Το να ξεπεράσει κανείς τη νόσο COVID-19 δεν σημαίνει ότι μπορεί και να σταματήσει να φοράει μάσκα. Τα ερευνητικά δεδομένα για την ανοσία στην COVID-19 δείχνουν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θα αναπτύξουν μια ισχυρή ανοσοαπόκριση, αλλά ορισμένοι εξακολουθούν να διατρέχουν κίνδυνο επανεμφάνισης.
Το ίδιο ισχύει και για τα εμβόλια για την COVID-19. Φάρμακα όπως τα εμβόλια των Pfizer/BioNTech και Moderna έχουν επίπεδο αποτελεσματικότητας περίπου 95% στην πρόληψη σοβαρών ασθενειών. Αλλά η ανοσία ξεκινά λίγες μέρες μετά την πρώτη δόση και η καλύτερη προστασία επιτυγχάνεται λίγες ημέρες μετά τη δεύτερη δόση.
Τα άτομα που θα εμβολιαστούν θα πρέπει να φορούν μάσκα μεταξύ των δύο δόσεων, αλλά και μετά τη δεύτερη δόση, για να μην κολλήσουν την COVID-19 προτού αναπτύξει ο οργανισμός τους ανοσία σε αυτή. Το θέμα που επισημαίνουν όμως οι επιστήμονες είναι ότι θα χρειαστεί να φοράμε μάσκα προσώπου ακόμη και πολύ μετά από τη δεύτερη δόση, καθώς οι ερευνητές προσπαθούν να απαντήσουν ένα σημαντικό ερώτημα:
Μπορούν οι ανοσοποιημένοι να μολύνουν άλλους;
Το εμβόλιο κορονοϊού θα αποτρέψει τον καθένα από το να εκδηλώσει απειλητικές για τη ζωή του επιπλοκές της COVID-19. Αλλά ενδέχεται να εξακολουθούν να μεταδίδουν τον κορονοϊό, ειδικά σε εκείνες τις κοινότητες που παρουσιάζουν έξαρση κρουσμάτων. Απλά το ανοσοποιητικό τους σύστημα θα έχει ήδη παράγει μαζικά αντισώματα που θα μπορούν να εμποδίσουν τον ιό SARS-CoV-2 να καταστρέψει τον πνευμονικό ιστό, έως το σημείο όπου εμφανίζονται σοβαρά συμπτώματα.
Τα εμβόλια ενάντια στον SARS-CoV-2 βασίστηκαν στο πώς τα Β-κύτταρα και τα Τ-κύτταρα του ανοσοποιητικού μας συστήματος θα “εκπαιδευτούν ώστε να θυμούνται” την πρωτεϊνική ακίδα στην επιφάνεια του ιού και να επιτίθενται στο πραγματικό παθογόνο σε περίπτωση μόλυνσης. Έχοντας αυτό κατά νου, οι μελέτες των εμβολίων δεν αποσκοπούσαν στο να εξηγήσουν εάν τα εμβολιασμένα άτομα που μολύνθηκαν εξακολουθούν να είναι μεταδοτικά.
Η θεωρία είναι ότι ο κορονοϊός ίσως να εξακολουθεί να μπορεί να αναπαραχθεί μέσα στην μύτη και τον λαιμό, από όπου ταξιδελεύει στον πνεύμονα και σε άλλα μέρη. Τα αντισώματα που περιπλανιούνται στο σώμα θα μπλοκάρουν αυτά τα αντίγραφα ιών στην πορεία τους, αποτρέποντάς τα να μολύνουν τα πνευμονικά κύτταρα
Αλλά το ιικό φορτίο στην μύτη θα μπορεί να εξακολουθεί να είναι αρκετό, ώστε να μολύνει άλλους ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεν έχουν προλάβει να κάνουν εμβόλιο;
Για όσο διάστημα οι ερευνητές θα προσπαθούν να απαντήσουν σε αυτήν την ερώτηση, θα χρειαστεί όλοι να φοράμε μάσκες προσώπου, είτε έχουμε κάνει το εμβόλιο, είτε όχι ακόμα. Οι μάσκες δεν θα προστατεύσουν μόνο τον εμβολιασμένο χρήστη, αλλά και τα άτομα γύρω από το ανοσοποιημένο άτομο. Σε τελική ανάλυση, τα εμβόλια δεν είναι 100% αποτελεσματικά και 5 στους 100 εμβολιασμένους ανθρώπους ενδέχεται να εξακολουθούν να είναι ευάλωτα στη νόσο COVID-19.
