Μισό χρόνο προσδόκιμο ζωής «κοστίζει» μέχρι στιγμής η πανδημία στη χώρα μας, εξαιτίας των αυξημένων θανάτων που προκάλεσε ο κοροναϊός. Το προσδόκιμο ζωής μειώθηκε από 81,7 έτη το 2019, σε 81,2 έτη το 2020, παραμένει όμως υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ευρώπης στα 80,6 έτη.
Γράφει η Άννα Παπαδομαρκάκη
Πριν την πανδημία, στη 10ετία 2010 -2019 το προσδόκιμο ζωής αυξήθηκε μόλις κατά ένα έτος, όταν την προηγούμενη δεκαετία η αύξηση είχε φτάσει τη διετία. Η επιβράδυνση αποδίδεται στην μικρή πρόοδο μείωσης των ισχαιμικών καρδιακών επεισοδίων και του καρκίνου του πνεύμονα, ενώ η αυξημένη θνησιμότητα αποδίδεται στον διαβήτη κυρίως σε ηλικιωμένους.
Το στοιχείο αυτό περιλαμβάνεται στην έκθεση «Κατάσταση Υγείας στην Ε.Ε.» του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου, του ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2021. Εστιάζοντας στην Ελλάδα, οι παρατηρήσεις των ειδικών, βλέπουν ένα σύστημα που δεν επαρκεί να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού, με αποτέλεσμα το «φακελάκι» να δημιουργεί μεγαλύτερα εμπόδια στους πιο φτωχούς, οι οποίοι με τη σειρά τους υποχρεώνονται σε καταστροφικές δαπάνες του νοικοκυριού τους.
Φακελάκι
Το σύστημα υγείας δεν χρηματοδοτείται όσο χρειάζεται, οπότε οι ιδιωτικές πληρωμές καλύπτουν τη συμμετοχή σε φάρμακα, ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας και άτυπες πληρωμές («φακελάκι»).
Στο προφίλ της Ελλάδας σημειώνεται ότι σε ότι αφορά την αποτελεσματικότητα, το σύστημα υγείας της χώρας μας λειτουργεί καλύτερα στην διαχείριση νοσημάτων που μπορούν να προληφθούν έναντι νοσημάτων που μπορούν να θεραπευτούν, καθώς η θνησιμότητα από νοσήματα που προλαμβάνονται φτάνει τους 139 θανάτους ανά 100.000 πληθυσμού, έναντι 90 θανάτους ανά 100.000 πληθυσμού σε θεραπευόμενα νοσήματα, όταν τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ε.Ε. είναι 160/100.000 και 90/100.000, αντίστοιχα.
Το κύριο νόσημα που μπορεί να προληφθεί είναι ο καρκίνος του πνεύμονα που «κόστισε» το 30% των πρόωρων θανάτων το 2018, ενώ ακολουθούν τα ισχαιμικά καρδιακά επεισόδια και τα ατυχήματα. Καρδιαγγειακά και εγκεφαλικά, που και προλαμβάνονται και θεραπεύονται, αποτελούν το 36% των θανάτων όλων των θεραπευόμενων νοσημάτων.
Χρηματοδότηση
Σε ότι αφορά τη χρηματοδότηση, το 2019 διατέθηκε το 7,8% του ΑΕΠ στην υγεία, έναντι 9,9% στην Ε.Ε. Η κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας έφτασε τα 1.603 ευρώ, ποσό κάτω από το μισό που διατίθεται στην Ε.Ε. και φτάνει τα 3.523 ευρώ.
Το 202 πρόσθετη οικονομική ενίσχυση 785 εκατ. ευρώ δόθηκε στο σύστημα υγείας για την αντιμετώπιση της πανδημίας, από τα οποία τα 640 εκατ. δόθηκαν για την διαχείριση της covid – 19, άλλα 85 εκατ. ευρώ για προσλήψεις προσωπικού και άλλα 60 εκατ. ευρώ για εξοπλισμό και λειτουργία των ΜΕΘ. Επιπλέον 128 εκατ. ευρώ διατέθηκαν από δωρεές.
Από το σύνολο της δαπάνης, το 60% είναι δημόσια, αισθητά χαμηλότερη από το 80% της δημόσιας δαπάνης για την υγεία στην Ε.Ε. Τα υπόλοιπα ποσά προέρχονται από ιδιωτικές πληρωμές, όπου μόνο το 5% αφορά την ιδιωτική ασφάλιση.
