Γράφει η Νατάσα Ρουγγέρη
Οι δύο οικογενειακές τραγωδίες των ημερών, η άγρια δολοφονία της ηθοποιού Μαρίας Μπονίκου από τον γιο της στην Αίγινα και η δολοφονία του 69χρονου από τον αδελφό του στα Πατήσια, με κοινό παρονομαστή των δύο υποθέσεων τα φημολογούμενα ψυχολογικά προβλήματα των δραστών, φέρνουν για μία ακόμη φορά στην επιφάνεια το μείζον θέμα της ψυχικής υγείας και την ανάγκη να ξαναδούμε, τόσο ως πολιτεία, όσο και ως κοινωνία, πώς μπορούμε να συνδράμουμε αφενός στην παροχή σωστών υπηρεσιών προς τους ψυχικά ασθενείς και, αφετέρου, στη μη περιθωριοποίηση και τον στιγματισμό τους.
Με την πανδημία των δύο τελευταίων ετών να φέρνει στο φως περιστατικά ψυχικής νόσου, τα οποία κατακλύζουν την επικαιρότητα, αλλά και στυγερά εγκλήματα, δράστες των οποίων, σε αρκετές περιπτώσεις, είναι ψυχικά ασθενή συγγενικά μέλη των θυμάτων, είναι καιρός να πιάσουμε το νήμα από την αρχή, κοιτάζοντας κατάματα το πρόβλημα, χωρίς να το βάζουμε «κάτω από το χαλάκι».
Και πρωτίστως, οφείλει το κράτος να παράσχει δομές και υπηρεσίες τέτοιες, που θα ωφελήσουν και όχι θα βλάψουν περαιτέρω τους ασθενείς. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις ιδρυμάτων και δομών, τα τελευταία χρόνια, όπου αποκαλύφθηκαν σκάνδαλα κακομεταχείρισης των τροφίμων, για παράδειγμα.
«Ο καρκίνος της ψυχής»
Ένας γνωστός ψυχίατρος κάποτε είχε πει το εξής χαρακτηριστικό, σοκάροντας ένα τηλεοπτικό πάνελ στο οποίο συμμετείχε: «Σκεφτείτε ότι οι ψυχικές νόσοι είναι ο καρκίνος της ψυχής! Όπως δεν κάνουμε στην άκρη έναν καρκινοπαθή και κάνουμε τα πάντα – και ως πολιτεία, και ως οικογενειακός και κοινωνικός περίγυρος – για να γίνει καλά, το ίδιο πρέπει να κάνουμε και με τους ψυχικά ασθενείς».
Κατ’ αρχήν, καλό είναι να γνωρίζουμε – ως κοινωνία, όχι μόνο οι ειδικοί – τους παράγοντες που επιβαρύνουν την ψυχική υγεία των ανθρώπων, γιατί μόνον έτσι θα μπορέσουμε να βοηθήσουμε, να προστατεύσουμε, αλλά και να προστατευτούμε.
Όπως αναφέρεται σε σχετικό άρθρο στην ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η ψυχική υγεία επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, όπως η γενετική προδιάθεση, το κοινωνικό-οικονομικό υπόβαθρο, οι δυσάρεστες εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, οι χρόνιες παθήσεις και η κατάχρηση αλκοόλ ή ναρκωτικών.
«Ως εκ τούτου, η ψυχική υγεία και η ευεξία είναι αλληλένδετα ζητήματα που επηρεάζονται από πολιτικές και δράσεις σε διάφορους τομείς, όπως η εκπαίδευση, η υγεία, η απασχόληση, η κοινωνική ένταξη και οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση της φτώχειας», σημειώνεται, ενώ επισημαίνεται πως «η σχέση αυτή είναι αμοιβαία: χωρίς επαρκή πρόληψη, υποστήριξη και θεραπεία στον τομέα της ψυχικής υγείας, αυξάνονται οι κίνδυνοι εκπαίδευσης χαμηλότερης ποιότητας και ανεργίας».
Πώς αντιμετωπίζονται στην Ελλάδα οι ασθενείς
Σύμφωνα με την έρευνα «Headway 2023 – Mental Health Index», η οποία δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2021, 84 εκατομμύρια πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης νόσησαν από κάποια ψυχική διαταραχή και είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο αριθμός αυτός θα αυξηθεί αρκετά.
Το in, πρόσφατα, είχε απευθυνθεί σε ειδικούς, προκειμένου να γίνει μια καταγραφή της κατάστασης των δομών ψυχικής υγείας στην Ελλάδα και του τρόπου με τον οποίο περιθάλπουν τους ανθρώπους με διαταραχές.
Σήμερα είμαστε δυστυχώς σε μια φάση οπισθοχώρησης στον τομέα της ψυχικής υγείας και αν δεν είχαμε τον κοροναϊό, θα είχαν κλείσει αρκετές δημόσιες δομές. Θα πρέπει οι αποφάσεις των υπευθύνων να παίρνονται μέσα σε ένα ορθολογιστικό κλίμα, σύμφωνα με τον διευθυντή του Κέντρου Ψυχικής Υγείας και ψυχίατρο, Χρήστο Σκαμνέλο.
