Πολλοί είναι οι πολίτες που απευθύνονται σε μικροβιολογικά εργαστήρια, έναν ή και περισσότερους μήνες μετά τον εμβολιασμό τους, με την αγωνία εάν έχουν αναπτύξει ικανά για την προστασία τους αντισώματα. Ή αν ακόμα διαθέτουν υψηλό τίτλο αντισωμάτων, στην περίπτωση που έχουν περάσει αρκετοί μήνες από τον εμβολιασμό τους. Η ανοσία, όμως δυστυχώς, δεν μπορεί προς το παρόν να μετρηθεί σε διαγνωστικό επίπεδο, σημειώνουν οι επιστήμονες.
Συγκεκριμένα, μιλώντας στο iatropedia.gr, o Δρ. Θεοκλής Ζαούτης, Καθηγητής Παιδιατρικής και Επιδημιολογίας στο Perelman School of Medicine στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του Υπουργείου Υγείας, υποστηρίζει πως τα αντισώματα “πέφτουν” γρήγορα σχεδόν τρεις μήνες μετά τον εμβολιασμό και η κυτταρική ανοσία που προσφέρει μακροχρόνια προστασία ακόμη και με μηδέν αντισώματα, δεν μπορεί εύκολα να “μετρηθεί”.
“Όχι είναι πάρα πολύ δύσκολο και δεν μπορεί να μετρηθεί. Το μόνο που ξέρουμε, όμως, από μελέτες είναι, πως μέχρι σχεδόν ένα χρόνο παραμένουν προστατευμένα τα άτομα. Μπορεί να είναι και παραπάνω. Δεν φαίνεται, όμως, τα επίπεδα αντισωμάτων να σχετίζονται άμεσα με την προστασία. Γι’ αυτό και το FDA της Αμερικής έβγαλε αυτήν την ανακοίνωση, που λέει “μη μετράτε τα αντισώματα”. Δεν υπάρχει εύκολος ή standardized τρόπος να μετρηθεί η κυτταρική ανοσία. Μελέτες γίνονται για να καταφέρουμε να την μετρήσουμε, αλλά δεν έχουμε ακόμα το κατάλληλο τεστ”, σημειώνει.
Οι επιστημονικές προσπάθειες για τη μέτρηση της “κυτταρικής ανοσίας”
Ο μηχανισμός της κυτταρικής ανοσίας ενεργοποιείται μέσω των κυττάρων μνήμης που αναπτύσσει ο οργανισμός, όταν έρχεται σε επαφή με τον ιό: είτε μέσω της φυσικής νόσησης, είτε μέσω του εμβολιασμού. Aυτό το είδος της ανοσίας μπορεί να προσφέρει ικανή προστασία από τον ιό σε όλους τους εμβολιασμένους. Ακόμη και σε ασθενείς πλήρως ανοσοκατεσταλμένους, που μπορεί να μην παράξουν καθόλου αντισώματα.
Σε πολλά ερευνητικά κέντρα του εξωτερικού γίνονται προσπάθειες αυτή τη στιγμή να καταστεί εφικτή η μέτρηση της κυτταρικής ανοσίας, σημειώνει ο Παντελεήμων Κωνσταντουλάκης, μοριακός βιολόγος – γενετιστής, επιστημονικός διευθυντής του “Genotypos”.
“Είναι σε τελείως ερευνητικό επίπεδο. Θέλουμε κυτταρικές καλλιέργειες με ιούς και δεν είναι εύκολο. Γίνεται μόνο σε επίπεδο Πανεπιστημιακού Ιδρύματος και όχι για διαγνωστική χρήση. Γι’ αυτό δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να μετρήσει κανείς τον τίτλο των αντισωμάτων γιατί είναι κάτι το οποίο είναι ευμετάβλητο και δεν σου διασφαλίζει την γνώση για την άμυνά σου έναντι του ιού. Έτσι, εφ’ όσον δεν είμαστε σε θέση να μετρήσουμε με τον σωστό τρόπο, επαναλαμβανόμενα και επικυρωμένα την κυτταρική ανοσία, είναι άσκοπο να μετράμε αντισώματα μετά τον εμβολιασμό ή μετά την φυσική λοίμωξη, διότι δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία για την κάλυψή μας και το ποσοστό ανοσίας μας”, τονίζει.
Σε κάθε περίπτωση, κανένας εμβολιασμένος δεν μπορεί να γνωρίζει εάν μετά το εμβόλιο έχει αναπτύξει ικανά εξουδετερωτικά αντισώματα και ανήκει στο 95% του πληθυσμού που έχει ανοσία, ή αν ανήκει στο 5% που δεν το “πιάνουν” τα εμβόλια.
