Πέραν των ξένων τουριστών που δεν πλησιάζουν πλέον την Τουρκία, το πρόβλημα επεκτείνεται και στους εγχώριους που προτιμούν τη Ρόδο, τη Σάμο και την Κω
Η καλοκαιρινή σεζόν για ξενοδόχους και εστιάτορες στην Τουρκία απ’ ό,τι φαίνεται δεν θα έχει θετικό πρόσημο. Από τη μία η εκτίναξη του πληθωρισμού και η υπερβολική αισιοδοξία που καθόρισε πολύ υψηλές τις τιμές από την αρχή του καλοκαιριού και από την άλλη ένα κύμα επισκεπτών που κατευθύνθηκε προς την Ελλάδα, οδήγησαν σε ένα υποτονικό καλοκαίρι για τον τουρισμό της Τουρκίας.
«Αυτή η χρονιά σίγουρα δεν είναι καλή για τον τουρκικό τουρισμό. Οι υψηλές τιμές και ο πληθωρισμός έχουν επηρεάσει άσχημα τις κρατήσεις για ένα μικρό ξενοδοχείο όπως το δικό μας, από βρετανούς και ευρωπαίους καθώς και τούρκους τουρίστες. Αυτό το καλοκαίρι είμαστε μερικές φορές μισογεμάτοι, συχνά λιγότερο», αναφέρει τούρκος επιχειρηματίας μιλώντας στην Telegraph.
Δεν είναι μόνο τα μικρά ξενοδοχεία που έχουν επηρεαστεί αρνητικά. Ο Χαμίτ Κουκ της Ένωσης Τουρκικών Ταξιδιωτικών Γραφείων (Tursab) δήλωσε στην Hürriyet Daily News ότι «το ποσοστό πληρότητας (των ξενοδοχείων) είναι σήμερα 60 έως 70 τοις εκατό».
«Το επίσημο ποσοστό πληθωρισμού είναι περίπου 70%, αλλά εμείς αισθανόμαστε ότι στην τοπική οικονομία είναι μάλλον 150%»
Τον Απρίλιο, ωστόσο, δήλωσε πιο αισιόδοξα ότι «οι πρώτες κρατήσεις σηματοδοτούν ότι το 2024 θα είναι καλύτερο για τον τουρκικό τουρισμό. Περίπου 56 εκατομμύρια άνθρωποι επισκέφθηκαν την Τουρκία πέρυσι. Φέτος θα είναι περίπου 60 εκατομμύρια».
Ρόδος και Σάμος αντί για Μπόντρουμ και Αττάλεια
Αν η απροσδόκητη πτώση των ξένων επισκεπτών έχει θορυβήσει τον τουρκικό τουριστικό τομέα το 2024, ένα ακόμη μεγαλύτερο σοκ ήταν η αιφνιδιαστική αποστασιοποίηση πλήθους εγχώριων τουριστών προς τα γειτονικά ελληνικά νησιά, σημειώνει ο αρθρογράφος της Telegraph, Terry Richardson.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που επιλέγουν να περάσουν ξέγνοιαστες στιγμές σε Ρόδο, Σάμο, Κω αντί για το Μπόντρουμ, την Αττάλεια ή την Κας.
Και γιατί όχι, εφόσον το φθηνότερο μπουκάλι αλκοολούχου ποτού στην Τουρκία κοστίζει σχεδόν 22 λίρες, όταν στην Ελλάδα στοιχίζει σχεδόν 9.
Ο εκπρόσωπος της Tursab, Engin Ceylan παραδέχτηκε πως «οι διακοπές στην Τουρκία είναι πιο δαπανηρές λόγω του πληθωρισμού, ενώ οι διακοπές στα ελληνικά νησιά έχουν γίνει πιο προσιτές για τους Τούρκους».
Ορισμένα ξενοδοχεία έχουν μειώσει τις τιμές έως και 50%, παρόλο που είναι περίοδος αιχμής, σε μια ύστατη προσπάθεια να προσελκύσουν παραθεριστές
Εργαζόμενος στον τουρισμό δήλωσε στην Telegraph: «το επίσημο ποσοστό πληθωρισμού είναι περίπου 70%, αλλά εμείς αισθανόμαστε ότι στην τοπική οικονομία είναι μάλλον 150%».
Απαγορευτικές τιμές
Ο Richardson αναφέρει πως σε μία πρόσφατη επίσκεψή του σε μία όχι τόσο τουριστική πόλη της Τουρκίας, το Ερζερούμ, πλήρωσε 15,10 λίρες για ένα ψητό λαβράκι και 5,90 λίρες για ένα ποτήρι από το φθηνότερο κρασί – τιμές απαγορευτικές για πολλούς Τούρκους.
Η εικόνα είναι πολύ χειρότερη στο μεσογειακό θέρετρο της Αττάλειας, όπου ένα γεύμα για τέσσερα άτομα σε μία ταβέρνα κόστισε σχεδόν 180 λίρες, επισημαίνει ο Richardson. Μια παρόμοια βραδινή έξοδος σε μια μέτρια ελληνική ταβέρνα θα κόστιζε πιθανότατα περίπου τα μισά, με την τιμή των αλκοολούχων ποτών να αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος της διαφοράς, εξηγεί ο ίδιος.
Κινήσεις της τελευταίας στιγμής
Για αρχή, ορισμένα ξενοδοχεία έχουν μειώσει τις τιμές έως και 50%, παρόλο που είναι περίοδος αιχμής, σε μια ύστατη προσπάθεια να προσελκύσουν παραθεριστές. Αυτές οι ευκαιρίες μπορούν να βρεθούν κυρίως σε μεγαλύτερα, all-inclusive ξενοδοχεία.
Το ταξιδιωτικό γραφείο Tui, για παράδειγμα, προσφέρει διαμονή μίας εβδομάδας σε ξενοδοχείο all-inclusive κοντά στο Νταλαμάν για λιγότερο από 900 λίρες ανά άτομο για την τελευταία εβδομάδα του Αυγούστου, ενώ η τιμή πέφτει στις 800 λίρες για τις αρχές Οκτωβρίου.
Επιπλέον, εάν επιλέξετε να ταξιδέψετε τον Οκτώβριο μπορείτε να βρείτε απλά δωμάτια σε πανσιόν στο κέντρο της Αττάλειας με περίπου 30 λίρες ανά διανυκτέρευση, πλούσια γεύματα σε πιο ρουστίκ εστιατόρια με πέντε λίρες, ενώ οι πτήσεις ξεκινούν από αρκετά λογικές 108 λίρες μετ’ επιστροφής.
Αλλά η Τουρκία δεν είναι πλέον τόσο φθηνή όσο ήταν κάποτε, καταλήγει ο Richardson στο άρθρο του.