Της Faye Flam
Τα πρόσφατα άλματα τα οποία έχει πραγματοποιήσει η επιστήμη θα έπρεπε υπό κανονικές συνθήκες να σημαίνουν ότι θα μπορούσαμε να περιηγηθούμε στο σύμπαν της πανδημίας του κορονοϊού πιο ελεύθερα και με μεγαλύτερη ασφάλεια σε σχέση με την περασμένη άνοιξη, όταν τόσο λίγα ήταν γνωστά για το πώς εξαπλώνεται ο ιός.
Η γνώση θα έπρεπε να μας έχει κάνει, με βάση την κοινή λογική, “παντοδύναμους”. Ωστόσο αυτό δεν συμβαίνει στις ΗΠΑ, εν μέρει λόγω του τρόπου με τον οποίο η επιστημονική γνώση εμπλέκεται στην πολιτική διαμάχη.
Τα νέα ευρήματα φιλτράρονται μέσω ενός περιστρεφόμενου παραμορφωτικού φακού. Ας κάνουμε στην άκρη την άσκοπα έντονη συζήτηση για τις μάσκες ή την ανησυχητική κομματική διαμάχη σχετικά με το άνοιγμα των σχολείων. Είναι αρκετά εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί τα συγκεκριμένα ζητήματα έγιναν αντικείμενο τόσο έντονης και παθιασμένης συζήτησης και αντιπαράθεσης.
Η επιστήμη θύμα της πολιτικής πόλωσης
Ακόμη όμως και ένα θέμα τόσο ουδέτερο όσο ο ρόλος των ασυμπτωματικών φορέων στην εξάπλωση του κορονοϊού έχει παραμορφωθεί μέσα από πολωτικού χαρακτήρα αφηγήματα.
Η έκταση της πολιτικής διάστασης η οποία δίδεται στην επιστήμη έγινε εμφανής όταν η Maria Van Kerkhove, επιδημιολόγος και επικεφαλής των τεχνικών κλιμακίων του ΠΟΥ για το ζήτημα της Covid-19, δήλωσε ότι η ασυμπτωματική μετάδοση είναι “σπάνια”.
Η συγκεκριμένη τοποθέτηση πυροδότησε εκτεταμένη συζήτηση σχετικά με τις επιπτώσεις της πολιτικής των κοινωνικών αποστάσεων, ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσον η τελευταία είναι απαραίτητη και ένα παθιασμένο ντιμπέιτ σχετικά με τους “προσυμπτωματικούς” έναντι των “ασυμπτωματικών” φορέων του ιού.
Ευρισκόμενη υπό πίεση, η Van Kerkhove υπαναχώρησε, όχι όμως επειδή η επιστημονική γνώση στην οποία βασιζόταν η δήλωσή της ήταν λάθος. Υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις ότι ορισμένοι άνθρωποι – ίσως τόσο λίγοι όσο το 5%, ίσως τόσο πολλοί όσο το 40% – δεν εμφανίζουν καθόλου συμπτώματα όταν έχουν μολυνθεί από τον ιό SARS-CoV-2.
Οι λίγες μελέτες οι οποίες τους παρακολούθησαν δείχνουν ότι οι ασυμπτωματικοί άνθρωποι δεν είναι τόσο πιθανό να μεταδώσουν την ασθένεια σε άλλους όσο εκείνοι οι οποίοι τελικώς αρρωσταίνουν από τον ιό.
Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι οι άνθρωποι μπορούν να μεταδώσουν τον ιό πριν εκδηλώσουν συμπτώματα, ενώ ορισμένες μολύνσεις είναι εξαιρετικά ήπιες. Η συγκεκριμένη παρατήρηση στηρίζει την αναγκαιότητα συστάσεων προς τους ανθρώπους να λάμβάνουν προφυλάξεις κατά της εξάπλωσης του ιού – όπως η χρήση μάσκας σε ορισμένες συνθήκες – ακόμη και αν οι ίδιοι αισθάνονται καλά.
Παραπλανητική η υπερβολική έμφαση στους ασυμπτωματικούς
Ωστόσο, είναι παραπλανητικό να υπονοούμε ότι τα άτομα που δεν εκδηλώνουν καθόλου συμπτώματα είναι οι κύριοι διασπορείς του ιού που έχει λάβει διαστάσεις πανδημίας. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να διαβρώσει την υποστήριξη της κοινής γνώμης για μέτρα όπως η παρακολούθηση και η ιχνηλάτηση επαφών, κάνοντας τέτοιες προσπάθειες να φαντάζουν άχρηστες. Αυτό θα ήταν λάθος: η ανίχνευση επαφών παίζει θετικό ρόλο.
Μια έμφαση στην ασυμπτωματική εξάπλωση μπορεί να εστιάσει την προσοχή σε λάθος προτεραιότητες, ισχυρίζεται η ειδικός επί των μολυσματικών ασθενειών Muge Cevik του Πανεπιστημίου του St. Andrews στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η ίδια αποφάσισε να εξετάσει το ζήτημα, όπως επισημαίνει, μετά από μια ανασκόπηση προηγούμενων μελετών που δημοσιεύθηκε στο Annals of Internal Medicine, η οποία έλαβε μεγάλη δημοσιότητα και η οποία κατέληγε στο συμπέρασμα ότι οι ασυμπτωματικοί φορείς ήταν υπεύθυνοι για περίπου το 50% όλων των μεταδόσεων. Η Cevik δεν πίστευε ότι οι περι ων ο λόγος μελέτες υποστήριζαν πειστικά τον σχετικό ισχυρισμό.