Ο Καθηγητής Θεοκλής Ζαούτης συμπληρώνει: “Είναι πάρα πολύ πολύπλοκο το ανοσοποιητικό σύστημα. Ήταν από τα πιο δύσκολα μαθήματα που κάναμε στην Ιατρική. Εμείς προσπαθούμε να το απλοποιήσουμε και να πούμε αν έχεις 1.000 αντισώματα ή έχεις έχεις δύο Τ-λεμφοκύτταρα παραπάνω από εμένα, είσαι προστατευμένος. Δεν μπορείς το μετρήσεις έτσι το ανοσοποιητικό. Γι’ αυτό ξέρουμε τόσο λίγα και για τα αυτοάνοσα νοσήματα”, σημειώνει.
Απόδειξη ότι “δουλεύουν” τα εμβόλια είναι η μείωση μολύνσεων, διασωληνωμένων και θανάτων
Πώς όμως, γνωρίζουμε το ποσοστό της προστασίας που προσφέρουν τα εμβόλια, εάν δεν μπορούμε να μετρήσουμε τον βαθμό της ανοσίας που αναπτύσσει ο ανθρώπινος οργανισμός με τον εμβολιασμό;
Οι μελέτες για την αποτελεσματικότητα των εμβολίων έχουν στηριχθεί κυρίως πάνω στην κλινική εφαρμογή τους, λένε οι ειδικοί. Δηλαδή, οι ερευνητές μετρούν το ποσοστό των εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων που προσβάλλεται από τον ιό, κι από εκεί εξάγουν τα συμπεράσματα τους.
“Όλα τα συμπεράσματά μας τα ξέρουμε από τις κλινικές μελέτες, που βλέπουμε το ποσοστό εμβολιασμένων που κολλάν και νοσούν από Covid-19. Δεν υπάρχουν δηλαδή μετρήσιμα μεγέθη που να μας διαβεβαιώνουν για την ανοσία μας. Κι αυτό, δεν είναι κάτι καινούργιο. Με όλα τα εμβόλια είχαμε πάντα το ίδιο θέμα. Δεν ξέρουμε το επίπεδο αντισωμάτων που προστατεύει, όμως, η έλλειψη αντισωμάτων δεν σημαίνει πως δεν είμαστε προστατευμένοι καθώς τα κύτταρα μνήμης βοηθάνε και προσφέρουν σημαντική ανοσία. Αυτά ξέρουμε”, σημειώνει ο Δρ. Θεοκλής Ζαούτης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αποτελεσματικότητας των εμβολιασμών είναι η απότομη πτώση των κρουσμάτων, των βαρέως πασχόντων ασθενών, αλλά και θανάτων στη Μεγάλη Βρετανία, το Ισραήλ και τις ΗΠΑ, χώρες που έχουν προχωρήσει σημαντικά οι εμβολιασμοί.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, το μεγάλο όφελος των εμβολιασμών είναι πως ακόμη κι αυτός που εμφανίζει μειωμένη προστασία έναντι ενός άλλου και τελικά προσβληθεί από τον κορονοϊό, έχει προστασία από βαριά νόσο ή και θάνατο, σε ποσοστό που αγγίζει ακόμη και το 100%.
Ο Καθηγητής κ. Ζαούτης σημειώνει ότι ξέρει ανθρώπους που νόσησαν από Covid-19 μετά από το εμβόλιο, αλλά κανέναν που να ανέπτυξε βαριά νόσο.
“Δεν νοσούν βαριά. Και εγώ γνωρίζω άτομα που έχουν εμβολιαστεί και νόσησαν αλλά όχι βαριά. Περνούν τη νόσο ήπια”, σημειώνει.
Οι εμβολιασμοί ρίχνουν και στην Ελλάδα τους δείκτες της πανδημίας
Ακόμη και στην Ελλάδα που οι πλήρως εμβολιασμένοι πολίτες έχουν φτάσει και ξεπεράσει το 20% του πληθυσμού, έχουν φανεί ήδη οι θετικές επιπτώσεις των εμβολίων. Παρά το σταδιακό άνοιγμα δραστηριοτήτων που αυξάνουν σημαντικά την κινητικότητα του πληθυσμού, άρα και τη διασπορά του ιού (εστίαση, εμπορικά καταστήματα και σχολεία), όλοι οι δείκτες της πανδημίας σταδιακά μειώνονται.
Ενδεικτική της μείωσης των βαρέως πασχόντων ασθενών από Covid-19 μάλιστα, είναι και η μείωση της πίεσης στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, αλλά και η μείωση του αριθμού των διασωληνωμένων ασθενών και των θανάτων.
“Το επιδημιολογικό φορτίο πέφτει, έχουμε λιγότερους ασθενείς, έχουμε λιγότερους θανάτους, άρα πάμε καλά με τα εμβόλια και με την φυσική ανοσία που απέκτησε ο κόσμος”, καταλήγει ο γενετιστής κ. Κωνσταντουλάκης.