Για κάθε 1 δισ. ευρώ τουριστικού εσόδου, το ΑΕΠ αυξάνεται κατά 2,2 δισ έως 2,65 δισ ευρώ. Η εξίσωση αυτή δείχνει το κατά πόσο σημαντική παραμένει η τουριστική βιομηχανία για την ελληνική οικονομία. Αν το παραπάνω ποσό διπλασιαστεί, οι εισπράξεις θα δώσουν έξτρα στο ΑΕΠ πάνω από 5 δισ ευρώ. Σε αυτά τα ποσά ποντάρει η κυβέρνηση για έφετος, καθώς μέχρι να “τρέξουν” οι μεγάλες επενδύσεις, η χώρα θα συνεχίσει να κινείται στους ρυθμούς της βαριάς βιομηχανίας, δηλαδή τον τουρισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι αν στις ταξιδιωτικές εισπράξεις συνυπολογισθούν τα έσοδα από αερομεταφορές και θαλάσσιες μεταφορές από τον εισερχόμενο τουρισμό, τότε το σύνολο των ταξιδιωτικών εισπράξεων ισούται με το 56,3% των εισπράξεων από τις εξαγωγές όλων των άλλων προϊόντων πλην πλοίων και καυσίμων.
Αυτό που θα κρίνει, όπως εκτιμούν παράγοντες της αγοράς, την πορεία του φετινού τουρισμού είναι το ζήτημα του διαθέσιμου εισοδήματος των Ευρωπαίων, τα ποσά που θα ξοδέψουν για τις διακοπές τους στις αγορές της Μεσογείου. Από τις πρώτες συναντήσεις του νέου οικονομικού επιτελείου και παραγόντων της αγοράς προκύπτει ότι το 2023 θα κλείσει με θετικά αποτελέσματα.
Ο μεγάλος στόχος είναι να ξεπεράσει ο τουρισμός τις εισπράξεις “ρεκόρ” που σημειώθηκαν πριν από τέσσερα χρόνια και στην κυβέρνηση ξορκίζουν κάθε εκτίμηση ότι οι εισπράξεις μπορεί να κυμανθούν στα επίπεδα του 2022 (17, 6 δισ. ευρώ). Οι προβλέψεις δείχνουν ότι το επίπεδο των εισπράξεων θα ξεπεράσει τα 18,3 δισ. ευρώ του 2019. Φορείς, όμως, εκφράζουν ανησυχία, ειδικά για τη μέση δαπάνη, λόγω της διεθνούς ακρίβειας, ενώ κρατούν μικρό καλάθι παρά τις αυξήσεις των επισκεπτών.
Περιθώρια για τη λήψη νέων θετικών μέτρων
Αν ξεπεράσει ο στόχος των εσόδων εκείνο του 2019, τότε αυτό θα φέρει άμεσα και έμμεσα κέρδη στην οικονομία δίνοντας έτσι “καύσιμα” στην κυβέρνηση και τα περιθώρια για τη λήψη θετικών μέτρων (δώρο, επιταγή ακρίβειας, νέα αύξηση κατώτατου μισθού κλπ). Δεδομένου ότι η άμεση οικονομική συνεισφορά του τουρισμού το 2022 αντιστοιχεί στο 11,5% του ΑΕΠ, είναι εμφανές ότι η Ελλάδα στηρίζεται ακόμα τους ξένους επισκέπτες.
Αν, μάλιστα, συνυπολογιστεί και η έμμεση συνεισφορά του, τότε αντιστοιχεί μεταξύ 25,3% έως 30,5% (Ινστιτούτο Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων). Δηλαδή, από κάθε 1 ευρώ τουριστικής δραστηριότητας, δημιουργείται επιπλέον 1,2 έως 1,65 ευρώ πρόσθετης οικονομικής δραστηριότητας.