«Η κοινότητα πρέπει να είναι ένας συνδετικός ιστός για την επανένταξη των ψυχικά νοσούντων ασθενών. Τους βοηθάς όταν τους αφήσεις να σε βοηθήσουν, και όταν η κοινότητα θα τους θεραπεύσει, τότε και οι ίδιοι θα θεραπεύσουν την κοινότητα», δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Σκαμνέλος, εξηγώντας ότι στον τομέα της ψυχικής υγείας έχουμε τις εξής δομές:
– Τα κέντρα ψυχικής υγεία, που έχουν ως σκοπό την πρωτοβάθμια περίθαλψη, δηλαδή την πληροφόρηση και ευαισθητοποίηση της κοινότητας.
– Την δευτεροβάθμια περίθαλψη, η οποία «ακουμπά» σε ομάδες που έχουν ιδιαίτερες ανάγκες για φροντίδα και περίθαλψη, όπως παιδιά που ζουν με ψυχωσικούς γονείς ή θύματα κακοποιητικών συμπεριφορών, βιασμών και γενικά καταστάσεων που οδηγούν σε ψυχική αστάθεια και διαταραχή, με στόχο τον περιορισμό του αριθμού των εισαγωγών και κυρίως των ακούσιων νοσηλειών.
– Την τριτοβάθμια περίθαλψη, η οποία γίνεται μέσα στις ψυχιατρικές μονάδες που θα πρέπει να διαθέτουν όλα τα νομαρχιακά νοσοκομεία.
– Και την τεταρτοβάθμια περίθαλψη, που είναι κυρίως η αποασυλοποίηση του ασθενούς, η όσο το δυνατόν συντομότερη παραμονή του στο ψυχιατρείο και η επανένταξη και αποδοχή του από την κοινότητα.
Οι αιτίες δημιουργίας και εμφάνισης ψυχικής διαταραχής είναι:
– Ο κληρονομικός παράγοντας, χωρίς βέβαια να δηλώνει ότι θα εκδηλωθεί πάντα ψυχιατρική νόσος σε ένα άτομο που έχει κληρονομική προδιάθεση.
– Τα πρώτα οικογενειακά χρόνια και κυρίως η σχέση με τη μητέρα ή με το άτομο που έχει το ρόλο της μητέρας, σε περιπτώσεις που η βιολογική μητέρα δεν υπάρχει.
– Και σαφώς, το περιβάλλον και οι συνθήκες διαβίωσης και εξέλιξης του ατόμου.
Το φαινόμενο της «περιστρεφόμενης πόρτας»
Είναι σημαντικό να αποφευχθεί μια συνθήκη που ονομάζεται «περιστρεφόμενη πόρτα», δηλαδή να μπαίνει και να βγαίνει αρκετές φορές στο ψυχιατρείο ο ασθενής χωρίς αποτέλεσμα.
Χαρακτηριστικό είναι, σύμφωνα με τον ψυχίατρο κ. Σκαμνέλο, το γεγονός πως, στη χώρα μας, σε ένα μέρο όρο, στο 90% των ασθενών που εξετάζονται για εγκλεισμό, γίνεται και εισαγωγή τους, όταν στην Ευρώπη ο μέσος όρος εγκλεισμού είναι στο 50% περίπου.
Εγκλήματα που θα μπορούσαμε να είχαμε προλάβει
Χαραγμένη στη μνήμη έχει μείνει η περίπτωση του «παιδοκτόνου» της Κηφισιάς, όταν αποκαλύφθηκε το 1996 πως ένας πατέρας, ο τότε 54χρονος Απόστολος Κοσμάς, σκότωσε με τσεκούρι τον γιο του και στη συνέχεια τεμάχισε το πτώμα του, με σκοπό να το εξαφανίσει.
Όταν συνελήφθη από την αστυνομία, όμως, αποκαλύφθηκε το μέγεθος μιας οικογενειακής τραγωδίας με πολλές διαστάσεις, καθώς το θύμα είχε εμφανίσει σχιζοφρένεια παρανοϊκού τύπου και ο πατέρας ισχυρίστηκε στο δικαστήριο πως δεν άντεξε άλλο την κατάσταση, γιατί ο γιος του γινόταν συχνά επιθετικός και επικίνδυνος για τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Γι’ αυτό, πήρε την ακραία απόφαση να τον σκοτώσει, για να λυτρώσει τόσο το θύμα, όσο κυρίως τα άλλα δύο παιδιά του.
Αυτή η τραγωδία που είχε συγκλονήσει το πανελλήνιο, ωστόσο, έφερε στο φως τα δύο βασικά προβλήματα που αναφέρθηκαν εξαρχής: τον φόβο (ή και το κόμπλεξ) του κοινωνικού στιγματισμού, αλλά και τις ανεπαρκείς έως κακές υπηρεσίες που παρέχονται σε δημόσιες δομές προς τους ψυχικά ασθενείς.
