- Οι μέχρι τώρα επιδόσεις προδιαγράφουν μια καλή χρονιά για τον ελληνικό τουρισμό το 2024, ωστόσο, υπάρχει και ένα ανησυχητικό στοιχείο: Για τρίτη διαδοχική χρονιά η μέση δαπάνη ανά ταξίδι των μη κατοίκων στην Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται σε πτωτική πορεία. Συγκεκριμένα, από τα 681,3 ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2021, μειώθηκε σταδιακά σε 570,7 ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2024.
Αυτό υπογραμμίζεται στο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Alpha Bank.
Διαβάστε ολόκληρη την ανάλυση της τράπεζας για τον ελληνικό τουρισμό φέτος:
Η Ανοδική Τροχιά του Ελληνικού Τουρισμού το 2024: Αφίξεις, Εισπράξεις, Φήμη και Ικανοποίηση Επισκεπτών
Ο τουρισμός παρέμεινε σε ανοδική τροχιά το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους και καθίσταται πολύ πιθανό, το 2024 να αποτελέσει νέο έτος ρεκόρ για τον κλάδο. Βάσει των πρόσφατα δημοσιευθέντων στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος, οι ταξιδιωτικές αφίξεις και εισπράξεις αυξήθηκαν κατά 15,5% και 12,2% αντίστοιχα, σε σύγκριση με τις ιστορικά υψηλές επιδόσεις του πρώτου εξαμήνου του 2023. Επιπρόσθετα, ιδιαίτερα ενθαρρυντικές είναι οι ενδείξεις για τον Ιούλιο, με τις διεθνείς τουριστικές αφίξεις στον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών και στα περιφερειακά αεροδρόμια της χώρας να υπερβαίνουν τις αντίστοιχες περυσινές κατά 10,8% και 3,6%.
Παράλληλα, η διαδικτυακή φήμη της Ελλάδας ως ταξιδιωτικού προορισμού εξακολουθεί να καταλαμβάνει μία από τις υψηλότερες θέσεις στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πορεία του δείκτη NSI , το δεύτερο τρίμηνο του έτους, η Ελλάδα μαζί με την Ισπανία κατατάσσονται στην τρίτη θέση μετά την Πορτογαλία που είναι πρώτη και την Ιταλία με την Κροατία που ισοβάθμησαν στη δεύτερη θέση.
Ο μεγαλύτερος όγκος θετικών διαδικτυακών συζητήσεων για την Ελλάδα αφορά σε θέματα πολιτισμού και γαστρονομίας, με θετικές αναφορές και στον καιρό (κυρίως τους ανοιξιάτικους μήνες) και στην ποιότητα της εμπειρίας στη θάλασσα. Επιπρόσθετα, το επίπεδο ικανοποίησης των επισκεπτών παρέμεινε σημαντικά υψηλότερο (Ελλάδα: 9,2 και Αθήνα: 9,1) σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (8,9).
Η πτωτική πορεία της μέσης δαπάνης ανά ταξίδι
Από την άλλη πλευρά, παρά τη σημαντική άνοδο των συνολικών ταξιδιωτικών εισπράξεων, η μέση δαπάνη ανά ταξίδι των μη κατοίκων στην Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται σε πτωτική πορεία για τρίτο διαδοχικό έτος.
Συγκεκριμένα, από τα 681,3 ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2021, μειώθηκε σταδιακά σε 570,7 ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2024. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να αποδοθεί σε μία αλλαγή της καταναλωτικής συμπεριφοράς των ταξιδιωτών, ως απόρροια της διάβρωσης των εισοδημάτων εξαιτίας των πληθωριστικών πιέσεων αλλά και της συνεχιζόμενης επέκτασης της οικονομίας διαμοιρασμού.
Συγκεκριμένα, η αύξηση της προσφοράς καταλυμάτων -απόρροια, μεταξύ άλλων, της ανόδου του αριθμού των ακινήτων που διατίθενται σε διαδικτυακές πλατφόρμες- έχει οδηγήσει σε σημαντική άνοδο του αριθμού των τουριστών, με παράλληλη μείωση της κατά κεφαλή δαπάνης.
Συγκεκριμένα, οι διανυκτερεύσεις ξένων υπηκόων στα καταλύματα που διατίθενται σε διαδικτυακές πλατφόρμες μέσω της οικονομίας διαμοιρασμού αυξήθηκαν κατά 21,1% πέρυσι και κατά 32% το πρώτο τρίμηνο του 2024.