“Πολλοί άνθρωποι σκέφτονται ότι μόλις εμβολιαστούν, δεν θα χρειαστεί πλέον να φορούν μάσκες”, δήλωσε ο ανοσολόγος Michal Tal από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ στους New York Times. «Θα είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουν εάν πρέπει να συνεχίσουν να φορούν μάσκες επειδή θα μπορεί να είναι μεταδοτικοί». Ο Tal θα δοκιμάσει αντισώματα στο δείγμα αίματος και σάλιο από εθελοντές στη μελέτη Johnson & Johnson, η οποία επί του παρόντος βρίσκεται στη δοκιμή Φάσης 3. Οι δοκιμές μέχρι στιγμής ανέλυαν μόνο αντισώματα αίματος.
Οι επιστήμονες εικάζουν ότι τα αντισώματα μπορεί επίσης να φτάσουν και να λειτουργήσουν προστατευτικά ακόμα και μέσα στην μύτη. Αλλά αυτό δεν έχει αποδειχτεί ακόμα και μέχρι να αποδειχτεί θα πρέπει να φοράμε μάσκες. Η Moderna εικάζει, βάση ανακοίνωσης προ ημερών, ότι ο εμβολιασμός θα μπορεί να αποτρέψει την μόλυνση από COVID-19, αλλά κατέστησε σαφές ότι δεν έχει ακόμα τα επιστημονικά στοιχεία για να το υποστηρίξει αυτό.
Κλειδί η παρουσία ή όχι Ν-αντισωμάτων
Ευτυχώς, υπάρχει ήδη μια ιδέα που θα χρησιμοποιήσουν οι κατασκευαστές εμβολίων για να δουν εάν κάποιος από τους εθελοντές κόλλησε το SARS-CoV-2 μετά τον εμβολιασμό. Η Pfizer και η Moderna θα κάνουν τεστ στους συμμετέχοντες στη δοκιμή για αντισώματα έναντι μιας ιικής πρωτεΐνης που ονομάζεται Ν-πρωτεΐνη. Τα εμβόλια δεν προκαλούν αντισώματα έναντι της Ν-πρωτεΐνης. Οποιαδήποτε Ν-αντισώματα εντοπιστούν θα έχουν δημιουργηθεί ως απόκριση στον πραγματικό ιό. Αυτό θα δείξει στους ερευνητές εάν κάποιος από τους εθελοντές που έλαβε το εμβόλιο μολύνθηκε με SARS-CoV-2 μετά τον εμβολιασμό και απλά δεν εμφάνισε συμπτώματα.
Η απουσία Ν-αντισωμάτων θα δείξει ότι το φάρμακο εμπόδισε μια μόλυνση με COVID-19, η οποία θα ήταν ένα ακόμη καλύτερο αποτέλεσμα εμβολίου. Και πάλι, τα τρέχοντα εμβόλια στοχεύουν στην μείωση της σοβαρότητας της ασθένειας και όχι στην πρόληψη της μόλυνσης. Και εάν τα εμβολιασμένα άτομα δεν μπορούν να μολυνθούν, τότε δεν θα μπορούν και να μεταδώσουν τον ιό σε άλλους.
Ωστόσο, δεν θα είναι τόσο απλό. Οι εθελοντές εμβολίων συνεχίζουν να τηρούν τα μέτρα υγείας. Δεν εκθέτουν τον εαυτό τους στον ιό και δεν διακινδυνεύουν μια μόλυνση. Η απουσία Ν-αντισωμάτων επομένως μπορεί να σημαίνει ότι οι εθελοντές ήταν απλά απίστευτα προσεκτικοί. Οι κατασκευαστές εμβολίων θα πρέπει να πραγματοποιήσουν πολλές δοκιμές σε μια μεγάλη ομάδα εθελοντών και τα συμπεράσματα ενδέχεται να μην είναι διαθέσιμα για αρκετό χρονικό διάστημα από σήμερα.
Επομένως, όποιος κάνει το εμβόλιο για τον κορονοϊό, ξεκινώντας από αυτόν τον Δεκέμβριο, θα είναι μάλλον απαραίτητο να συνεχίσει να φοράει μάσκα προσώπου όταν θα βρίσκεται κοντά σε άλλους.
Εάν υπάρχουν Ν-αντισώματα, αυτό θα δείξει στους ερευνητές ότι ορισμένοι από τους εμβολιασμένους εθελοντές μπορεί να είχαν ασυμπτωματική COVID-19. Και μπορεί να ήταν μολυσματικοί καθ’ όλη τη διάρκεια, ανάλογα με το πόσο υψηλό θα ήταν το ιικό φορτίο στην μύτη και τον λαιμό τους.
Πηγές: https://www.nytimes.com, https://bgr.com, https://news.yahoo.com