Ο τελευταίος δεν ταίριαζε επίσης με την εμπειρία της στη θεραπεία ασθενών ή με την ανάγνωση εκ μέρους της της επιστημονικής βιβλιογραφίας. Η πρώτη αναφορά ασυμπτωματικής μετάδοσης ήρθε τον Μάρτιο από τη Γερμανία, αλλά αποδείχθηκε ότι ο φορέας αισθάνθηκε ήπια συμπτώματα τα οποία έμοιαζαν με εκείνα της γρίπης και τα οποία ο ίδιος απέδωσε σε jet-lag.
Η σημασία του “συναγερμού” για τα ήπια συμπτώματα
Αυτό που πιθανότατα είχε ήταν prodromal syndrome, ανέφερε η Cevik – το οποίο είναι ένα είδος αδιαθεσίας που αισθάνονται οι άνθρωποι όταν κάτι τους καταβάλλει. Αυτό είναι σημαντικό επειδή η παραμονή αυτών των ελαφρώς άρρωστων ατόμων στο σπίτι τους θα μπορούσε να αποτρέψει τη σημαντική εξάπλωση της νόσου.
Όταν εξέτασε στοιχεία σχετικά με τα λεγόμενα “περιστατικά υπερμετάδοσης”, η γιατρός διαπίστωσε ότι εκείνοι που τα πυροδότησαν δεν ήταν ασυμπτωματικές περιπτώσεις, αλλά άτομα με ήπια συμπτώματα.
Δυστυχώς, οι περισσότερες δημοσιεύσεις σχετικά με τη μετάδοση από ασυμπτωματικές περιπτώσεις δεν κατάφεραν να παρακολουθήσουν εάν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι ανέπτυξαν αργότερα συμπτώματα, συμπληρώνει η Cevik σχετικά με την ανασκόπηση εκ μέρους της της βιβλιογραφίας.
Άλλες μελέτες μπέρδευαν την ασυμπτωματική και την ήπια ασθένεια, ενώ άλλες παρατηρούσαν μόνο τον επιπολασμό των ασυμπτωματικών θετικών στο ιό περιπτώσεων, δεν προσέφεραν ωστόσο πληροφορίες σχετικά με τη μετάδοση.
Τελικά, η Cevik ξεχώρισε συνολικά οκτώ δημοσιεύσεις οι οποίες εξέταζαν πραγματικά τη μετάδοση από τεκμηριωμένα ασυμπτωματικές περιπτώσεις. Οι μελέτες περιελάμβαναν συνολικά 41 ασυμπτωματικούς φορείς των οποίων οι επαφές εντοπίστηκαν – συνολικά πάνω από 1.400 επαφές. Μόνο οκτώ από τα 1.400 άτομα αρρώστησαν.
“Αυτό που ανακαλύψαμε”, λέει, “ήταν όμοιο με εκείνο που έχει αναφέρει ο ΠΟΥ”. Οι ασυμπτωματικοί άνθρωποι μπορούν να μεταδώσουν την ασθένεια σε άλλους – ο κίνδυνος δεν είναι μηδενικός. Το λεγόμενο ποσοστό προσβολής, το οποίο μετρά το ποσοστό των μολυσμένων επαφών ήταν, σε εξωτερικές συνθήκες υψηλού κινδύνου, λιγότερο από 1% για ασυμπτωματικές περιπτώσεις, έναντι 75% για εκείνους οι οποίοι εμφάνιζαν συμπτώματα.
Μεταξύ των μελών του ίδιου νοικοκυριού, το ποσοστό προσβολής ήταν 15% για συμπτωματικά περιστατικά και 2% για ασυμπτωματικά. Η Cevik και οι συνεργάτες της δημοσίευσαν τα συμπεράσματά τους ως απάντηση στο άρθρο των Annals of Internal Medicine.
“Ως κλινική γιατρός, αυτό το ζήτημα με απασχολεί πραγματικά γιατί πρέπει να το συλλάβουμε σωστά”, λέει. Αυτό σημαίνει έναν καλύτερο χειρισμό του εύρους των συμπτωμάτων – συμπεριλαμβανομένης της αδυναμίας οσμής, η οποία συμβαίνει σε έως και 60% των ήπιων περιπτώσεων. Σημαίνει ότι πρέπει κανείς να είναι βέβαιος πως οι άνθρωποι αναγνωρίζουν αυτά τα συμπτώματα, μένουν στο σπίτι και ιδανικά επιτρέπουν στους “ιχνηλάτες επαφών” να σταματήσουν τις αλυσίδες μετάδοσης του ιού.
Οι αναγκαίες σταθμίσεις
Μελέτη η οποία δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα στα Proceedings of the National Academy of Sciences (PNAS) των ΗΠΑ κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η απομόνωση των ασθενών δεν είναι αρκετή – και αυτό ισχύει.
Η ανίχνευση των επαφών τους και η απομόνωσή τους, ωστόσο, μοιάζει καλύτερη επιλογή από το να αποδεχθούμε απλώς την ήττα στη μάχη με τον ιό. Πολλές χώρες από την Ιαπωνία έως την Αιθιοπία σταμάτησαν επιτυχώς τις αλυσίδες μετάδοσης με αυτόν τον τρόπο.
Σε τελική ανάλυση, η επιστήμη δεν μπορεί να υπαγορεύσει στους ανθρώπους τι να κάνουν. Πρέπει να υπάρχει μια πολιτική πλευρά στη λήψη αποφάσεων για το πώς θα εξισορροπηθεί ο κίνδυνος θανάτου και η ποιότητα ζωής, τα προβλήματα υγείας και οι οικονομικές δυσκολίες. Αυτές είναι σταθμίσεις στη βάση αξιών.
Ωστόσο η “πολιτικοποίηση” της επιστήμης διασφαλίζει ότι το κοινό θα υποφέρει τα χειρότερα και στα δύο επίπεδα.