Τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ δεν έχουν ξεκαθαρίσει εάν ή για πόσο καιρό έχει κανείς ανοσία στον κορονοϊό μετά την ανάρρωσή του από τη νόσο Covid-19. Ωστόσο, μια νέα προσθήκη στον ιστότοπο των CDC, στην ενότητα “Πότε μπαίνει κανείς σε Καραντίνα”, αποκαλύπτει κάτι ενδιαφέρον:
“Οι άνθρωποι που έχουν διαγνωσθεί θετικοί στην COVID-19 δεν χρειάζεται να τεθούν σε καραντίνα ή να προβούν εκ νέου σε διαγνωστικό έλεγχο για διάστημα έως και τριών μηνών, εφόσον δεν εμφανίσουν ξανά συμπτώματα”.
Γιατί όμως δεν χρειάζεται κάποιος να μπει σε καραντίνα ή να ελεγχθεί ξανά; Δεν υπάρχει πιθανότητα επανεμφάνισης τους ιού; Ή μήπως αποκτά ανοσία; Με άλλα λόγια, μήπως τώρα τα CDC υποδηλώνουν ότι μπορεί να έχει κάποιος ανοσία στον κορονοϊό έως και τρεις μήνες μετά τη μόλυνσή του; Σίγουρα, αυτός είναι ένας τρόπος ερμηνείας της αναφοράς στον ιστότοπο των CDC. Ενδεικτική είναι η ακόλουθη απάντηση μέσω Twitter στις αναθεωρημένες οδηγίες που δίνουν τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ:
Επομένως, φαίνεται ότι δεν χρειάζεται να βιώσει κάποιος εκ νέου την “υπέροχη” εμπειρία της λήψης επιχρίσματος για διάστημα τριών μηνών από την ανάρρωσή του από την Covid-19, σωστά; Ίσως. Γιατί αν πάει κάποιος λίγο παρακάτω στον ιστότοπο των CDC, για την ακρίβεια στην επόμενη πρόταση, θα διαβάσει το εξής:
“Άτομα που εμφανίζουν ξανά συμπτώματα εντός 3 μηνών από την πρώτη περίοδο εμφάνισης της COVID-19 μπορεί να χρειαστεί να ελεγχθούν εκ νέου εάν τα συμπτώματά τους δεν οφείλονται σε άλλη αιτία”.
Άρα, μπορεί να έχει κανείς ανοσία για έως και τρεις μήνες, εκτός αν, φυσικά, δεν έχει ανοσία για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Σωστά; Ίσως. Αλλά, όχι ακριβώς.
Αν και ορισμένοι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης φάνηκε να λαμβάνουν τις νέες αυτές αναφορές στον ιστότοπο των CDC (προφανώς προστέθηκαν στις 3 Αυγούστου) ως δήλωση σχετικά με την ανοσία, ένα δελτίο Τύπου των CDC στις 14 Αυγούστου λέει το αντίθετο.
Ειδικότερα, η επίσημη ανακοίνωση της 14ης Αυγούστου, με τίτλο “”Η ενημερωμένη οδηγία απομόνωσης δεν υπονοεί ανοσία στην COVID-19”, αναφέρει: “Στις 3 Αυγούστου 2020, τα CDC αναθεώρησαν τις οδηγίες περί απομόνωσης με βάση τα τελευταία επιστημονικά δεδομένα σχετικά με τη νόσο COVID-19, που δείχνουν ότι κάποιοι μπορεί να συνεχίζουν να βγαίνουν θετικοί στον ιό έως και 3 μήνες μετά τη διάγνωσή τους και να μην τον μεταδίδουν σε άλλους”. Και η ανακοίνωση των CDC συνεχίζει: “Σε αντίθεση με τις αναφορές των μέσων ενημέρωσης σήμερα, αυτά τα επιστημονικά δεδομένα δεν υπονοούν ότι ένα άτομο έχει ανοσία στην επανεμφάνιση του SARS-CoV-2, του ιού που προκαλεί τη νόσο COVID-19, τους 3 μήνες που έπονται της μόλυνσης”.
Επομένως, τι λέει η ενημερωμένη οδηγία; Η ανακοίνωση του CDC προσθέτει ότι “Τα τελευταία επιστημονικά δεδομένα απλώς υποδηλώνουν ότι δεν είναι απαραίτητη η επανεξέταση κάποιου εντός των 3 μήνες που έπονται της αρχικής μόλυσης, εκτός εάν το άτομο αυτό εμφανίζει τα συμπτώματα της COVID-19 και αυτά δεν μπορούν να συσχετιστούν με άλλη ασθένεια”.