Η απολογία του Απόστολου Κοσμά είχε «λυγίσει» το δικαστήριο, όταν ο πατέρας-θύτης είχε περιγράψει την δραματική αλλαγή στην ψυχολογία και την συμπεριφορά του παιδιού του από την τρυφερή ηλικία των 15 ετών. Παράλληλα, όμως, ο κατηγορούμενος είχε αναφέρει ότι το 1989 ο Βαγγέλης (το θύμα της δολοφονίας) είχε εισαχθεί σε ψυχιατρείο, με απόφαση του ψυχιάτρου που τον παρακολουθούσε, με τον πατέρα να λέει στο δικαστήριο τα εξής χαρακτηριστικά:
«Είδα να τον πιάνουν τέσσερις-πέντε μαζί. Τον δένουν και τον κλείνουν σε ένα υπόγειο για ένα μήνα. Ήταν βαριά περίπτωση. Το παιδάκι μου ζητάει να βγει. Δεν αντέχει άλλο εκεί μέσα. Δεν αντέχω κι εγώ. Υπογράφω. Τον παίρνω στο σπίτι. Υπ’ ευθύνη μου. Πάμε σε γιατρό. Βρίσκουμε τη σωστή φαρμακευτική αγωγή. Είναι καλά».
Ο Βαγγέλης, όμως, δεν ήταν και δεν έγινε ποτέ καλά. Από τη μία πλευρά, ποιος γονιός θα μπορούσε να βλέπει το παιδί του δεμένο μέσα σε ένα ψυχιατρείο; Ωστόσο, το να υπογράψει και υπ’ ευθύνη του να το πάρει στο σπίτι, πιστεύοντας ότι όλα θα πάνε καλύτερα, είναι λάθος – κάτι που είχε τονίσει στην αγόρευσή του ο εισαγγελέας στην πολύκροτη δίκη: «Μιλάμε για έναν τραγικό πατέρα», είχε πει, προσθέτοντας ωστόσο ότι ο φόβος του κοινωνικού στιγματισμού, όχι μόνο για το θύμα, αλλά για ολόκληρη την οικογένεια – συμπεριλαμβανομένου του θύτη – οδήγησε σε μοιραίες και λανθασμένες αποφάσεις, που είχαν τραγικό αποτέλεσμα.
«Ποιος είμαι εγώ που θα κάνω τον τιμητή; Δεν έχω δικαίωμα να απευθύνω κατηγορίες ηθικής φύσεως. Βρεθείτε στη θέση αυτού του τραγικά άτυχου πατέρα. Η αγάπη, πάντως, δεν σκοτώνει. Ας τον κρίνει ο Θεός ή η κοινωνία. Λύση, όμως, υπήρχε. Ο εγκλεισμός. Αλλά ο κατηγορούμενος ήταν δέσμιος των αντιλήψεών του. Παγιδεύτηκε. Εγκλωβίστηκε. Φοβόταν τον κοινωνικό στιγματισμό», είπε χαρακτηριστικά ο εισαγγελέας.
Η φριχτή δολοφονία της Μαρία Μπονίκου από τον γιο της
Μητέρα και γιος ζούσαν σχετικά απομονωμένοι στην Αίγινα και δεν είχαν στενές επαφές με κανέναν, όπως δήλωσαν οι συγγενείς και γείτονες της άτυχης γυναίκας.
Ανέφεραν, μάλιστα, πως η Μαρία Μπονίκου δεν ήθελε να συζητά για τα ψυχολογικά προβλήματα του 46χρονου γιου της.
Συγκεκριμένα, ο 46χρονος που φέρεται να ομολόγησε την αποτρόπαια πράξη του, με θύμα την 73χρονη ηθοποιό, χρησιμοποίησε δύο μαχαίρια για να σφάξει τη μητέρα του και, στη συνέχεια, επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητό του και αφού περιπλανήθηκε λίγες ώρες, κατέληξε έξω από μία εκκλησία. Εκεί, στη μία τα ξημερώματα οι κάτοικοι ειδοποίησαν την Αστυνομία, καθώς ο μητροκτόνος είχε βάλει δυνατά τη μουσική, τραγουδούσε και έκανε φασαρία.
Ο άντρας οδηγήθηκε στην Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Πειραιά, ενώ αργά το βράδυ του Σαββάτου ομολόγησε την πράξη του. Σύμφωνα με πληροφορίες, μάλιστα, ο δράστης ανέφερε στην ομολογία του για τη μητέρα του: «Δεν με άφηνε να βγαίνω. Δεν με άφηνε να μιλάω πολύ».
Μία συνάδλεφος, φίλη και γειτόνισσα της Μαρίας Μπονίκου, η γνωστή ηθοποιός Μάγδα Τσαγγάνη, δήλωσε πως η 73χρονη είχε εμπιστευτεί σε άλλο πρόσωπο ότι ένιωθε πως κάποια μέρα μπορεί και να τη σκοτώσει ο γιος της…
Χωρίς να γνωρίζει κανείς λεπτομέρειες για την υπόθεση, όλα δείχνουν πως τα σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα του 46χρονου δράστη έμειναν πίσω από τις κλειστές πόρτες του σπιτιού της Αίγινας, δυστυχώς, με αυτή την τραγική κατάληξη.