Σε μία εκδήλωση πολιτών στο Διαδίκτυο, o διευθυντής της ιατρικής υπηρεσίας του νοσοκομείου του Τσίταου στη Σαξονία, Ματίας Μένγκελ, μίλησε για «επιλογή από ανάγκη των ασθενών», καθώς «τις προηγούμενες μέρες βρεθήκαμε πολλές φορές στη θέση να κάνουμε triage (σ.σ. επιλογή) για το ποιος θα πάρει οξυγόνο και ποιος όχι. Προσπαθούμε βέβαια να διακομισθούν οι ασθενείς σε άλλα νοσοκομεία, αλλά καθώς βρισκόμαστε στο επίκεντρο, αυτό δεν είναι πάντα δυνατό». Με επιδημιολογικό φορτίο 10 φορές πάνω από το όριο που έχει θέσει η κυβέρνηση (το όριο είναι 50 κρούσματα ανά 100.000 κατοίκους) η Σαξονία με 550 κρούσματα στις 100.000 (έναντι 180 του γερμανικού μέσου όρου) αναγκάσθηκε να πάρει μέτρα πρώτη από άλλα ομόσπονδα κρατίδια, κλείνοντας σχολεία και εμπορικά καταστήματα. Αργότερα, οι αρμόδιοι διέψευσαν τις δηλώσεις του Μένγκελ, αλλά ένας υπεύθυνος της τοπικής υγειονομικής περιφέρειας, που συνομίλησε τηλεφωνικά με την «Κ», επιβεβαίωσε την απελπιστική κατάσταση σε τρία τουλάχιστον νοσοκομεία της περιοχής.
Η Γερμανία με 22.535 κλίνες ΜΕΘ, έχει τις περισσότερες στην Ευρώπη. Στις 16 Δεκεμβρίου (τα στοιχεία δημοσιεύει η Στατιστική Υπηρεσία κάθε μέρα στην ιστοσελίδα της – στην Ελλάδα τα γνωρίζει μόνο η Πολιτική Προστασία) ήταν κενές 3.362, αλλά από τις 411 κλίνες με ECMO –δηλαδή κλίνες με εξωσωματική υποστήριξη της αναπνοής– ήταν κατειλημμένες οι 351. Οπως και σε άλλες χώρες της Ε.Ε., αν δεν βρεθεί σε μια υγειονομική περιφέρεια κλίνη ΜΕΘ ο ασθενής «επιλέγεται»: Να ζήσει ή να πεθάνει.
Στα γερμανικά νοσοκομεία (όπως και στα περισσότερα νοσοκομεία του κόσμου) η «επιλογή» ασθενών είναι τόσο παλιά όσο και η ιατρική. Η χώρα όμως «πιάστηκε στον ύπνο», καθώς τις τελευταίες δύο εβδομάδες σε ορισμένες περιοχές οι αριθμοί ξέφυγαν εντελώς. Ιχνηλάτηση πλέον δεν γίνεται, με εξαίρεση τη Βαυαρία. «Ενας από τους λόγους είναι ότι για την προστασία των προσωπικών δεδομένων στέλνουμε τα δεδομένα των θετικών με φαξ ακόμα στις υπηρεσίες δημόσιας υγείας που τα συγκεντρώνουν», λέει στην «Κ» η Μάριον Χ., παθολόγος που εργάζεται σε νοσοκομείο του Ααχεν. Οι αντιπαραθέσεις είναι καθημερινές, με τις υπηρεσίες που συγκεντρώνουν τα στοιχεία να επιρρίπτουν τις ευθύνες στις αντίστοιχες των νοσοκομείων και αντιστρόφως. Μεταξύ των γιατρών κυκλοφορούν οι οδηγίες της ελβετικής Εταιρείας των Εντατικολόγων, ένα δωδεκασέλιδο κείμενο που ανανεώθηκε στις 4.11.2020. Σε αυτό η ηλικία, μια ενδεχόμενη άνοια και ένα σύνολο άλλων κριτηρίων παίζουν ρόλο στην απόφαση της ιατρικής ομάδας που καλείται να επιλέξει συλλογικά. H διακλαδική ένωση των επιστημονικών εταιρειών που ασχολούνται με την εντατικολογία είχε δώσει κάποιες οδηγίες κατά το πρώτο κύμα του Μαρτίου, στις οποίες η ηλικία δεν παίζει τόσο μεγάλο ρόλο όσο η κατάσταση της υγείας των ασθενών, παράγοντες που συναποτελούν το δίλημμα των γιατρών. Οι Γερμανοί γιατροί δεν έχουν αντίστοιχο «εργαλείο» στα χέρια τους και κάποιοι από αυτούς ζητούν από τους πολιτικούς να θεσπισθεί ένα σχετικό νομικό πλαίσιο.
