Η συνεχής έκθεση σε έντονο, τεχνητό φως κατά την διάρκεια της νύχτας μπορεί να οδηγήσει σε εγκεφαλικό επεισόδιο – σε περίπτωση που έχετε ανοιχτά τα παράθυρα του δωματίου σας-, σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Stroke.
Στη σχετική μελέτη συμμετείχαν 28.300 εθελοντές από την πόλη-λιμάνι Νινγκμπό της επαρχίας Τσετσιάνγκ, στην ανατολική Κίνα, οι οποίοι ήταν κατά μέσο όρο 62 ετών (περίπου το 60% ήταν γυναίκες) και δεν είχαν ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου.
Τα φώτα των αυτοκινήτων, αλλά και οι φωτισμένοι δρόμοι κατά τις βραδινές ώρες, μπορούν να βελτιώσουν την ορατότητα του περιβάλλοντος, εξασφαλίζοντας ασφάλεια και άνεση για τους πολίτες. Ωστόσο, η υπερβολική χρήση τεχνητού φωτός έχει ως αποτέλεσμα περίπου το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού να ζει σε περιβάλλοντα με φωτορύπανση, σύμφωνα με τους Κινέζους επιστήμονες.
«Η μελέτη καταδεικνύει ότι η υπερέκθεση σε νυχτερινό και τεχνητό φως μπορεί να αποτελεί παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο» επισημαίνει ο δρ. Jain-Bing Wang, ειδικός σε θέματα δημόσιας υγείας και ερευνητής της μελέτης, «ως εκ τούτου, συμβουλεύουμε τους ανθρώπους που κατοικούν σε αστικά περιβάλλοντα να μειώσουν αυτή την έκθεση».
Οι επιστήμονες παρακολούθησαν τους συμμετέχοντες για έξι χρόνια (2015 έως το 2021), καταγράφοντας περιπτώσεις εγκεφαλικού επεισοδίου ή άλλων αντίστοιχων νόσων μέσω των ιατρικών αρχείων των νοσοκομείων. Συνολικά, εντόπισαν 1.278 περιπτώσεις, εκ των οποίων οι 900 αφορούσαν σε εγκεφαλικά επεισόδια (ισχαιμικά και αιμορραγικά επεισόδια).
Για τις ανάγκες της ανάλυσης χρησιμοποίησαν δορυφορικές εικόνες, εκτιμώντας τη φωτορύπανση που αντιστοιχούσε σε κάθε ασθενή. Τα αποτελέσματα προσαρμόστηκαν ανάλογα με την ηλικία, το φύλο και το εισόδημα για να υποδηλώσουν τον κίνδυνο και την επιρροή της φωτορύπανσης.
«Η έκθεση σε έντονο τεχνητό φως τη νύχτα θα μπορούσε να επηρεάσει τον κιρκάδιο ρυθμό του σώματος, καταστέλλοντας την έκκριση μελατονίνης. Αυτό με τη σειρά του θα μπορούσε να οδηγήσει σε αλλαγές σε βιολογικούς δείκτες, όπως σε αύξηση των επιπέδων τριγλυκεριδίων, της αρτηριακής πίεσης και της γλυκόζης στο αίμα, παράγοντες δηλαδή καρδιαγγειακού κινδύνου» υπογραμμίζει ο Δρ Wang.
Παράλληλα, η έρευνα εστίασε και στον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Όσοι ζούσαν σε περιοχές με τα υψηλότερα επίπεδα PM10 – μια μικροσκοπική ένωση που απελευθερώνεται από τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων – είχαν έως και 50% υψηλότερο κίνδυνο να πάσχουν από καρδιαγγειακή νόσο, σε σύγκριση με όσους εκτέθηκαν στα χαμηλότερα επίπεδα.
Αντίστοιχα, όσοι εκτέθηκαν σε υψηλότερα επίπεδα σωματιδίων PM2.5 – μιας μικρότερης ουσίας που εκλύεται από τα αυτοκίνητα- διέτρεχαν 41% υψηλότερο κίνδυνο και, τέλος, όσοι εκτέθηκαν σε οξείδιο του αζώτου, παρουσίασαν 31% υψηλότερο κίνδυνο.
«Παρά τις σημαντικές προόδους στη μείωση των παραδοσιακών παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου, όπως το κάπνισμα, η παχυσαρκία και ο σακχαρώτης διαβήτης τύπου 2, είναι σημαντικό να ληφθούν υπόψη οι περιβαλλοντικοί παράγοντες στις προσπάθειές μας να μειώσουμε την παγκόσμια επιβάρυνση των καρδιαγγειακών παθήσεων» τονίζει εμφατικά ο δρ Wang.