Ο Δημήτρης Ρουσουνέλος είναι ένας άνθρωπος που έχουμε ξεχωρίσει και εκτιμήσει βαθιά μέσα από τη μακρόχρονη πορεία του στην Κυκλαδίτικη γαστρονομία. Πολλές φορές στο παρελθόν, το Kefalonia Press έχει αναδείξει τη δράση του, την έρευνά του και την αφοσίωσή του στην παράδοση, προβάλλοντάς τον ως φωτεινό παράδειγμα για το πώς η αγάπη για τον τόπο και τη γεύση μπορεί να γίνει κινητήριος δύναμη για τον πολιτισμό και την τοπική ανάπτυξη.
Τον παρακολουθούμε χρόνια, συνομιλούμε μαζί του, εμπνεόμαστε από τις γνώσεις του και μοιραζόμαστε κοινές ανησυχίες για τη γαστρονομική ταυτότητα των νησιών μας.
Δημήτρη, με μεγάλη χαρά αναδημοσιεύουμε τη βράβευσή σου και σου στέλνουμε τις πιο εγκάρδιες ευχές μας: να είσαι πάντα γερός και δημιουργικός, να συνεχίζεις να ανακαλύπτεις, να δοκιμάζεις, να καταγράφεις και να μας ταξιδεύεις με τις γεύσεις και τις ιστορίες σου.
Συγχαρητήρια! Και ποιος ξέρει… ίσως κάποια μέρα το Ιόνιο συναντήσει το Αιγαίο, όπως λέγαμε!
Ελένη Δ. Χιόνη
Διαβάστε το άρθρο της Νικολέτας Μακρυωνίτου στο Γαστρονόμο:
Δημήτρης Ρουσουνέλος: o Μυκονιάτης γευσιθήρας που με την πένα του φωτίζει την ουσία των Κυκλάδων
Γράφει Νικολέτα Μακρυωνίτου
Χάρη σε αυτόν μάθαμε τους χοιροσφαΐσιους κεφτέδες, την κρεμμυδόπιτα με το λαρδί, τη γαλαχτιά και ό,τι άλλο υπάρχει αποθηκευμένο στο κελάρι της μνήμης του. Ο Δημήτρης Ρουσουνέλος είναι ένας Μυκονιάτης παθιασμένος με τον τόπο του. Με τα βιβλία του, τις δράσεις του και τις επίκαιρες παρεμβάσεις του στον δημόσιο λόγο, παλεύει να διασώσει τη φυσιογνωμία της παλιάς Μυκόνου, τα έθιμα, το τοπίο, την ψυχή των Κυκλάδων. Σπούδασε Οικονομικά στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιώς. Το 1983 ίδρυσε στη Χώρα της Μυκόνου τη Scala Gallery. Υπήρξε συνιδρυτής της σημαντικής τοπικής εφημερίδας Η Μυκονιάτικη, που εκδιδόταν από το 1988 μέχρι το 2001. Σε διάστημα 25 και πλέον χρόνων, έχει γράψει εκατοντάδες χιλιάδες λέξεις για την κυκλαδίτικη και την ελληνική γαστρονομία. Έως τώρα έχει εκδώσει τέσσερα βιβλία με κεντρικό θέμα τον διατροφικό πολιτισμό της Μυκόνου και των Κυκλάδων.
«Με το βιβλίο Τα χοιροσφάγια στη Μύκονο δεν είχα στόχο να μάθω τον κόσμο να φτιάχνει λούζες, αλλά να σώσω μια διαδικασία. Να σας ταξιδέψω με τα λόγια σε έναν κόσμο άγνωστων γεύσεων, σε ένα επίσης άγνωστο νησί, τη Μύκονο, όσο κι αν νομίζουμε ότι τη γνωρίζουμε», είπε την ημέρα της απονομής των βραβείων. Ο Δημήτρης Ρουσουνέλος έχει επίσης διοργανώσει δύο εξαιρετικές ημερίδες με θέμα δύο τοπικά τυριά, την κοπανιστή και την τυροβολιά. Άλλωστε με την κοπανιστή έχει σχέση παιδιόθεν, αφού ο πατέρας του, που ήταν μπακάλης, παρήγε κοπανιστή σε ξύλινα βαρέλια και την πουλούσε στο μαγαζί, αλλά την έστελνε και στη Σύρο και στην αγορά του Πειραιά. Πάμπολλα και τα άρθρα του στο μπλογκ του, όπου κατέθεσε τα πρώτα του κείμενα «που τα ενέπνεε μια τρέλα», όπως λέει ο ίδιος, και στο οποίο σχολιάζει την επικαιρότητα, παραθέτει πολιτικές σκέψεις κι απόψεις για τη γαστρονομία, ενώ κείμενά του έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς σε εφημερίδες και περιοδικά, όπου, όσο λίγοι, έχει τονίσει τη σημασία των τοπικών προϊόντων και των τοπικών κουζινών, την ανάγκη ανάδειξης της γαστρονομικής μας κληρονομιάς.
