Έναν από τους υψηλότερους αριθμούς γιατρών αναλογικά με τον πληθυσμό της κατέχει η Ελλάδα, ενόσω διατηρεί έναν από τους χαμηλότερους αριθμούς νοσοκομειακών κλινών σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Παρά το γεγονός αυτό, πολλοί Έλληνες αδυνατούν να καλύψουν τις ανάγκες περίθαλψής τους, επειδή το κόστος των εξετάσεων είναι υψηλό.
Τα παραπάνω συμβαίνουν ενόσω η χώρα μας διαθέτει από τα υψηλότερα ποσοστά υλικής υστέρησης πάνω από 34,5% του πληθυσμού μαζί με τη Ρουμανία και Βουλγαρία, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 12,4%, ενώ σοβαρή υλική υστέρηση αντιμετωπίζει σχεδόν το 16% του πληθυσμού της Ελλάδας, όταν ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός μέσος όρος δεν ξεπερνά το 5,5%.
Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από μετρήσεις της Eurostat για τις περιφέρειες κάθε κράτους – μέλους της Ε.Ε. ξεχωριστά.
Σύμφωνα με τη σχετική έκθεση, στην Ε.Ε. αντιστοιχούν 262 κάτοικοι ανά γιατρό ή 382 γιατροί ανά 100.000 κατοίκους.
Τον μεγαλύτερο αριθμό γιατρών κατέχει η Ελλάδα, αν και τα στοιχεία που παρέχει η χώρα μας στη Eurostat αφορούν τους γιατρούς που έχουν άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος, σε αντίθεση με τις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες που δίνουν στοιχεία για τους γιατρούς που πραγματικά παρέχουν ιατρικό έργο.
Τα υψηλότερα ποσοστά γιατρών ανά πληθυσμό, εντοπίζει η έκθεση στην Αττική, στην Πράγα, στη Βιέννη, στη Μπρατισλάβα, στη μητροπολιτική περιοχή της Λισαβόνας, στο Βουκουρέστι, στη Βουδαπέστη και στο Βερολίνο, όπου αντιστοιχούν 525 γιατροί ανά 100.000 κατοίκους.
Σε ότι αφορά τις νοσοκομειακές κλίνες, υπάρχουν 2,3 εκατ. νοσοκομειακές κλίνες στην Ε.Ε. αριθμός που έχει μειωθεί κατά 7,6% την τελευταία δεκαετία και αντιστοιχεί σε 537 κλίνες ανά 100.000 πληθυσμού.
Το ποσοστό αυτό, αντιστοιχεί σε ένα νοσοκομείο ανά 186 κατοίκους. Και το εύρος της κατανομής των κλινών αυτών ξεκινά από 1.000 – 1.300 κλίνες ανά 100.000 πληθυσμού σε ορισμένες περιοχές της Γερμανίας, ενώ στην περιφέρεια της Μαγιότ στη Γαλλία, στη Νότια Δανία και στη Στερεά Ελλάδα οι νοσοκομειακές κλίνες κυμαίνονται από 156-158 ανά 100.000 πληθυσμού.
Βάσει της ανάλυσης, η Eurostat επισημαίνει ότι στοιχεία για τη φτώχεια, το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης, υποδεικνύουν ομάδες πληθυσμού που είναι ευάλωτοι σε κινδύνους υγείας που συνδέονται με καταστάσεις που προκαλούν σοκ. Και υπάρχει πληθώρα αιτιών που ένα άτομο μπορεί να εμφανίσει ακάλυπτες ιατρικές ανάγκες, ξεκινώντας από τις ιατρικές εξετάσεις.
Δυσκολία πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας
Η αδυναμία πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας μπορεί να εξαρτάται από το κόστος των εξετάσεων, την απόσταση από τις μονάδες υγείας, τον χρόνο αναμονής για τη διενέργεια της εξέτασης (λίστες αναμονής στα νοσοκομεία).
