Η βιολογική ηλικία – που μπορεί να είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη από τη χρονολογική ηλικία – μπορεί να βοηθήσει να καθορίσουμε την ποιότητα ζωής μας καθώς γερνάμε, λένε οι επιστήμονες.
Η ιδέα είναι ότι τα κύτταρα και τα όργανα έχουν ηλικίες που διαφέρουν από την κανονική μας ηλικία. Πολλοί επιστήμονες που ασχολούνται με τη γήρανση πιστεύουν ότι η γνώση της βιολογικής μας ηλικίας θα μπορούσε να βοηθήσει να καθυστερήσουμε ή να αποφύγουμε τη νόσο Αλτσχάιμερ, τον καρκίνο, τις καρδιαγγειακές παθήσεις ή άλλες ασθένειες που σχετίζονται με την ηλικία. Ορισμένοι πιστεύουν επίσης ότι η βιολογική ηλικία μπορεί να προβλέψει καλύτερα τη διάρκεια ζωής ενός ατόμου.
Άλλοι επιστήμονες συμφωνούν ότι η βιολογική ηλικία είναι σημαντική, αλλά διαφωνούν ότι μπορεί να προβλέψει τη ζωή μας, σημειώνοντας ότι δεν υπάρχει σίγουρος τρόπος για τη μέτρηση της βιολογικής ηλικίας και ότι πολλά από τα υπό ανάπτυξη εργαλεία δεν έχουν ακόμη αποδειχθεί.
Στο επίκεντρο της διαμάχης βρίσκονται ελπίδες ότι οι άνθρωποι μπορούν να παρατείνουν τη ζωή τους αλλάζοντας τη συμπεριφορά τους – και μια σειρά από εταιρείες ποντάρουν σε αυτό.
Ο Ντέιβιντ Σίνκλερ, καθηγητής γενετικής και διευθυντής του Πολ Φ. Γκλεν Σέντερ της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ, συγκαταλέγεται μεταξύ των ερευνητών και επιχειρηματιών που προωθούν την έννοια της βιολογικής ηλικίας, που περιγράφει ως «κάτι σαν μια βαθμολογία για το σώμα μας».
Ο ίδιος ο καθηγητής είναι 52 ετών χρονολογικά, αλλά ισχυρίζεται ότι βιολογικά είναι μάλλον 42. Επίσης είναι συνιδρυτής μιας νέας εταιρείας που αναπτύσσει τεστ βιολογικής ηλικίας.
Κάποιοι επιστήμονες υπολογίζουν τη μέτρηση αναλύοντας βιοδείκτες στο αίμα ή το σάλιο, ενώ άλλοι την υπολογίζουν συγκρίνοντας άτομα με ευρύτερα μοτίβα γήρανσης.
Οι δραστηριότητες που επηρεάζουν τη βιολογική ηλικία – όπως ύπνος, άσκηση και διατροφή – είναι ουσιαστικά οι καλές συνήθειες που ήδη γνωρίζουμε. Αλλά δεδομένου ότι τα γονίδια όλων μας είναι διαφορετικά, η παρακολούθηση της βιολογικής ηλικίας θα μπορούσε να βοηθήσει στον προσδιορισμό συνηθειών που είναι πιο χρήσιμες και στον τρόπο προσαρμογής τους. Για κάποιον άνθρωπο, 10.000 βήματα την ημέρα μπορεί να είναι το βέλτιστο, ενώ για κάποιον άλλο τα 6.000.
Οι άνθρωποι μπορούν επίσης να προσπαθήσουν να μειώσουν τη βιολογική τους ηλικία μέσω του διαλογισμού, της γιόγκα ή άλλων τρόπων αποτελεσματικής διαχείρισης του στρες. Ορισμένοι, συμπεριλαμβανομένου του Δρ. Σίνκλερ, χρησιμοποιούν συμπληρώματα στην προσπάθεια να γίνουν νεότεροι.
Επιστήμονες που μελετούν τη γήρανση ελπίζουν ότι τελικά, οι άνθρωποι θα είναι σε θέση να μετρήσουν με ακρίβεια τη βιολογική τους ηλικία και να αποκαλύψουν τα βήματα που την επηρεάζουν, ώστε να προλάβουν χρόνιες ασθένειες και ενδεχομένως να ζήσουν περισσότερο.
Ακόμα κι έτσι, ορισμένοι επιστήμονες αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό τη διαδικασία. Κάποιοι πιστεύουν ότι, ακόμη και αν γνωρίζαμε τη βιολογική μας ηλικία, είναι ακραίο να πιστεύουμε ότι θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε την έννοια αυτή για να μας βοηθήσει να ζήσουμε περισσότερο.
Ο Άλεξ Ζαβόρνοκοφ, διευθύνων σύμβουλος της Ινσιλίκο Μέντισιν, η οποία χρησιμοποιεί τεχνητή νοημοσύνη για την ανάπτυξη φαρμάκων που στοχεύουν σε ασθένειες σχετικές με την ηλικία, λέει ότι η βιολογική ηλικία είναι μια χρήσιμη έννοια για την ανάπτυξη φαρμάκων. Ωστόσο προσθέτει ότι αμφιβάλλει πως οι άνθρωποι θα είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν συμπεριφορές για να ζήσουν περισσότερο, με βάση μελέτες για τη διάρκεια ζωής σε διάφορες χώρες σε όλο τον κόσμο.