Η Ενωση των επιστημονικών εταιρειών των εντατικολόγων ζήτησε από την κυβέρνηση ήδη από τις 11 Δεκεμβρίου την επιβολή ενός σκληρού lockdown όπως αυτό που τελικώς επιβλήθηκε την Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου. «Το να υπάρχουν αναστολές εξαιτίας των Χριστουγέννων θα ήταν ανεύθυνο», προειδοποίησε την κυβέρνηση ο πρόεδρος της Ενωσης, εντατικολόγος Ούβε Γιάνσενς. «Με 30.000 κρούσματα την ημέρα και 600 νεκρούς ημερησίως κάθε καθυστέρηση είναι αδικαιολόγητη». Τρεις ημέρες αργότερα, οι ημερήσιοι θάνατοι έφτασαν τους 952.
Επίσπευση εμβολιασμών
Η εξέλιξη αυτή οδήγησε την κυβέρνηση να προχωρήσει στην επίσπευση των εμβολιασμών, καθώς όλο και περισσότερα μέσα ενημέρωσης, πολίτες αλλά και πολιτικοί αναρωτιούνταν δημόσια γιατί στη χώρα όπου βρέθηκε το εμβόλιο Pfizer/ΒioNTech θα έπρεπε οι πολίτες να εμβολιασθούν τέσσερις εβδομάδες μετά τους Βρετανούς και τρεις εβδομάδες μετά τους Αμερικανούς και τους Καναδούς. Ο υπουργός Υγείας Γενς Σπαν, που είχε στηρίξει δημόσια την απόφαση της Ε.Ε. για μια πιο αργή αλλά πιο προσεκτική εξέταση των δεδομένων της διαδικασίας έγκρισης του εμβολίου, φαίνεται τώρα να βιάζεται. Την Τετάρτη ενημέρωσε τους υπεύθυνους για την εμβολιαστική καμπάνια των κρατιδίων, ότι οι εμβολιασμοί θα αρχίσουν στις 27 Δεκεμβρίου. Ο Φρανκ Μπέρκμαν, από την Ενωση γιατρών της Βόρειας Ρηνανίας, θεωρεί ότι με τα εμβόλια που θα φτάσουν, «θα εμβολιασθούν κατ’ αρχάς οι τρόφιμοι των οίκων ευγηρίας και το προσωπικό τους. Κάπου 25.000 άτομα» σε μία περιοχή με πληθυσμό όσο η Ελλάδα. Ο υπεύθυνος για θέματα Υγείας του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, Καρλ Λάουτερμπαχ, υπολογίζει ότι έως τις 31 Μαρτίου θα εμβολιασθούν περίπου 5 εκατομμύρια άνθρωποι, περίπου 6% του πληθυσμού. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού θα εμβολιασθεί το δεύτερο τρίμηνο του έτους. Το πρόβλημα είναι ότι η συναίνεση του πληθυσμού στον εμβολιασμό μειώνεται όσο περνούν οι μέρες. Αυτή την εβδομάδα μόνον το 48% δήλωσε ότι θα εμβολιαζόταν την επόμενη εβδομάδα. Η κυβέρνηση πιστεύει ότι όσο προχωράει ο εμβολιασμός, τόσο θα υποχωρεί ο σκεπτικισμός – μάλιστα και στις τάξεις των υγειονομικών ο επιδημιολόγος Λάουτερμπαχ παρατήρησε ότι δείχνουν απροθυμία να εμβολιασθούν. Οι εταιρείες πάντως που εμπλέκονται στη διακίνηση του εμβολίου προετοιμάζονται για μια καμπάνια δύο ετών, έως το καλοκαίρι του 2022…