Έτσι, 1 στους 60 Ευρωπαίους, αντιμετωπίζει σχετικά προβλήματα, ή το 1,7% του πληθυσμού άνω των 16 ετών.
Το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο στις γυναίκες και φτάνει το 2% έναντι 1,4% των ανδρών, με εξαίρεση τη Βουλγαρία, Ολλανδία και Λουξεμβούργο που οι άνδρες δυσκολεύονται περισσότερο στην πραγματοποίηση των εξετάσεών τους.
Το μεγαλύτερο ποσοστό ακάλυπτων ιατρικών αναγκών σε επίπεδο περιφερειών, εμφανίζεται στην Εσθονία (15%) και την Ελλάδα, όπου σε ολόκληρη τη χώρα πλησιάζει ή ακόμη ξεπερνά το 8%, με τις κυριότερες περιοχές που αντιμετωπίζουν τέτοιο πρόβλημα να είναι η Ήπειρος, η Μακεδονία και η Θράκη, η Πελοπόννησος, η Αττική, η Λέσβος και η Ρόδος.
Ειδικά στο Βόρειο και Νότιο Αιγαίο και την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, το ποσοστό δυσκολίας πρόσβασης σε ιατρικές εξετάσεις είναι διψήφιο.
Φτώχεια και υλική υστέρηση
Από πλευράς υλικής υστέρησης που περιλαμβάνει κάλυψη απρόσμενων δαπανών, μια εβδομάδα διακοπές εκτός σπιτιού, τακτική πληρωμή δόσεων, γεύματα με κρέας κάθε δεύτερη μέρα, θέρμανση, αυτοκίνητο, αντικατάσταση ρούχων, παπουτσιών και επίπλων και χαρτζιλίκι, δυνατότητα εξόδου μια φορά το μήνα και σύνδεση ίντερνετ, το 12,4% του πληθυσμού στην Ευρώπη, αδυνατεί να καλύψει τέτοιες ανάγκες.
Ο πληθυσμός αυτός εντοπίζεται στη Ρουμανία, Βουλγαρία και Ελλάδα, όπου τα ποσοστά τοπικά, υπερβαίνουν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ειδικά στη χώρα μας εντοπίζονται στην Αιτωλοακαρνανία, την Πελοπόννησο και Κρήτη όπου τα ποσοστά ξεπερνούν το 34,5% του πληθυσμού, ενώ στην υπόλοιπη χώρα, τα ποσοστά κυμαίνονται από 21,5-34,5% του συνολικού πληθυσμού σε όλες τις περιοχές.
Σοβαρή υλική υστέρηση
Η Eurostat μετρά την σοβαρή υλική υστέρηση ανάλογα με την δυνατότητα των ατόμων να αντιμετωπίζουν απρόσμενες δαπάνες, να καλύπτουν μια βδομάδα διακοπές εκτός σπιτιού, να έχουν ένα γεύμα με κρέας κάθε δεύτερη μέρα, να διαθέτουν θέρμανση στο σπίτι, τηλεόραση, πλυντήριο, αυτοκίνητο, τηλέφωνο και να μπορούν να καλύψουν τις δαπάνες του σπιτιού (νοίκι, δάνειο, λογαριασμούς).
Σε αυτή την κατηγορία στέρησης βρίσκεται το 5,5% του ευρωπαϊκού πληθυσμού, που αντιστοιχεί σε 23,9 εκατ. ανθρώπους με στοιχεία του 2019, όταν το 2012 έφταναν τα 44,6 εκατ. ανθρώπους.
Στην περίπτωση αυτή, η χώρα μας βρίσκεται στη δεύτερη θέση μετά τη Βουλγαρία, όπου στη Δυτική Ελλάδα καταγράφεται ποσοστό 25% του πληθυσμού, ενώ σε ποσοστό πάνω από 20 βρίσκονται επίσης η Πελοπόννησος και το Νότιο Αιγαίο.
Το ελάχιστο ποσοστό σοβαρής υλικής υστέρησης στη χώρα μας, ξεπερνά το 11% και ο μέσος όρος είναι πάνω από 16%.