Τα νοσοκομεία
Τα δύο πέμπτα των πόρων αφορούν τη νοσοκομειακή περίθαλψη που καλύπτει το 44% των δαπανών υγείας, όταν στην Ε.Ε. είναι μόλις 29%, ενώ το 30% των δαπανών αφορούν φαρμακευτική δαπάνη έναντι 18% στην Ε.Ε. και ένα μέρος προέρχεται από ιδιωτικές πληρωμές. Στην Ελλάδα δεν είναι ανεπτυγμένη η μακροχρόνια φροντίδα υγείας, για την οποία διατίθεται μόλις το 1,7% των συνολικών δαπανών υγείας, όταν στην Ευρώπη το αντίστοιχο ποσοστό είναι 16,3%, ενώ και η προληπτική αγωγή είναι περιορισμένη με 1,4% των δαπανών, έναντι 2,9% στην Ε.Ε.
Λίγες κλίνες
Η νοσοκομειακή περίθαλψη είναι συγκεντρωμένη στις αστικές περιοχές, ενώ οι διαθέσιμες κλίνες υπολείπονται αισθητά των αντίστοιχων στην Ευρώπη, αφού στη χώρα μας αναλογούν 4,2 κλίνες ανά 1000 κατοίκους, έναντι 5,3 κλινών στην Ε.Ε. Η μέση νοσηλεία είναι κοντά στον Ευρωπαϊκό μέσο όρο στις 7,4 ημέρες νοσηλείας. Η πανδημία ανέδειξε την ανεπάρκεια κλινών, όπου αναζητήθηκε η συνδρομή του ιδιωτικού τομέα υγείας, ενώ αντίστοιχα καταγράφηκε και αύξηση του αριθμού των κλινών ΜΕΘ.
«Κλειστές πόρτες» στο ΕΣΥ
Σε ότι αφορά την δυνατότητα πρόσβασης στο σύστημα υγείας, η Ελλάδα έχει το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο ακάλυπτων ιατρικών αναγκών στην Ε.Ε., καθώς το 8,1% του πληθυσμού δεν καταφέρνει να πάρει τις υπηρεσίες υγείας που χρειάζεται, εξαιτίας του κόστους, της απόστασης ή του χρόνου αναμονής. Το αντίστοιχο ποσοστό στην Ε.Ε. είναι μόλις 1,7%.
Χάσμα πλουσίων και φτωχών
Η Ελλάδα εμφανίζει επίσης τις μεγαλύτερες ανισότητες πρόσβασης στο κοινωνικά φτωχότερο στρώμα του πληθυσμού, με το 18% των νοικοκυριών να εντάσσεται στο χαμηλότερο πέμπτο των εισοδημάτων στη χώρα. Το ποσοστό αυτό είναι 20 φορές μεγαλύτερο από το 0,9% των νοικοκυριών που βρίσκεται στο υψηλότερο πέμπτο των εισοδημάτων στη χώρα.
Ο κυριότερος λόγος των ακάλυπτων ιατρικών αναγκών είναι το κόστος, για το 7,5% του πληθυσμού, όταν στην Ε.Ε. είναι 0,9%.
Ειδικά σε ότι αφορά την πανδημία, το πρώτο 12μηνο, διαπιστώθηκε ότι οι ακάλυπτες ιατρικές ανάγκες έφτασαν το 24% των Ελλήνων, έναντι 21% στην Ε.Ε., καθώς οι ασθενείς απέφευγαν τα νοσοκομεία υπό το φόβο του κοροναϊού.
Στις ακάλυπτες ανάγκες εντάσσεται και η εξαίρεση της οδοντιατρικής φροντίδας μέσω ΕΟΠΥΥ, καθώς επίσης και τα πλαφόν στις επισκέψεις γιατρών, διαγνωστικών εξετάσεων και συνταγών.
