Εκατομμύρια ζευγάρια σε όλο τον κόσμο έρχονται αντιμέτωπα με την υπογονιμότητα όταν αποφασίζουν να αποκτήσουν παιδιά και η αιτία συχνά είναι κάποια ενδοκρινική/ορμονική πάθηση που διαταράσσει διάφορα στάδια της αναπαραγωγικής διαδικασίας.
Όπως εξηγούν ειδικοί από την Ελληνική Ενδοκρινολογική Εταιρεία, η υπογονιμότητα είναι μία δυνητικά αναστρέψιμη κατάσταση, αφού σε σχεδόν οκτώ στις δέκα περιπτώσεις μπορεί να βρεθεί συγκεκριμένη αιτία γι’ αυτήν.
Η αιτία μπορεί να εντοπίζεται στον έναν ή και στους δύο συντρόφους. Στο περίπου 30% των περιπτώσεων ανευρίσκεται στους άνδρες, σε άλλο ένα 30% στις γυναίκες και στο 15-20% και στους δύο. Στο υπόλοιπο 20-25% οι εξετάσεις του ζευγαριών δεν έχουν παθολογικά αποτελέσματα και η διάγνωση είναι ανεξήγητη υπογονιμότητα.
Πόσο συχνή είναι
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), η υπογονιμότητα είναι «μία νόσος του ανδρικού ή του γυναικείου αναπαραγωγικού συστήματος, που χαρακτηρίζεται από την αποτυχία επίτευξης εγκυμοσύνης έπειτα από 12 ή περισσότερους μήνες τακτικών σεξουαλικών επαφών χωρίς προφυλάξεις».
Δεδομένου, όμως, ότι η γονιμότητα στην γυναίκα μειώνεται με την πάροδο της ηλικίας, έχει προταθεί από την Αμερικανική Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ιατρικής (ASRM) και το Αμερικανικό Κολλέγιο Μαιευτήρων και Γυναικολόγων (ACOG) αυτό το χρονικό διάστημα να μειώνεται στους 6 μήνες στις γυναίκες ηλικίας άνω των 35 ετών.
Η υπογονιμότητα είναι πολύ συχνή. Υπολογίζεται ότι αφορά το 8-12% των ζευγαριών αναπαραγωγικής ηλικίας σε όλο τον κόσμο. Οι υπολογισμοί του ΠΟΥ αναφέρουν ότι πρόκειται για 48 έως 186 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως.
Σύμφωνα με τους ενδοκρινολόγους, τα αίτια που μπορούν να πλήξουν τη γονιμότητα διακρίνονται σε πέντε κατηγορίες:
- Σε αυτά που διαταράσσουν την παραγωγή των ωαρίων
- Σε αυτά που διαταράσσουν την παραγωγή των σπερματοζωαρίων
- Σε αίτια που επηρεάζουν τις οδούς μεταφοράς του σπέρματος, του ωαρίου ή του γονιμοποιημένου ωαρίου
- Σε προβλήματα που διαταράσσουν τη διαδικασία εμφύτευσης του γονιμοποιημένου ωαρίου
- Σε παθολογικές καταστάσεις (συμπεριλαμβανομένων των ανοσολογικών διαταραχών) που επηρεάζουν με διάφορους τρόπους τη διαδικασία της αναπαραγωγής
Το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών
Στις γυναίκες, η συχνότερη αιτία που προκαλεί υπογονιμότητα είναι το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών. Είναι μία ενδοκρινική πάθηση που προσβάλλει το 7-10% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας. Τα κύρια χαρακτηριστικά του συνδρόμου είναι:
- Τα αυξημένα επίπεδα ανδρογόνων (ορμόνες ανδρικού φύλου) στο αίμα. Η κατάσταση αυτή λέγεται επιστημονικά υπερανδρογοναιμία
- Η διαταραχή της ωρίμανσης των ωοθυλακίων, ώστε να απελευθερωθούν τα ωάρια (ωοθυλακιορρηξία)
- Η ανίχνευση πολλαπλών κύστεων στην μία ή και στις δύο ωοθήκες, όταν η γυναίκα κάνει υπερηχογράφημα κάτω κοιλίας
Η υπερανδρογοναιμία εκδηλώνεται με χαρακτηριστικά συμπτώματα (κλινικές εκδηλώσεις) που συμπεριλαμβάνουν:
- Αυξημένη τριχοφυΐα (δασυτριχισμός)
- Ακμή
- Αλωπεκία
Η διαταραχή της ωοθυλακιορρηξίας κλινικά εκδηλώνεται:
- Με διαταραχές στην έμμηνο ρύση (συχνότερη είναι η αραιομηνόρροια, δηλαδή η καθυστέρηση της εμμήνου ρύσεως)
- Με υπογονιμότητα
Ωστόσο, τα συμπτώματα αυτά δεν είναι τα ίδια σε όλες τις γυναίκες, ούτε παραμένουν σταθερά στη διάρκεια της ζωής τους. Οι γυναίκες με το σύνδρομο παρουσιάζουν ποικιλία συμπτωμάτων με διαφορετική βαρύτητα και με μεταβολές με την πάροδο του χρόνου.