Όπως φαίνεται δηλαδή, ότι τα CDC δεν προέβησαν ουσιαστικά σε μια δήλωση σχετικά με την ανοσία στον κορονοϊό. Φαίνεται να επισημαίνει πιο σωστά ότι οι άνθρωποι συνεχίζουν να βγαίνουν θετικοί στον ιό για έως και τρεις μήνες μετά λόγω υπολειμμάτων γεννετικού υλικού του ιού (DNA) που πιθανόν έχουν απομείνει μετά την ανάρρωση από τη νόσο Covid-19 που προκαλεί ο κορονοϊός.
Αυτό έχει λογική, δεδομένων των έως τώρα στοιχείων, όπου η απάντηση στο μείζον ερώτημα “εάν ή για πόσο καιρό μπορεί κάποιος να αποκτήσει ανοσία έναντι του ιού” παραμένει ασαφής. Οι επιστήμονες εξακολουθούν να μην γνωρίζουν με βεβαιότητα πολλά πράγματα σχετικά με την ανοσία έναντι του κορονοϊού. Έχει κάποιος ανοσίας αφότου αναρρώσει; Αν ναι, πόσο διαρκεί; Αποκτούν όλοι ανοσία έναντι του ιού; Θα είναι όλοι στον ίδιο βαθμό και για το ίδιο χρονικό διάστημα άνοσοι; Τι σημαίνει αυτό για την ανάπτυξη εμβολίου; Πολλές απαντήσεις παραμένουν αναπάντητες.
Αρκετές μελέτες υποδηλώνουν ότι η ανοσία μπορεί να διαρκέσει τουλάχιστον μερικούς μήνες. Σε μελέτη που δημοσιεύθηκε στο New England Journal of Medicine τον Ιούλιο, μια ομάδα από την Ιατρική Σχολή David Geffen στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, στο Λος Άντζελες (UCLA), με επικεφαλής τον Otto Yang, MD, καθηγητή Ιατρικής, περιέγραψε πώς παρακολούθησαν τα επίπεδα των αντισωμάτων στην πάροδο του χρόνου σε ένα δείγμα 34 ασθενών με ήπια μόλυνση από την Covid-19. Παρότι τα 34 άτομα δεν είναι μεγάλος αριθμός, η μελέτη έδειξε ότι τα καταγεγραμμένα επίπεδα ανοσοσφαιρίνης G (IgG) στο αίμα των ασθενών του δείγματος μειώθηκαν αρκετά γρήγορα μετά την ανάρρωση από τον SARS-CoV2). Ο μέσος χρόνος ημιζωής της IgG στο αίμα ήταν περίπου 36 ημέρες, ήτοι μετά από περίπου ένα μήνα τα επίπεδά της στο αίμα είχαν μειωθεί περίπου κατά το ήμισυ. Η ερευνητική ομάδα παρακολούθησε κάθε ασθενή κατά μέσο όρο μόνο 86 ημέρες, οπότε δεν ανέφερε εάν οι ασθενείς είχαν ακόμη IgG μετά από τρεις μήνες.
Η ανοσοσφαιρίνη G είναι το σημαντικό αντίσωμα που απαιτείται για μακροπρόθεσμη ανοσία. Επομένως, η μελέτη του UCLA υποδηλώνει ότι ανοσοαπόκριση με παραγωγή αντισωμάτων μπορεί να εξακολουθεί να υπάρχει μετά από τρεις μήνες, αλλά μπορεί σύντομα να σταματήσει.
Μία ακόμα απόδειξη δίνει ένα μη δημοσιευμένο άρθρο με τίτλο “Η μόλυνση από SARS-CoV-2 προκαλεί ισχυρές, αποκρίσεις εξουδετερωτικών αντισωμάτων, σταθερές για τουλάχιστον τρεις μήνες” που αναρτήθηκε στον ιστότοπο medRxiv.
