Η διαλειμματική νηστεία έχει γίνει πολύ δημοφιλής τα τελευταία χρόνια για την απώλεια βάρους, καθώς βασίζεται κυρίως στο χρόνο των γευμάτων, γεγονός που την καθιστά πιο απλή σε σχέση με άλλες δίαιτες που απαιτούν υπολογισμό θερμίδων ή περιορισμό συγκεκριμένων τροφών.
Υπάρχουν πολλές διαφορετικές παραλλαγές της, όπως η μέθοδος 16/8 (δεν τρώμε για 16 ώρες την ημέρα αλλά μόνο μέσα σε ένα “παράθυρο” 8 ωρών) και η δίαιτα 5:2 (κατανάλωση κανονικών γευμάτων για 5 ημέρες την εβδομάδα και περιορισμός των θερμίδων στις 500-600 για τις άλλες 2 ημέρες).
Εκτός όμως από την απώλεια βάρους, πώς επηρεάζει την καρδιά;
Ένας τρόπος για την αξιολόγηση της επίδρασης μιας δίαιτας ή άλλης θεραπείας είναι η συγκέντρωση αποτελεσμάτων από πολλές διαφορετικές τυχαιοποιημένες δοκιμές, δημιουργώντας αυτό που ονομάζεται μετα-ανάλυση. Μια άλλη εκδοχή —που ονομάζεται “ανασκόπηση ομπρέλας”— προχωρά ένα βήμα παραπέρα συνδυάζοντας τα αποτελέσματα από πολλές διαφορετικές μετα-αναλύσεις και άλλα άρθρα ανασκόπησης.
Αυτό ακριβώς έκανε μια ομάδα ερευνητών με τη διαλειμματική νηστεία. Στην “ανασκόπηση ομπρέλας” τους, που δημοσιεύθηκε στο eClinical Medicine, συνδύασε αποτελέσματα από 23 μετα-αναλύσεις και ανασκοπήσεις μελετών για τη διαλειμματική νηστεία, οι οποίες περιλάμβαναν κυρίως άτομα με υπερβολικό βάρος ή παχύσαρκα, καθώς και ορισμένα με διαβήτη ή μεταβολικό σύνδρομο, όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ.
Οι ερευνητές βρήκαν σημαντικά στοιχεία που δείχνουν ότι η διαλειμματική νηστεία μπορεί να μειώσει:
-την περίμετρο μέσης
-τη λιπώδη μάζα
-τα τριγλυκερίδια
-την LDL και τη συνολική χοληστερόλη
-την ορμόνη που ρυθμίζει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα
-τη συστολική αρτηριακή πίεση.
“Γενικά, η διαλειμματική νηστεία έχει καλό προφίλ ασφάλειας”, αναφέρει ο Δρ. Armen Yerevanian, ενδοκρινολόγος στο Massachusetts General Hospital, το οποίο συνδέεται με το Χάρβαρντ. Ωστόσο, άτομα με διαβήτη που βασίζονται στην ινσουλίνη και ορισμένα φάρμακα για τη ρύθμιση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα πρέπει να είναι προσεκτικά. Για αυτούς, η νηστεία δεν είναι επικίνδυνη, αλλά απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό με τον γιατρό τους, ώστε να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος υπογλυκαιμίας.
Όπως σημειώνουν οι ειδικοί, η διαλειμματική νηστεία πιθανότατα βελτιώνει τα επίπεδα χοληστερόλης και άλλους καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου, επειδή προάγει την απώλεια βάρους. Λόγω των χρονικών περιορισμών, είναι φυσικό να καταναλώνουμε λιγότερες θερμίδες, ειδικά αν περιορίσουμε τη βραδινή υπερκατανάλωση φαγητού. Επιπλέον, όταν δεν τρώμε για μεγάλες χρονικές περιόδους, το σώμα αρχίζει να καίει το αποθηκευμένο λίπος.
“Το μεγαλύτερο πρόβλημα με τη διαλειμματική νηστεία είναι ότι μπορεί να είναι δύσκολο να τη διατηρήσετε μακροπρόθεσμα”, λέει ο Δρ. Yerevanian. Οι περισσότερες μελέτες της συγκεκριμένης πρακτικής έχουν διάρκεια από 12 έως 16 εβδομάδες, αν και ορισμένες έχουν φτάσει έως και έξι μήνες. Είναι πιο εύκολο να ακολουθείτε μια δίαιτα όταν βρίσκεστε υπό παρακολούθηση ως μέρος μιας μελέτης, εξηγεί ο ίδιος.
Στην πραγματική ζωή, όμως, είναι συχνά δύσκολο να ακολουθήσουμε ένα αυστηρό πρόγραμμα γευμάτων όταν ταυτόχρονα διαχειριζόμαστε δουλειά, οικογενειακές και κοινωνικές υποχρεώσεις.