Να σημειωθεί ότι η μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ δείχνει ότι ο εισερχόμενος τουρισμός το 2022 ανέκαμψε σχεδόν πλήρως στα προ πανδημίας επίπεδα. Οι εισπράξεις από τον εισερχόμενο τουρισμό ήταν κατά μόλις -1,2% λιγότερες σε σχέση με το 2019 (€ 17,5 δισ. το 2022 έναντι € 17,7 δισ. το 2019). Η συνολική άμεση επίπτωση του τουρισμού στην ελληνική οικονομία (δηλαδή περιλαμβανομένων εσόδων αερομεταφορών, επενδύσεων και εγχώριου τουρισμού) το 2022 κατέγραψε αύξηση κατά +3,5% σε σχέση με το 2019 (€ 23,9 δισ. το 2022 έναντι € 23,1 δισ. το 2019).
Πλάνο για έσοδα 30 δισ ευρώ ως το τέλος της δεκαετίας
Παρά την αισιοδοξία, η πορεία των εσόδων είναι υπό στενή παρακολούθηση και η κυβέρνηση βλέπει την απόδοση του ελληνικού τουρισμού συνολικά. Αρμόδιοι παράγοντες θυμίζουν ότι στον κεντρικό πολιτικό σχεδιασμό έχει συμπεριληφθεί το πλάνο για έσοδα 30 δισ ευρώ ως το τέλος της δεκαετίας. Η Τράπεζα της Ελλάδος πάντως επισημαίνει πως οι προοπτικές του ελληνικού τουρισμού είναι ευοίωνες, αν και η μέση δαπάνη ανά ταξίδι μειώθηκε κατά 9,6% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2022.
Τα στοιχεία επίσης δείχνουν μείωση των επισκέψεων σε νησιά που παρουσιάζουν αυξημένους τζίρους. Για παράδειγμα, στο αεροδρόμιο της Μυκόνου καταγράφηκαν 49 χιλ. διεθνείς αεροπορικές αφίξεις το 5μηνο παρουσιάζοντας μείωση 17,6% σε σχέση με το 2022 μείωση 20,96% σε σύγκριση με το 2019. Μείωση 4,9% σε σχέση με το 2022 κατέγραψε και το αεροδρόμιο της Σαντορίνης.
Οι κερδισμένοι, οι χαμένοι
Συνολικά η Ελλάδα είναι στο «συν» και οι κρατήσεις Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου δείχνουν ότι θα καταγράψει τα μεγέθη του 2019. Στους κερδισμένους φέτος, σε σύγκριση με πέρυσι το πρώτο εξάμηνο όπως προκύπτει από τα στοιχεία των αεροπορικών αφίξεων είναι προορισμοί όπως Αθήνα (+38,5%), Θεσσαλονίκη (26,3%), Σκιάθος (19,1%), Καβάλα (+26%), Ζάκυνθος (+13.0%), Μυτιλήνη (+12,2%), Κέρκυρα (9,7%), Ρόδος (10,5%), Χανιά (+8,8%), με τους περισσότερους από αυτούς να πιάνουν διψήφια ποσοστά ανόδου σε σχέση με το 2022.
Η εικόνα είναι διαφορετική όταν η σύγκριση γίνεται με το πρώτο εξάμηνο του 2019, καθώς ορισμένα αεροδρόμια κάνουν χαμηλοτερες πτήσεις . Η Καβάλα είναι ελαφρώς κάτω (-1,4%) όπως και η Θεσσαλονίκη (-4,9%) και η Μυτιλήνη (-9,3%) και η Σάμος (-9%). Αντιθέτως προορισμοί που φέτος είναι στους «χαμένους» σε σχέση με πέρυσι , όσον αφορά την ποσοστιαία εικόνα των αφίξεων, όπως η Μύκονος (-11,4% στις αφίξεις σύμφωνα με την Fraport) και η Σαντορίνη (-7,2%), παραμένουν σε θετικό έδαφος σε σύγκριση με το 2019, με την Μύκονο στο +10,6% και τη Σαντορίνη στο +31,5%.
Πάντως, το πρώτο εξάμηνο του 2023 οι συνολικές αεροπορικές αφίξεις στα αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» (8.249.652 αφίξεις) και τα 14 αεροδρόμια της Fraport (8.593.628) έφτασαν τις 16,7 εκατ. έναντι 13,68 εκατ. αφίξεις το 2022 σημειώνοντας άνοδο 22,07%, ενώ σε σύγκριση με το 2019 σημειώνεται άνοδος 7,5%.