Το 2019, η Ελλάδα είχε το τρίτο υψηλότερο επίπεδο απ΄ ευθείας πληρωμών των πολιτών για δαπάνες υγείας που έφτανε στο 35%, υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της ΕΕ (15,4%). Οι ίδιες πληρωμές για φάρμακα αφορούν το 13% των δαπανών υγείας, όταν στην Ε.Ε. είναι κάτω από 4%. Τα φάρμακα αφορούν το 36% των δαπανών από την τσέπη των ασθενών. Επιπλέον, οι πληρωμές των νοικοκυριών για νοσηλευόμενους ασθενείς φτάνουν το 11% των δαπανών υγείας, έναντι μόλις 1% στην ΕΕ, απορροφώντας άλλο ένα τρίτο των απ΄ ευθείας πληρωμών των ασθενών. Τα ποσά αυτά αφορούν κυρίως νοσηλεία σε ιδιωτικές κλινικές, αν και έμμεσα στοιχεία υπονοούν άτυπες πληρωμές στα δημόσια νοσοκομεία (φακελάκι). Δεδομένης της έλλειψης δημόσιας κάλυψης, οι σχετικά χαμηλές ιδιωτικές πληρωμές για οδοντιατρικές υπηρεσίες αναδεικνύουν την παραμέληση της φροντίδας, καθώς η χώρα εμφανίζει το τρίτο υψηλότερο ποσοστό ακάλυπτων ιατρικών αναγκών στην οδοντιατρική φροντίδα σε έναν ανά 12 πολίτες, με την αναλογία να μεγαλώνει στα χαμηλότερα εισοδήματα, και να φτάνει τον ένα ανά έξι πολίτες.
Το φακελάκι προκαλεί καταστροφικές δαπάνες
Οι άτυπες πληρωμές, εκτιμώνται στο ένα τέταρτο των απ΄ευθείας πληρωμών, και υπονομεύουν την ισότιμη πρόσβαση των ασθενών στο σύστημα υγείας, καθώς επίσης και την οικονομική προστασία από καταστροφικές δαπάνες των νοικοκυριών. Πρόσφατη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, έδειξε ότι 14% του πληθυσμού έχει καταβάλλει άτυπη πληρωμή σε γιατρό, νοσηλευτή ή νοσοκομείο τον Δεκέμβρη του 2019, ενώ το 81% του πληθυσμού θεωρεί ότι είναι μια ευρέως διαδεδομένη πρακτική στο σύστημα υγείας.
Η ισχυρή σύνδεση των απ’ ευθείας πληρωμών για ιατρικές δαπάνες στην Ελλάδα, σημαίνει ότι ένα μεγάλο μερίδιο των νοικοκυριών, βιώνουν καταστροφικές δαπάνες υγείας, που αυξήθηκαν από 7% το 2010 σε 8,9% το 2019. Έτσι, η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των 8 πρώτων χωρών σε καταστροφικές δαπάνες, μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. που διαθέτουν σχετικά στοιχεία.
Όπως συμβαίνει σε όλες τις άλλες χώρες, πάνω από το μισό των καταστροφικών δαπανών στην Ελλάδα εντοπίζεται στο φτωχότερο 20% των νοικοκυριών.
Το ΕΣΥ δεν αντέχει
Σε ότι αφορά την ανθεκτικότητα του συστήματος υγείας της χώρας, η έκθεση εστιάζει στις επιπτώσεις του κοροναϊού, σημειώνοντας ότι τα μέτρα ελέγχου της πανδημίας οδήγησαν σε πτώση του ΑΕΠ της Ελλάδας κατά 8% το 2020 όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη η μείωση του ΑΕΠ κυμάνθηκε γύρω στο 6,2%.
Εκτός από τις αναφορές για αύξηση του αριθμού των κλινών ΜΕΘ, τις έκτακτες προσλήψεις προσωπικού κλπ, η έκθεση επισημαίνει τη σπουδαιότητα των ψηφιακών υπηρεσιών υγείας, καθώς επίσης και τις επενδύσεις στην υγεία από το Ταμείο Ανάκαμψης, ύψους 1,5 δις. ευρώ για ενίσχυση της ανθεκτικότητας του συστήματος, την προσβασιμότητας και της βιωσιμότητάς του. Προβλέπεται χρηματοδότηση 189 εκατ. ευρώ για την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, υποστηρικτικά μέτρα για ενίσχυση του αριθμού των γενικών γιατρών, βελτίωση των νοσοκομειακών υποδομών με 317 εκατ. ευρώ και ψηφιοποίηση των υπηρεσιών υγείας με 278 εκατ. ευρώ, καθώς και ανάπτυξη στρατηγικής για ενίσχυση της δημόσιας υγείας και της πρόληψης νοσημάτων με 254 εκατ. ευρώ, συμπεριλαμβάνοντας προγράμματα προσυμπτωματικού ελέγχου κατά του καρκίνου, αλλά και παρηγορητικής ιατρικής για τους καρκινοπαθείς.