Νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Frontiers in Nutrition δείχνει ότι η τακτική κατανάλωση κεχριού μπορεί να βελτιώσει τα επίπεδα αιμοσφαιρίνης και φερριτίνης ορού προκειμένου να μειωθεί η ανεπάρκεια σιδήρου (αναιμία), κατάσταση που αυξάνεται ραγδαίως σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η πρόσφατα δημοσιευμένη έρευνα, που αποτελείται από μια μετα-ανάλυση 22 μελετών σε ανθρώπους και οκτώ εργαστηριακών μελετών για την κατανάλωση κεχριού και την αναιμία, πραγματοποιήθηκε από επτά οργανισμούς σε τέσσερις χώρες με επικεφαλής το ICRISAT (International Crops Research Institute for the Semi-Arid Tropics).
«Η μελέτη κατέληξε ότι το κεχρί μπορεί να παράσχει ολόκληρη ή την περισσότερη από την ποσότητα σιδήρου που χρειάζεται καθημερινά ένας μέσος άνθρωπος. Παρόλο που η ποσότητα του σιδήρου που παρέχεται εξαρτάται από την ποικιλία του κεχριού και τη μορφή επεξεργασίας του, η έρευνα δείχνει με σαφήνεια ότι το κεχρί μπορεί να παίξει έναν πολλά υποσχόμενο ρόλο στην πρόληψη και μείωση των υψηλών επιπέδων ανεπάρκειας σιδήρου-αναιμίας», υπογραμμίζει ο Δρ. S Anitha, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και διατροφολόγος στο ICRISAT.
Οι ερευνητές βρήκαν ότι το κεχρί αύξησε τα επίπεδα αιμοσφαρίνης κατά περίπου 13,2%. Τέσσερις από τις μελέτες της επανεξέτασης έδειξαν, επίσης, ότι η φερριτίνη ορού -πρωτεΐνη στο αίμα που περιέχει σίδηρο και αποτελεί κλινικό δείκτη της έλλειψης σιδήρου- αυξήθηκε κατά 54,7% μέσο όρο.
Οι μελέτες στην ανάλυση περιελάμβαναν σχεδόν 1.000 παιδιά, εφήβους και ενηλίκους και έξι διαφορετικούς τύπους κεχριού, ενώ οι συμμετέχοντες στις μελέτες είχαν καταναλώσει κεχρί σε διάστημα από 21 ημέρες μέχρι 4,5 χρόνια.
«Το 2019 περίπου 1,74 δισεκατομμύρια άνθρωποι έπασχαν από αναιμία και ο αριθμός αυτός αυξάνεται. Έχει αποδειχθεί ότι η έλλειψη σιδήρου επηρεάζει τη γνωστική και σωματική ανάπτυξη στα παιδιά και μειώνει την παραγωγικότητα στους ενηλίκους. Η ανάγκη για μία λύση είναι τεράστια, γι’αυτό και η μεταφορά του κεχριού στο προσκήνιο και η ενσωμάτωσή του σε κυβερνητικά προγράμματα διατροφής συστήνεται ιδιαίτερα», επισημαίνει η Δρ. Jacqueline Hughes, Γενική Διευθύντρια του ICRISAT.
Με τη σειρά του, ο καθηγητής Ian Givens τονίζει ότι πλέον υπάρχουν ισχυρά στοιχεία για την αξία του κεχριού στη μείωση ή την πρόληψη της αναιμίας, γι’αυτό και πρέπει να γίνει μια τεράστια ερευνητική μελέτη για την αναιμία που θα καλύπτει όλους τους διαφορετικούς τύπους κεχριού, τις πιο συχνές ποικιλίες και όλες τις σημαντικές μορφές επεξεργασίας και μαγειρέματος, χρησιμοποιώντας μια καθολική μεθοδολογία εξέτασης. «Αυτό θα παράσχει τις λεπτομέρειες που χρειάζονται για τον σχεδιασμό των απαραίτητων παρεμβάσεων με στόχο τις σημαντικές συνέπειες στη μείωση της αναιμίας παγκοσμίως», αναφέρει ο ειδικός από το Πανεπιστήμιο του Reading της Βρετανίας.
«Συχνά υποστηρίζεται ότι ο σίδηρος που περιέχει το κεχρί δεν είναι ιδιαίτερα βιοδιαθέσιμος λόγω των θεωρητικά υψηλών επιπέδων των αντιθρεπτικών συστατικών. Η ανάλυσή μας αποδεικνύει ότι πρόκειται για έναν μύθο. Αντίθετα, η βιοδιαθεσιμότητα του σιδήρου στο κεχρί φάνηκε πως μπορεί να συγκριθεί με τα κλασικά ποσοστά βιοδιαθεσιμότητας που παρατηρούνται στα φυτά. Επίσης, τα επίπεδα των αντιθρεπτικών συστατικών στο κεχρί φάνηκε πως ήταν παρόμοια ή χαμηλότερα από τα συνηθισμένα», προσθέτει η Ms. Joanna Kane-Potaka, μία εκ των συγγραφέων της μελέτης.
Η έρευνα έδειξε, τέλος, ότι ο τρόπος επεξεργασίας μπορεί να αυξήσει σημαντικά την ποσότητα του βιοδιαθέσιμου σιδήρου, διπλασιάζοντας, τριπλασιάζοντας ή ακόμα και αυξάνοντας κατά 5,4 φορές τη βιοδιαθεσιμότητα.