Το 2012, μαζί με μια ομάδα επαγγελματιών και ερασιτεχνών μαγείρων του νησιού, ίδρυσε την εξαιρετικά δραστήρια και εξωστρεφή Λέσχη Γαστρονομίας Μυκόνου. «Με προβλημάτιζε που ο κόσμος εγκατέλειπε την παράδοσή του και ασχολιόταν με τη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού, κι ένιωσα ότι έπρεπε να βρούμε τρόπους να έρθουμε ξανά σε επαφή με την παράδοση. Επιλέγω να λειτουργώ συλλογικά», λέει ο ίδιος, «γι’ αυτό και αισθάνομαι όμορφα και αφοσιώνομαι συνήθως με πολύ ενεργό ρόλο όταν συλλογικότητες, ομάδες, παρέες φτιάχνονται για να αγωνιζόμαστε από κοινού για ωραία πράγματα».
Πρόσφατα, για λογαριασμό του Υπουργείου Πολιτισμού, ερεύνησε διεξοδικά την κυκλαδίτικη τυροκομία και συνέγραψε το σχετικό δελτίο για την εγγραφή της στο Εθνικό Ευρετήριο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας και την ένταξή της στην Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά της UNESCO. Σε συνέχεια αυτής της έρευνας, ο Δημήτρης ετοιμάζει το πέμπτο του βιβλίο, το οποίο θα έχει ως θέμα το τυρί. Μάγειροι και παραγωγοί των Κυκλάδων, και όχι μόνο, τον έχουν ως δάσκαλο. «Δεν είμαι δημιουργός, όμως πιστεύω πως σαν ευαγγελιστής (με έψιλον μικρό) πήρα με όσο καλύτερο τρόπο μπορούσα τις δημιουργίες άλλων και κατάφερα ίσως να επικοινωνήσω με περισσότερο κόσμο αυτά τα οποία πίστευα πως άξιζαν να πάνε λίγο παραπέρα».
Καλλιεργεί το αμπέλι του με Ασύρτικο, Μανδηλαριά, Παριανό (Μονεμβασιά), Ξυλομαχαιρούδα, Κουφόρωγο, Ροδίτη και Κουντούρα, κι επίσης ελιές, αμυγδαλιές, ροδιές, εκατόφυλλες τριανταφυλλιές και μια μηλιά που την αγαπά πολύ. Κάνει τροφοσυλλογή σαλιγκαριών, κάππαρης, μανιταριών και αγριόχορτων, όπως τα ραδίκια του φρυάνου. «Μαζεύω μόνο όσα πιστεύω ότι θα καταναλώσω», τονίζει. Φτιάχνει και μοιράζει πεσκέσια, από κρασιά και γλυκό τριαντάφυλλο μέχρι άγουρα μήλα τσάτνεϊ και λακέρδα. Ακάματος γευσιθήρας, ταξιδεύει σε όλη την Ελλάδα, ερευνώντας και καταγράφοντας νοστιμιές και ιστορίες στο τετράδιό του. Πολύ συχνά θα τον δούμε στη Χώρα στον Γιαλό, να καθαρίζει ψάρια στον μικρό μόλο στον Άη Νικολάκη της Καδένας ή να πίνει καφέ και ούζα μπροστά στην μπάγκα των ψαράδων. Άλλες φορές, να σκαρώνει μεζέδες, όπως αζώναρα (παστό χοιρινό κότσι) με προβάσια, τουρσιά ηλιάκια (ντόπια αγκιναράκια Ιερουσαλήμ) και χοιρινό φλεμόνι στιφάδο, με την οικογένεια και την παρέα του. «Όλη μας η ζωή τέτοιες ωραίες συναναστροφές».