«Η υπερβολική βελτιστοποίηση του ύπνου, της άσκησης και της διατροφής είναι απίθανο να οδηγήσει σε δραματική αύξηση της διάρκειας ζωής», λέει.
Το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη βιολογική ηλικία τροφοδοτείται από την πρόοδο στον τομέα της επιγενετικής, της μελέτη του τρόπου με τον οποίο η γονιδιακή έκφραση επηρεάζεται από τις συμπεριφορές και το περιβάλλον.
Η InsideTracker της Segterra Inc., μια εταιρεία εξατομικευμένης διατροφής που ιδρύθηκε από επιστήμονες του Χάρβαρντ, του Tufts University και του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης, υπολογίζει τη βιολογική ηλικία βάζοντας τους χρήστες να κάνουν εξετάσεις αίματος και αναλύοντας τα δείγματα για δείκτες όπως φλεγμονή, υγεία της καρδιάς και διαταραχή του ήπατος ή των νεφρών. Εκείνοι που διαπιστώνονται ως μεγαλύτεροι από την ηλικία τους λαμβάνουν συστάσεις για προσαρμογή της διατροφής, της άσκηση και συμπληρώματα διατροφής.
Την ίδια στιγμή, πολλές startup επιχειρήσεις στον τομέα της υγείας προσφέρουν τεστ που υποτίθεται ότι υπολογίζουν τη βιολογική ηλικία, μερικές φορές με ελάχιστο επιστημονικό υπόβαθρο, και σχεδιάζουν συμπληρώματα που αποσκοπούν στην ενίσχυση της νεανικότητας.
Ο Stephen Roberts, ιδιοκτήτης οινοποιείου στη Γαλλία, έκανε το τεστ νωρίτερα φέτος με μια εξέταση αίματος στο σπίτι από την εταιρεία βιοτεχνολογίας GlycanAge Ltd. με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο. Το τεστ έγινε στο πλαίσιο μιας ευρύτερης προσπάθειας του Ρόμπερτς να βελτιώσει την υγεία του, σε ηλικία 51 ετών.
«Πίνω. Καμιά φορά καπνίζω και διασκεδάζω και τρώω ό,τι θέλω», λέει, οπότε περίμενε ότι η βιολογική του ηλικία θα ήταν πολύ μεγαλύτερη από την ημερολογιακή και σοκαρίστηκε όταν τα αποτελέσματα των εξετάσεων ανέφεραν ότι η βιολογική του ηλικία ήταν 24 ετών.
«Η πρώτη μου αντίδραση ήταν: «Έχει γίνει λάθος»», λέει ενώ εξηγεί ότι δεν έχει κάνει καμία αλλαγή μετά το τεστ, απλώς σκοπεύει να ξανακάνει τεστ αργότερα φέτος.
Ο Γκόρνταν Λακ, καθηγητής βιοχημείας και μοριακής βιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Ζάγκρεμπ, στην Κροατία, και επιστημονικός υπεύθυνος της GlycanAge, λέει ότι τα αποτελέσματα είναι λογικά λόγω των γονιδίων του Ρόμπερς – η μακροζωία είναι οικογενειακό φαινόμενο- και του τρόπου ζωής του, ο οποίος είναι πιθανώς λιγότερο πιεστικός από των περισσοτέρων.
Ο Μίκαελ Ρόιζεν, αναισθησιολόγος και επικεφαλής της κλινικής Κλίβελαντ Κλίνικ, δημιούργησε έναν από τους πρώτους υπολογιστές βιολογικής ηλικίας πριν από 25 χρόνια με βάση ένα ερωτηματολόγιο και τον πούλησε στην εταιρεία ψηφιακής υγείας Sharecare Inc.
Σήμερα σχεδιάζει να κυκλοφορήσει ένα βιβλίο και έναν ιστότοπο το φθινόπωρο, μέρος μιας νέας εταιρείας που, όπως λέει, θα έχει ως στόχο να βοηθήσει τους ανθρώπους να καταλάβουν πώς να ζήσουν περισσότερο.
Η άσκηση, για παράδειγμα, κάνει περισσότερα από το να ενισχύει απλώς την καρδιά μας, λέει. Η γυμναστική ενεργοποιεί ένα γονίδιο που ξεκινά μια αλυσιδωτή αντίδραση, η οποία αυξάνει την έκκριση μιας πρωτεΐνης που βελτιώνει τη μνήμη, σύμφωνα με μελέτες. Οι μέθοδοι διαχείρισης του άγχους μπορούν να ενεργοποιήσουν ή να απενεργοποιήσουν τη λειτουργία περισσότερων από 250 γονιδίων, λέει ο Δρ. Ρόιζεν.
«Οι επιλογές μας έχουν πολύ πιο βαθιά αποτελέσματα από το να αλλάζουν απλώς το αν η καρδιά μας χτυπάει γρήγορα ή αργά», καταλήγει.
Πηγή: WSJ