Η διάγνωση του συνδρόμου τίθεται με την παρουσία συνδυασμού διαγνωστικών κριτηρίων, αφού προηγουμένως αποκλειστούν άλλα ενδοκρινικά νοσήματα που προκαλούν υπερανδρογοναιμία και διαταραχές της ωοθυλακιορρηξίας.
Ποιοι αδένες εμπλέκονται
Ωστόσο η διερεύνηση της υπογονιμότητας δεν αρχίζει ούτε τελειώνει με το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών. Στην αναπαραγωγική διαδικασία εμπλέκονται πολλοί ενδοκρινείς αδένες του σώματος και οι ορμόνες που παράγουν.
Οι γεννητικοί αδένες ή γονάδες (όρχεις, ωοθήκες σε άνδρες και γυναίκες, αντίστοιχα) λειτουργούν ως μέρος ενός λειτουργικού κυκλώματος που περιλαμβάνει άλλους δύο αδένες: τον υποθάλαμο και την υπόφυση του εγκεφάλου.
Τόσο η παραγωγή ωαρίων και σπερματοζωαρίων, όσο και η διαδικασία της εμφύτευσης του γονιμοποιημένου ωαρίου, ελέγχονται από τις ορμόνες που παράγουν αυτοί οι τέσσερις αδένες. Το λειτουργικό αυτό κύκλωμα ονομάζεται υποθαλαμο-υποφυσιο-γοναδικός άξονας.
Κατά τις εξετάσεις για υπογονιμότητα στις γυναίκες, πρέπει να ελέγχεται η επάρκεια της έκκρισης ορμονών από τον άξονα υποθαλάμου – υπόφυσης – ωοθηκών. Πρέπει επίσης να αποκλείονται και στα δύο φύλα νοσήματα που αφορούν:
- Το επίπεδο υποθαλάμου–υπόφυσης. Μπορεί να προκληθεί υπογοναδοτροπικός υπογοναδισμός, από κάποιο όγκο της περιοχής, τραυματισμό ή φλεγμονώδη νόσο
- Τις γονάδες (υπεργοναδοτροπικός υπογοναδισμός).
Η υπόφυση και ο θυρεοειδής
Η υπόφυση είναι ένας μικρός αδένας στην βάση του εγκεφάλου (περίπου στο επίπεδο της μύτης). Η αυξημένη έκκριση ορμονών από την υπόφυση επηρεάζει την λειτουργία του προαναφερθέντος άξονα και επομένως ευνοεί την υπογονιμότητα.
Η συχνότερη είναι η υπερέκκριση προλακτίνης. Η υπερπρολακτιναιμία συχνά οφείλεται σε καλοήθη όγκο στην υπόφυση. Ο όγκος αυτός ονομάζεται προλακτίνωμα και αντιμετωπίζεται με φαρμακευτική αγωγή.
Σπανιότερα, καλοήθεις όγκοι της υπόφυσης μπορεί να υπερεκκρίνουν αυξητική ορμόνη, προκαλώντας μεγαλακρία, μία σπάνια νόσο. Ή μπορεί να υπερεκκρίνουν κορτιζόλη, προκαλώντας νόσο Cushing.