Η ενίσχυση της ανθεκτικότητας του κλάδου, στον μεσοπρόθεσμο αλλά και στον μακροπρόθεσμο ορίζοντα, είναι κρίσιμης σημασίας, δεδομένης της υψηλής συμβολής του τουρισμού στην ελληνική οικονομία -η οποία υπολογίζεται σε περίπου 1/3 του ΑΕΠ της χώρας για την περυσινή χρονιά – αλλά και των σημαντικών προκλήσεων που καλείται να αντιμετωπίσει ο κλάδος, όπως οι πιέσεις στην εξωτερική ζήτηση εξαιτίας του πληθωρισμού και των γεωπολιτικών εντάσεων, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και οι ελλείψεις ανθρώπινου δυναμικού που καταγράφονται τα τελευταία χρόνια.
Ως εκ τούτου, είναι σημαντική η έγκαιρη και αποτελεσματική υλοποίηση έργων υποδομών, στο πλαίσιο της απορρόφησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με σκοπό την επέκταση της τουριστικής περιόδου, την ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών τουρισμού, τις πράσινες επενδύσεις, τη βελτίωση της προσβασιμότητας αλλά και την επανακατάρτιση και αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων του κλάδου.
Οι επιδόσεις του ελληνικού τουρισμού το πρώτο εξάμηνο του 2024
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι εισπράξεις ανήλθαν σε Ευρώ 6,9 δισ., σημειώνοντας αύξηση κατά 12,2% σε σχέση με το 2023 (Ευρώ 6,2 δισ.). Παράλληλα, οι τουριστικές αφίξεις ανήλθαν σε 11,6 εκατ. επισκέπτες, καταγράφοντας ετήσια αύξηση κατά 15,5% σε σύγκριση με τους 10,1 εκατ. τουρίστες που επισκέφτηκαν τη χώρα το πρώτο εξάμηνο του 2023. Αξίζει να αναφερθεί ότι στη διαμόρφωση του αποτελέσματος αυτού για το πρώτο εξάμηνο του έτους έχουν συμβάλλει όλοι οι μήνες, καθώς οι τουριστικές αφίξεις του εκάστοτε μήνα υπερέβησαν τις αντίστοιχες περυσινές.
Επιπρόσθετα, πρόκειται για την τρίτη υψηλότερη ετήσια μεταβολή που καταγράφηκε το πρώτο εξάμηνο σε επιλεγμένες χώρες της
Μεσογείου. Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι σε όλες τις ανταγωνίστριες χώρες, η ετήσια μεταβολή των ταξιδιωτικών αφίξεων το πρώτο εξάμηνο του 2024 ήταν έντονα θετική, με τα ποσοστά αύξησης να είναι διψήφια για την Ισπανία, την Τουρκία, την Ιταλία και την Μάλτα. Το γεγονός αυτό συνάδει με τις προβλέψεις του διεθνούς οργανισμού World Travel & Tourism Council (WTTC) ο οποίος προβλέπει ότι το τρέχον έτος θα αποτελέσει νέα χρονιά ρεκόρ για τον παγκόσμιο τουρισμό.
Σημαντική αύξηση κατέγραψαν, το πρώτο εξάμηνο του 2024, οι αφίξεις και οι εισπράξεις σε τέσσερις από τις κυριότερες χώρες προέλευσης, ήτοι την Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Γαλλία και τις ΗΠΑ, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 38% των συνολικών αφίξεων και το 46% των συνολικών εισπράξεων, αντίστοιχα. Όσον αφορά στις διεθνείς ταξιδιωτικές αφίξεις, οι περισσότερες προήλθαν από την Γερμανία (1,8 εκατ., +13,6%) και ακολούθησε το Ηνωμένο Βασίλειο (1,4 εκατ., +6%), ενώ σημαντικός ήταν και ο αριθμός των επισκεπτών από την Γαλλία (676 χιλ., +5,6%) και τις ΗΠΑ (578 εκατ., +9,5%). Συνολικά οι αφίξεις από τις χώρες της ΕΕ-27 αυξήθηκαν κατά 17,3% το πρώτο εξάμηνο του έτους, ενώ από χώρες εκτός της ΕΕ-27 κατά 13,1%. Αντίστοιχα σε όρους εισπράξεων, οι περισσότερες προήλθαν από την Γερμανία (Ευρώ 1,2 δισ., +7,4%), το Ηνωμένο Βασίλειο (1 δισ., +20%), τις ΗΠΑ (540 εκατ., +1%) και την Γαλλία (446 εκατ., +2,5%), με τις εισπράξεις από τις χώρες της ΕΕ-27 να αυξάνονται κατά 14,8%, ενώ από χώρες εκτός της ΕΕ-27 κατά
8,4%.