Όσοι έχουν εντάξει στη διατροφική τους ρουτίνα τη διαλειμματική νηστεία, θα βγουν κερδισμένοι έαν νοσήσουν με κορωνοϊό. Πιο συγκεκριμένα, αυτοί οι ασθενείς έχουν λιγότερες πιθανότητες να νοσηλευτούν ή και να καταλήξουν από επιπλοκές της νόσου.
Αυτά είναι τα δεδομένα που αποκαλύπτουν τα αποτελέσματα μελέτης, που δημοσιεύτηκε στο BMJ Nutrition, Prevention & Health. Η ερευνητική ομάδα από το Ιατρικό Κέντρο Intermountain στο Salt Lake City θέλησε να αξιολογήσει τις συσχετίσεις μεταξύ της περιοδικής νηστείας και της σοβαρότητας της λοίμωξης με COVID-19, αλλά και τη σοβαρή αρχική λοίμωξη. Στην ανάλυσή τους συμπεριέλαβαν 205 άτομα που διαγνώστηκαν θετικά στον κορωνοϊό κατά τη διάρκεια του Μαρτίου 2020 έως τον Φεβρουάριο 2021.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το 35,6% των συμμετεχόντων ακολουθούσαν μια διατροφή με μικρές περιόδους νηστείας πριν από τη νόσηση με κορωνοϊό και γι’ αυτό είχαν μεγάλο πλεονέκτημα στην πορεία της υγείας τους. Όσον αφορά τη νοσηλεία και το θάνατο, αυτές οι εκβάσεις εμφανίστηκαν μόλις στο 11 % όσον νήστευαν, έναντι στο 28,8% όσων διατηρούσαν ένα κανονικό μοντέλο διατροφής.
Οι προγνωστικοί παράγοντες για τη νοσηλεία και τη θνησιμότητα ήταν η ηλικία, η λατινοαμερικανική καταγωγή, ένα προηγούμενο έμφραγμα του μυοκαρδίου ή ισχαιμικό επεισόδιο και η νεφρική ανεπάρκεια. Τέλος, δεν παρατηρήθηκε σημαντική συσχέτιση μεταξύ της νηστείας και της διάγνωσης του κορωνοϊού.
«Η νηστεία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μια συμπληρωματική θεραπεία μαζί με τον εμβολιασμό και θα μπορούσε να παρέχει ανοσολογική υποστήριξη και έλεγχο της υπερφλεγμονής κατά τη διάρκεια και μετά την πανδημία», επισημαίνουν οι συγγραφείς.