Αγγελική Βελεσιώτη
Τρεις επιχειρηματίες, με οφειλές πέριξ των 130 εκατ. ευρώ, συνθέτουν το «κόκκινο» χαρτοφυλάκιο της Eurobank στον τουρισμό, με την τράπεζα να κλείνει το 2021 με μονοψήφιο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων
Τρεις επιχειρηματίες, με οφειλές πέριξ των 130 εκατ. ευρώ, συνθέτουν το «κόκκινο» χαρτοφυλάκιο της Eurobank στον τουρισμό, με την τράπεζα να κλείνει το 2021 με μονοψήφιο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων, γεγονός που της επιτρέπει να εστιάσει στην στήριξη του κλάδου, παρέχοντας χρηματοδοτήσεις, ύψους 750 εκατ. ευρώ, για επενδύσεις.
«Η Eurobank, όπως και όλες οι τράπεζες, έχουν προχωρήσει ενέργειες ουσιαστικής αναδιάρθρωσης αρκετών προβληματικών δανείων στον τουριστικό κλάδο, αλλά και τιτλοποιήσεις ή πωλήσεις. Αυτό αποτέλεσε καταλύτη, ώστε πρακτικά να δουλεύουν πιο εντατικά στο να βρουν λύσεις. Παραμένει ένα σημαντικό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων, δεν έχουν λυθεί όλα τα προβλήματα, τα ποσοστά, ωστόσο, είναι πολύ μικρότερα». Αυτό τόνισαν στελέχη της τράπεζας, με προεξάρχων τον αναπληρωτή διευθύνοντα σύμβουλο και επικεφαλής Corporate & Investment Banking, κ. Κώστα Βασιλείου. Συγκεκριμένα, με βάση στοιχεία του 2020 το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων στον τουρισμό ήταν στο 22% για το σύνολο του κλάδου και στο 12% για την Eurobank, με τρεις πελάτες να κρατούν τα… «κόκκινα» ηνία, με δάνεια, ύψους περίπου 130 εκατ. ευρώ (σ.σ. σε σύνολο ενήμερου χαρτοφυλακίου, ύψους 2,1 δισ. ευρώ). Στο τέλος του 2021 δε, το ποσοστό θα είναι πολύ χαμηλότερα και σε κάθε περίπτωση μονοψήφιο.
Στο πλαίσιο αυτό, η Eurobank ανακοίνωσε χθες, Τρίτη, ένα νέο πακέτο παρεμβάσεων, συνολικού ύψους 750 εκατ. ευρώ, εστιασμένο στον ελληνικό ξενοδοχειακό κλάδο και στο οικοσύστημα που τον περιβάλλει, προκειμένου να αξιοποιήσει, στο μέγιστο βαθμό, τις ευκαιρίες του νέου αναπτυξιακού κύκλου στην ελληνική οικονομία. Οι νέες πρωτοβουλίες, αθροιζόμενες με το προηγούμενο πακέτο στήριξης των 750 εκατ. ευρώ που ανακοινώθηκε στην αρχή της πανδημικής κρίσης, τον Μάιο του 2020, διαμορφώνουν στο 1,5 δισ. ευρώ τη συνολική αξία των παρεμβάσεων της Eurobank στην τετραετία 2020 – 2024, με στόχο τη στήριξη της τουριστικής βιομηχανίας που είναι καίριας σημασίας για την ανάπτυξη και την απασχόληση στην χώρα.
Όσον αφορά στα μορατόρια, σύμφωνα με τον κ. Βασιλείου τα μηνύματα που λαμβάνουν είναι πάρα πολύ αισιόδοξα. «Ένα 15% των πελατών μας έχει ήδη προπληρώσει τις δόσεις του 2021. Οι υπόλοιποι δεν μας έχουν δώσει την παραμικρή ένδειξη ότι δεν θα πληρώσουν κανονικά», σχολίασε χαρακτηριστικά, σημειώνοντας πως το κόστος για τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις από τις αναστολές εκτιμάται στα δύο εκατ. ευρώ τον χρόνο. «Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι αναστολές ‘άγγιξαν’ τα 200 εκατ. ευρώ, ήτοι περί τα 80 εκατ. ευρώ κατά μέσο όρο με εκκίνηση σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο και το επιτόκιο είναι στο 2,5% – 3%, τότε υπολογίζεται σε περίπου δύο εκατ. ευρώ/χρόνο», εξήγησε.
Μπαράζ επενδύσεων στον τουρισμό
Το επενδυτικό ενδιαφέρον για τοποθέτηση στον ελληνικό τουρισμό είναι εξαιρετικά υψηλό, τόσο από επιφανείς ξένους επενδυτές, όσο, όμως και από υγιείς ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες θέλουν να επεκταθούν.