Ωστόσο τη λειτουργία του άξονα υποθαλάμου–υπόφυσης-ωοθηκών μπορεί να διαταράξουν και νοσήματα που αφορούν άλλους ενδοκρινείς αδένες, με συνέπεια πάλι την υπογονιμότητα.
Τα πιο συχνά από αυτά είναι τα νοσήματα του θυρεοειδούς, από τα οποία πάσχουν πολλά άτομα αναπαραγωγικής ηλικίας. Τόσο η μειωμένη έκκριση των θυρεοειδικών ορμονών κατά τον υποθυρεοειδισμό, όσο και η αυξημένη έκκριση στον υπερθυρεοειδισμό, ασκούν αρνητική επίδραση στη γονιμότητα και στα δύο φύλα.
Στην περίπτωση του υποθυρεοειδισμού η θεραπεία είναι αποκλειστικά η φαρμακευτική αγωγή. Στον υπερθυρεοειδισμό αυτό ισχύει για την πλειονότητα, αλλά όχι όλες τις περιπτώσεις.
Η παρουσία θετικών αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων στο πλαίσιο αυτοάνοσης θυρεοειδίτιδας δεν επηρεάζει τη γονιμότητα καθαυτή, αλλά συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο αποβολών.
Τα επινεφρίδια
Σε σπάνιες περιπτώσεις, στην υπογονιμότητα εμπλέκονται τα νοσήματα των επινεφριδίων που επηρεάζουν την λειτουργία του προαναφερθέντος άξονα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι:
- Η αυξημένη έκκριση κορτιζόλης από τα επινεφρίδια λόγω συνδρόμου Cushing
- Η συγγενής υπερπλασία των επινεφριδίων που χαρακτηρίζεται από αυξημένη έκκριση ανδρογόνων, με επακόλουθο υπογονιμότητα στις γυναίκες
Τα επινεφρίδια είναι δύο μικροί αδένες που βρίσκονται πάνω από τους δύο νεφρούς. Οι μικροί αυτοί αδένες παράγουν σημαντικές ορμόνες, συμπεριλαμβανομένης της κορτιζόλης. Σημειώνεται πως δεν πρέπει να συγχέεται το σύνδρομο Cushing με τη νόσο Cushing (είναι δύο ξεχωριστές παθολογικές καταστάσεις).
Ποιοι άλλοι παράγοντες παίζουν ρόλο
Τη λειτουργία του άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-ωοθηκών στις γυναίκες μπορεί να διαταράξουν και άλλες καταστάσεις, όπως:
- Το ακραία χαμηλό ή υψηλό σωματικό βάρος
- Η υπέρμετρη σωματική άσκηση
- Το έντονο στρες
Το επακόλουθο είναι και αυτές οι καταστάσεις να ευνοούν την υπογονιμότητα. Αντίστοιχα στους άνδρες, τον άξονα υποθαλάμου–υπόφυσης–όρχεων μπορεί να επηρεάσουν:
- Το ακραία χαμηλό ή υψηλό σωματικό βάρος
- Το έντονο στρες
Επομένως, ο ρόλος του ενδοκρινολόγου στη διερεύνηση της υπογονιμότητας έχει καθοριστική σημασία, διότι πρέπει να αναζητάται η παρουσία ορμονικών διαταραχών. «Σε περίπτωση που διαγνωστεί ενδοκρινολογικό νόσημα και αντιμετωπιστεί καταλλήλως (όπως στην περίπτωση ενός προλακτινώματος ή μίας θυρεοειδοπάθειας), η γονιμότητα μπορεί να αποκατασταθεί. Σε άλλα ενδοκρινικά νοσήματα, όμως, η κατάλληλη αντιμετώπιση εξασφαλίζει ευνοϊκές συνθήκες για την επιτυχή έκβαση των μεθόδων υποβοηθούμενης αναπαραγωγής», καταλήγει η Ελληνική Ενδοκρινολογική Εταιρεία.
Φωτογραφία: iStock