Νέα μελέτη εξέτασε μη παραδοσιακούς παράγοντες κινδύνου για εγκεφαλικό όπως η ημικρανία, καταλήγοντας σε ανησυχητικά ευρήματα ακόμα και για πολύ νεαρά άτομα.
Λόγω των σοβαρών επιπτώσεων των εγκεφαλικών επεισοδίων, η επιστήμη δεν σταματά να μελετά διαρκώς τους παράγοντες κινδύνου με σκοπό την πρόληψη. Όσον αφορά τα νεότερα άτομα, ο κίνδυνος εγκεφαλικού είναι συχνά χαμηλότερος. Ωστόσο, οι νέοι δεν σημαίνει πως πρέπει να εφησυχάζουν καθώς συνήθεις χρόνιες νόσοι, όπως η ημικρανία, μπορούν να τους θέσουν, σύμφωνα με τους επιστήμονες, σε υψηλό κίνδυνο.
Συγκεκριμένα, μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο «Circulation: Cardiovascular Quality and Outcomes», αποκάλυψε ότι η ημικρανία και η θρομβοφιλία, η προδιάθεση δηλαδή που έχει ο οργανισμός κάποιων ανθρώπων να υπερπήζει το αίμα σχηματίζοντας θρόμβους, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στον κίνδυνο εγκεφαλικού σε ενήλικες ηλικίας κάτω των 35 ετών.
Η έρευνα
Πολλοί παράγοντες κινδύνου μπορούν να αυξήσουν τις πιθανότητες ενός ατόμου να υποστεί εγκεφαλικό, όπως η υψηλή αρτηριακή πίεση, ο διαβήτης, τα χαμηλά επίπεδα σωματικής δραστηριότητας, το κάπνισμα και το οικογενειακό ιστορικό.
Στην εν λόγω μελέτη, οι ερευνητές επικεντρώθηκαν σε κάποιους μη συνήθεις παράγοντες κινδύνου, όπως η εγκυμοσύνη, η ημικρανία, η θρομβοφιλία και τα αυτοάνοσα νοσήματα.
Για τις ανάγκες την έρευνας, οι επιστήμονες χώρισαν τους συμμετέχοντες σε τρεις ηλικιακές κατηγορίες:
Καρδιακές παθήσεις- Αλλάζουν τον εγκέφαλο;
- 18-34 ετών
- 35-44 ετών
- 45–55 ετών
Οι ερευνητές παρατήρησαν πως οι παραδοσιακοί παράγοντες κινδύνου συνδέονται περισσότερο με περιπτώσεις εγκεφαλικού με τους πιο συνηθισμένους να είναι η υψηλή αρτηριακή πίεση, η υπερλιπιδαιμία και το κάπνισμα και για τα δύο φύλα.
Για τους άνδρες, οι πιο συνηθισμένοι μη παραδοσιακοί παράγοντες κινδύνου ήταν η ημικρανία, η νεφρική ανεπάρκεια και η θρομβοφιλία. Για τις γυναίκες, οι πιο συνηθισμένοι μη παραδοσιακοί παράγοντες κινδύνου ήταν η ημικρανία, η θρομβοφιλία και η κακοήθεια (κατάσταση κατά την οποία τα μεταλλαγμένα κύτταρα εισβάλλουν στον υγιή ιστό).
Οι ερευνητές παρατήρησαν επίσης ότι οι μη παραδοσιακοί παράγοντες κινδύνου συνέβαλαν περισσότερο από τους παραδοσιακούς στον κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου στις νεαρότερες ηλικιακές ομάδες.
Χαρακτηριστικά, το 31,4% των εγκεφαλικών επεισοδίων στους άνδρες και το 42,7% των εγκεφαλικών επεισοδίων στις γυναίκες από 18 έως 34 ετών συσχετίστηκαν με μη παραδοσιακούς παράγοντες κινδύνου.
Αντίθετα, οι παραδοσιακοί παράγοντες κινδύνου αντιπροσώπευαν το 25,3% των εγκεφαλικών για τους άνδρες και το 33,3% για τις γυναίκες.
«Ημικρανία- Ο πιο σημαντικός παράγοντας κινδύνου εγκεφαλικού για άτομα μόλις 18 ετών»
Η συγγραφέας της μελέτης, Δρ Μισέλ Χου Λέπερτ, επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Νευρολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Κολοράντο, δήλωσε:
«Θέλαμε να κατανοήσουμε καλύτερα ποιοι παράγοντες κινδύνου ήταν οι πιο κρίσιμοι όσον αφορά τον κίνδυνο εγκεφαλικού στους νεαρούς ενήλικες. Διαπιστώσαμε ότι όσο νεότερος ήταν ο ασθενής τη στιγμή του εγκεφαλικού επεισοδίου, τόσο πιο πιθανό ήταν το εγκεφαλικό να προκύψει λόγω ενός μη παραδοσιακού παράγοντα κινδύνου. Με έκπληξη ανακαλύψαμε ότι η ημικρανία ήταν ο πιο σημαντικός μη παραδοσιακός παράγοντας κινδύνου εγκεφαλικού μεταξύ των ατόμων από 18 έως 34 ετών.
Η συσχέτιση μεταξύ ημικρανίας και εγκεφαλικών επεισοδίων είναι ήδη τεκμηριωμένη, αλλά αυτή είναι η πρώτη μελέτη που δείχνει πόσο μεγάλη θα μπορούσε να είναι αυτή η σύνδεση.
Τα ευρήματα υποδεικνύουν τη σημασία του προσυμπτωματικού ελέγχου για μη παραδοσιακούς παράγοντες κινδύνου για εγκεφαλικό επεισόδιο, ιδιαίτερα μεταξύ των νεότερων ατόμων καθώς αυτοί αποδείχθηκαν εξίσου απειλητικοί με τους ήδη γνωστούς».
Τι να περιμένουμε στο μέλλον
«Διαπιστώσαμε ότι η πιθανή συμβολή των πονοκεφάλων ημικρανίας στην εμφάνιση εγκεφαλικών επεισοδίων σε νεαρούς ενήλικες είναι μεγάλη. Ωστόσο, δεν γνωρίζουμε γιατί οι ημικρανίες οδηγούν σε εγκεφαλικό.
Η καλύτερη κατανόηση των μηχανισμών της ημικρανίας που οδηγούν σε εγκεφαλικά μπορεί να μας βοηθήσει να αναπτύξουμε μελλοντικές κλινικές παρεμβάσεις. Είναι πολύ σημαντικό να υπάρξει περαιτέρω έρευνα και συλλογή περισσότερων δεδομένων για ασφαλή συμπεράσματα και ανάλογη δράση», κατέληξε η Δρ Λέπερτ.