Αυτό ήταν το συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξαν τα στελέχη της Eurobank, τονίζοντας πως αυτή την περίοδο συζητούνται και δρομολογούνται κάποιες σημαντικές συναλλαγές στους βασικούς προορισμούς του ελληνικού τουρισμού, ήτοι στην περιοχή των Δωδεκανήσων (στην Ρόδο και στην Κω), στην Κρήτη και στην Χαλκιδική.
«Μέχρι και πριν δύο χρόνια αυτό που βλέπαμε ήταν μία ανάγκη τοποθέτησης για ευκαιρίες από πλευράς αποτιμήσεων. Σήμερα το κλίμα έχει αλλάξει. Ευκαιρία στην Ελλάδα πια δεν θεωρείται η αποτίμηση, αλλά η δυνατότητα απόκτησης μιας ξενοδοχειακής μονάδας. Γι’ αυτό και βλέπουμε και περισσότερες κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση, γιατί προφανώς σε πιο υψηλές και πιο σωστές αποτιμήσεις κάποιοι ξενοδόχοι, οι οποίοι νιώθουν ότι έχουν κλείσει τον κύκλο τους, καθώς δεν υπάρχει διάδοχη κατάσταση, επιθυμούν να αποχωρήσουν από τον κλάδο. Πλέον βλέπουμε πάρα πολύ σωστές αποτιμήσεις, παρόμοιες – εάν όχι μεγαλύτερες – από αντίστοιχες αποτιμήσεις σε άλλες χώρες της Μεσογείου», υπογράμμισε ο κ. Βασιλείου, ενώ αναφορικά με τον κίνδυνο περιορισμού του ιδιοκτησιακού καθεστώτος εις βάρος της χώρας ο ίδιος σημείωσε: «Στην περίπτωση των εξαγορών από ξένους θα μεταβληθεί λίγο το ιδιοκτησιακό καθεστώς, αλλά από πλευράς εσόδων αυτά θα παραμείνουν στην χώρα, μιας και είθισται Έλληνες operators να είναι εκείνοι που θα ‘τρέξουν’ τις επιχειρήσεις. Τα μερίσματα θα καταλήξουν στους ξένους μετόχους, αλλά τα μελλοντικά μερίσματα έχουν προεξοφληθεί και κάποιοι Έλληνες επιχειρηματίες τα λαμβάνουν εμπροσθοβαρώς, αναζητώντας την επόμενη επένδυσή τους».
Προγράμματα βιώσιμης χρηματοδότησης
Πρόθυμη να επωμιστεί το όποιο κόστος προκύψει από την υιοθέτηση εκ μέρους των πελατών της προγραμμάτων βιώσιμης χρηματοδότησης που φέρουν σειρά προνομίων, μεταξύ των οποίων σημαντική μείωση επιτοκίου, εμφανίζεται η ηγετική ομάδα της Eurobank.
Ειδικότερα, η τράπεζα – η πρώτη μεταξύ των συστημικών – ανακοίνωσε προγράμματα βιώσιμης χρηματοδότησης με προνόμια για τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, ώστε να αναπτύξουν τη δραστηριότητά τους και παράλληλα, να μειώσουν το περιβαλλοντικό αποτύπωμά τους.
Πιο αναλυτικά, με το πρόγραμμα «Επιχειρώ βιώσιμα» εξασφαλίζεται μείωση 0,20% στο επιτόκιο υφιστάμενων και νέων επιχειρηματικών δανείων, με απαραίτητη προϋπόθεση την επίτευξη συγκεκριμένων ESG αποδόσεων, ενώ στο «Κατασκευάζω βιώσιμα» η έκπτωση στο επιτόκιο για ανακαίνιση ή κατασκευή νέων τουριστικών μονάδων «αγγίζει» το 0,25%. Αρκεί, βέβαια, οι ενδιαφερόμενοι να λάβουν συγκεκριμένη περιβαλλοντική πιστοποίηση (η οποία, μάλιστα, ενδέχεται να οδηγήσει και σε αύξηση του συντελεστή δόμησης) ή να επιτύχουν συγκεκριμένη μείωση στη ζήτηση ενέργειας. Σύμφωνα με τον κ. Βασιλείου, εάν το υφιστάμενο χαρτοφυλάκιο των 2,1 δισ. ευρώ, καθώς και το νέο των 750 εκατ. ευρώ, εντασσόταν στα παραπάνω προγράμματα η δυνητική απώλεια εσόδων για την τράπεζα, λόγω της έκπτωσης στο επιτόκιο, θα άγγιζε δυνητικά τα έξι εκατ. ευρώ. «Όμως, ευχαρίστως θα αναλαμβάναμε αυτό το κόστος» εξήγησε.