτήν την στιγμή και αποτυπώνεται κυρίως στο διήγημα ‘’Ο πατέρας’’. Εάν καταφέρει κανείς να βλέπει στο πρόσωπο ενός παιδιού το κρυμμένο του δυναμικό και τα μελλοντικά του παθήματα και στο πρόσωπο ενός ηλικιωμένου τις παιδικές του ανασφάλειες και προσδοκίες, εάν μπορεί να έχει λοιπόν μέσα του αυτήν την ενοποιημένη εικόνα του άλλου, τότε θα βρεθεί πολύ κοντά σε κάτι που θεωρώ πολύ σημαντικό:την ικανότητα να κατανοεί απεριόριστα.