Σε αυτήν τη δεύτερη μελέτη, μια ομάδα από το Mount Sinai Hospital της Νέας Υόρκης με επικεφαλής τον Carlos Cordon-Cardo, MD, PhD, καθηγητή Παθολογίας, Μοριακής και Κυτταρικής Ιατρικής, ανέλυσε δεδομένα από μια βάση δεδομένων 19.860 ατόμων που ελέγχθηκαν στο εν λόγω νοσοκομείο για IgG κατά του SARS-CoV2. Πάνω από το 90% των ασθενών με ήπια έως μέτρια νόσο Covid-19 είχαν IgG στο αίμα τους περίπου τρεις μήνες μετά τη μόλυνσή τους. Επιπλέον, αυτά τα αντισώματα ήταν σε θέση να εξουδετερώσουν τον SARS-CoV-2 σε δοκιμές που έγιναν σε δοκιμαστικούς σωλήνες. Επομένως, ενδέχεεται κάποιος να έχει αντισωμάτων έναντι του ιού για τουλάχιστον τρεις μήνες.
Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι η ανάρτηση αυτή δεν έχει την ίδια εγκυρότητα με μια δημοσίευση σε ένα έγκυρο ιατρικό περιοδικό που έχει αξιολογηθεί από ειδικούς. Κάτι που σημαίνει, ότι άλλοι επιστήμονες δεν είχαν την ευκαιρία να αξιολογήσουν επισήμως τη μελέτη, να κάνουν τα σχόλιά τους και να προτείνουν αλλαγές, άρα δεν θεωρείται ότι τα στοιχεία έχουν αποδειχθεί επιστημονικά.
Επίσης, πρέπει κανείς να λάβει υπόψη ότι τα επίπεδα ανοσοσφαιρίνης G δεν υποδηλώνουν ακριβώς ανοσία. Η αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος στον SARS-CoV2 μπορεί να είναι αρκετά περίπλοκη διαδικασία. Το ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί να παράγει διάφορους τύπους λεμφοκυττάρων για να βοηθήσει στην ανοσοαπόκριση σε μια λοίμωξη, όπως τα Β-λεμφοκύτταρα, τα οποία μπορούν να εκκρίνουν τα προαναφερθέντα αντισώματα που μπορούν εύκολα να μετρηθούν με εξετάσεις αίματος. Ωστόσο, παράγει και Τ-λεμφοκύτταρα που μπορούν να βοηθήσουν στην εξουδετέρωση ή τη θανάτωση ιών με διάφορους τρόπους.
Μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature διαπίστωσε την ύπαρξη Τ-λεμφοκυττάρων σε άτομα που ανέρρωσαν από τη νόσο Covid-19 και ότι αυτά φάνηκαν να αναγνωρίζουν την πρωτεΐνη νουκλεοκαψιδίου του SARS-CoV2. Επομένως, ακόμη και αν τα αντισώματα εξαφανιστούν από το αίμα λίγους μήνες μετά τη μόλυνση, τα Τ-λεμφοκύτταρα θα μπορούσαν ενδεχομένως να παραμείνουν για περισσότερο και να παρέχουν κάποια άμυνα έναντι της επαναμόλυνσης.
Επομένως, η τρέχουσα οδηγία των CDC δεν προκαλεί έκπληξη. Η έλλειψη πιο σαφούς οδηγίας μπορεί να μην είναι πολύ ικανοποιητική, ωστόσο η επιστήμη προχωρά. Οι επιστήμονες χρειάζονται περισσότερο χρόνο, πόρους και χρηματοδότηση για να κατανοήσουν τον ιό και να συλλέξουν περισσότερα στοιχεία.
Προς το παρόν, τα CDC προσπαθούν να προλάβουν ενέργειες που θα μπορούσαν να εκτροχιάσουν την κατάσταση. Ήτοι από το να κάνει κάποιος συνεχώς διαγνωστικά τεστ για τον κορονοϊό ή/και να τον αποτρέψει από μια καραντίνα διαρκείας. Εξάλλου, η ανοσοαπόκριση, η κατάσταση αλλά και το τι πρέπει να κάνεις κανείς μπορεί να διαφέρει σημαντικά από άνθρωπο σε άνθρωπο και εξαρτάται από το πόσο σοβαρή ήταν η νόσησή του από τον κορονοϊό.
Σε τελική ανάλυση, ίσως δεν χρειάζεται να ανησυχεί κανείς τόσο πολύ αν θα μολυνθεί εκ νέου μέσα στους τρεις μήνες που έπονται της ανάρρωσής του από τον κορονοϊο. Τουλάχιστον έως ότου μολυνθεί εκ νέου.