Πρόκειται για μια παράδοση που ξεκίνησε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Το να είσαι γονιός, χωρίς αμφιβολία, όσο όμορφο, άλλο τόσο κουραστικό είναι. Εάν προσθέσουμε και την εξισορρόπηση καριέρας με την εύρυθμη λειτουργία του νοικοκυριού, τότε η εξουθένωση είναι εγγυημένη.
Πριν το καταλάβετε, θα βρεθείτε άυπνοι για ημέρες, με διάφορους σωματικούς πόνους και στην χειρότερη με κρίσεις πανικού.
Η συνταγή για όλα τα παραπάνω στη Γερμανία είναι πολύ διαφορετική από κρέμες και χάπια.
Συγκεκριμένα η χώρα έχει μακρά παράδοση σε αυτό που ονομάζεται «Kur» και μεταφράζεται κυριολεκτικά ως θεραπεία. Στα πλαίσια αυτής, οι γιατροί συνταγογραφούν διαλείμματα σε σπα ή βουνό για τέσσερις εβδομάδες.
Στη συνταγογράφηση περιλαμβάνονται τα «Heilbad», ή θεραπευτικά λουτρά, σε λουτροπόλεις όπως το Baden-Baden, το Wiesbaden, το Bad Ems όπου η απόδραση σε θεραπευτικές πηγές χρονολογείται από αιώνες.
Οι θεραπείες έρχονται τις περισσότερες φορές όταν ένας γονέας έχει φτάσει σε οριακό σημείο
Η Γερμανία έχει περίπου 350 χαρακτηρισμένες πόλεις-λουτροπόλεις, με πολλές από αυτές να έχουν χαρακτηριστεί από την UNESCO ως μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς. Κατά τη διάρκεια των αιώνων επισκέπτονταν τις λουτροπόλεις βασιλείς και η υψηλή κοινωνία, αλλά και ασθενείς από όλη την Ευρώπη και τον κόσμο, οι οποίοι ταξίδευαν στη Γερμανία για να χαλαρώσουν και να θεραπευτούν σε αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε θέρετρα ευεξίας.
«Είχα σοβαρά προβλήματα ύπνου»
Με επίκεντρο την προληπτική αλλά και την επανορθωτική φροντίδα, ένα Kur απευθύνεται συχνά σε γονείς που έχουν εξαντληθεί. Οι θεραπείες Mutter-und-kind και vater-und-kind (μητέρα-και-παιδί και πατέρας-και-παιδί) είναι κάτι που όλοι οι Γερμανοί δικαιούνται να εκμεταλλευτούν κάθε τέσσερα χρόνια, με τη συντριπτική πλειοψηφία των διακοπών διάρκειας τεσσάρων εβδομάδων all-inclusive να πληρώνονται από την ασφάλειά τους.
Αλλά στην πραγματικότητα, οι θεραπείες έρχονται τις περισσότερες φορές όταν ένας γονέας έχει φτάσει σε οριακό σημείο.
Αυτή ήταν η περίπτωση της αστυνομικού Cécile Poirot από το Elmshorn στη βόρεια Γερμανία.
«Εκείνη την εποχή ζούσα ακόμη με τον πρώην σύζυγό μου και πατέρα της κόρης μου, περίπου 220 χιλιόμετρα από το Αμβούργο, όπου εργαζόμουν, και η μετακίνηση από το ένα κρατίδιο στο άλλο είναι εξαιρετικά δύσκολη στο αστυνομικό σώμα. Έτσι, συχνά πήγαινα στο Αμβούργο στις 2 το πρωί για την πρωινή βάρδια, δούλευα και επέστρεφα το απόγευμα ή το βράδυ», ΄λέει η Poirot.
«Κάποια στιγμή, αφού το έκανα αυτό για μερικά χρόνια, είχα σοβαρά προβλήματα ύπνου και είχα φτάσει σε έναν φαύλο κύκλο υπερκόπωσης και αϋπνίας. Στην αστυνομία του Αμβούργου, έχουμε τους λεγόμενους «Gesundheitslotsen», ανθρώπους που είναι υπεύθυνοι για να αναζητούν πιθανά προβλήματα και να προσπαθούν να προσφέρουν βοήθεια όσον αφορά την ευημερία μας. Η θλιβερή μου κατάσταση επισημάνθηκε και ο γιατρός μου συνταγογράφησε μια θεραπεία τεσσάρων εβδομάδων για μένα και την τότε 6χρονη κόρη μου σε μια κλινική», αναφέρει η ίδια, μιλώντας στο CNN.
Μεγάλη λίστα αναμονής
Οι θεραπείες μητέρας και παιδιού ξεκίνησαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ιδρύθηκε το Müttergenesungswerk (MGW), το οποίο μεταφράζεται περίπου ως ινστιτούτο για την ευεξία των μητέρων. Ο φιλανθρωπικός οργανισμός ιδρύθηκε για να βοηθήσει τις γυναίκες να αντιμετωπίσουν τη μητρότητα, την εργασία και να βάλουν τη ζωή τους σε τάξη μετά τον πόλεμο, όταν πολλοί πατέρες δεν επέστρεφαν στα σπίτια τους.
Το MGW είναι μοναδικό στη Γερμανία, λέει η Petra Gerstkamp, αναπληρώτρια διευθύντρια του οργανισμού. «Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δεν υπάρχει τέτοια ειδική υπηρεσία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, υπάρχουν μέτρα αποκατάστασης σε νοσοκομείο, αλλά κυρίως για τη διατήρηση της ικανότητας εργασίας».
Σήμερα, τα θεραπευτικά καταφύγια γονέων-παιδιών προσφέρονται σε κλινικές που λειτουργούν είτε από τους ασφαλιστές υγείας είτε από το MGW και είναι διαθέσιμα σε μητέρες και πατέρες. Η Γερμανία δεν έχει δωρεάν εθνική υγειονομική περίθαλψη, οπότε οι άνθρωποι πληρώνουν μηνιαία ασφάλιστρα που τελικά χρηματοδοτούν κλινικές που λειτουργούν από ασφαλιστικές εταιρείες.
Ενώ η πρόληψη της εξάντλησης και άλλων σωματικών και συναισθηματικών προβλημάτων θα ήταν ιδανική, η θεραπεία συχνά χορηγείται ως απάντηση στην εξουθένωση, όπως έγινε στην περίπτωση της Poirot.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο γονέας πρέπει να εμφανίσει ορισμένα συμπτώματα και να λάβει διάγνωση από γιατρό για να δικαιούται το θεραπευτικό διάλειμμα. Ο γιατρός θέτει σε κίνηση τη διαδικασία και στη συνέχεια ο ασθενής λαμβάνει πιθανές ημερομηνίες για κράτηση. Υπάρχουν επίσης λίστες αναμονής, παρόλο που υπάρχουν περισσότερες από 150 κλινικές διάσπαρτες σε όλη τη χώρα.
Τα συμπτώματα που αναζητούν οι γιατροί
Η Gerstkamp λέει ότι λαμβάνονται υπόψη τόσο τα ψυχικά όσο και τα σωματικά συμπτώματα.
«Παρατηρούνται συμπτώματα όπως έντονη ευερεθιστότητα, ατονία, συνεχής εξάντληση και κούραση και αϋπνία. Οι πάσχοντες συχνά ‘απλά κλαίνε’ και συνήθως νιώθουν ότι τους καταβάλλουν ακόμη και μικρές, καθημερινές εργασίες.
»Ο κίνδυνος είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν θα μπορούν πλέον να απευθύνονται μόνοι τους σε ένα συμβουλευτικό κέντρο. Επομένως, είναι καθήκον να εντοπίζεται η ανάγκη για μέτρα πρόληψης και αποκατάστασης όσο το δυνατόν νωρίτερα – ειδικά επειδή ο χρόνος αναμονής για μια θέση σε ιαματικά λουτρά μπορεί να είναι πολύ μεγάλος», εξηγεί η ίδια.
Το 2022, υπήρχαν 44.525 μητέρες και 2.320 πατέρες που έλαβαν μέρος σε προληπτική ή αποκαταστατική θεραπεία σε κλινικές του δικτύου MGW, σύμφωνα με τα στοιχεία του MGW.
Οι περισσότερες από τις μητέρες που υποβάλλονται σε θεραπεία στις εγκαταστάσεις της MGW είναι ηλικίας μεταξύ 36 και 45 ετών. Τα στατιστικά στοιχεία της MGW δείχνουν ότι οι μητέρες εργάζονται συνήθως με μερική απασχόληση (20-35 ώρες) και οι πατέρες με πλήρη απασχόληση.